Ανδρόνικος ή Αντρόνικος

Ήρωας ακριτικών τραγουδιών που έχει άλλοτε δυο και άλλοτε τρεις γιους. Ο ένας είναι ο δρακοντοκτόνος Κωσταντάς, που ονομάζεται και Κωνσταντίνος ή Κώστας. Γιος του είναι και το «μωρόν» που παρουσιάζεται χωρίς όνομα στο «Άσμα Ανδρονίκου» και κάμνει καταπληκτικά κατορθώματα.

 

Κατά το «Άσμα Ανδρονίκου» (Σακελλαρίου: Κυπριακά, Τομ. Β', 1891, σ.9-12) ο Ανδρόνικος ζει θλιμμένος σε μαύρη τέντα, γιατί οι Σαρακηνοί είχαν συλλάβει και κρατούσαν αιχμάλωτη την έγκυο γυναίκα του. Αυτή γέννησε στη φυλακή ένα γιο που μωρό ακόμα νίκησε τους Σαρακηνούς στα δικίμια και στα πηδήματα. Οι Σαρακηνοί τον ελευθέρωσαν και κατά τις οδηγίες της μητέρας του πήγε στο σπίτι του αδελφού του Κωνσταντά, χτύπησε το κρικέλλι και αναγνωρίστηκε από τον αδελφό του. Όταν ο Αντρόνικος αντιλήφθηκε πως ήταν γιος του γέμισε από χαρά:

          ... Απού τ' ακούει Αντρόνικος

          πεττά του ή καρκιά του

70      αρώτησεν τές ρίζες του, τα παπ-

          πογονικά του,

          στήνει τάβλαν ταΐζει τους, ποτή-

          ριν, και κερνά τους.

          Πάνω στά τρία μερόνυχτα πάνω

          στες τρεις ημέρες

          άννοιξεν τές αγκάλες του και τον

          Θεόν δοξάζει:

          - Θεέ κι αν είμαι πλάσμαν σου,

          Χριστέ κι απόκουσέ μου,

75      Θεέ μου και ν' ανέφανεν έναν

          μικρόν φουσάτον

          μήτε πολλά μικρόν νά 'νι μήτε

          πολλά μεάλον

          των εκατόν εξήντα βλάμπουρων

          των εκατόν χιλιάδων

          να 'βκαίνναν τά ξεφτέρκα μου τα

          δύο νά πολεμήσουν...

(Σακελλάριος, Ο. π. π, σ. 11, στ. 69-78) Ο Θεός εισάκουσε την ευχή του Αντρόνικου και σε λίγο τα δυο του ξεφτέρια βγήκαν στον κάμπο και κατάκοψαν ολόκληρο φουσάτο. Πάνω στην έξαψη της μάχης το «μωρό» σκοτώνει τον αδελφό του, του κόβει το κεφάλι και στέλλει «το βλαγκίν» στον πατέρα του.

 

Ο Αντρόνικος είναι πατέρας και του δρακοντοκτόνου Κωνσταντά. Στα ποιήματα αυτά ο Κωνσταντάς με εντολή του βασιλιά σκοτώνει ένα φοβερό δράκοντα αλλά στη συνέχεια φυλακίζεται, γιατί γεμάτος έπαρση προσβάλλει την βασίλισσα. Ο Αντρόνικος παίρνει το μήνυμα από τον «μεσκιανόν» του γιον, οργίζεται και πάει να ελευθερώσει τον Κωνσταντά που νιώθει πολύ ντροπιασμένος:

          ...Κει,  π'  άγροικά  Αντρόνικος,

          άρκώθην κι εθυμώχην,

115    χαμαί ήτουν κι εκάχετουν, παίρ-

          νει τα κι εσηκώχην.

          - Και φέρτε μου τον μαύρον μου,

          τον πετροκαταλύτην,

          που καταλυεί τα σίερα και πίννει

          τον αβρίτην,

          π’αντάν να μείνη νηστικός την

          χώραν του κανεί την

          βάρτε του χάσ'ες δώδεκα και

          μπροστελλήνες τράντα

120    Και ποκοιλίτες δεκατρείς μεν με

          κακο(δ)ικήση,

          κι έναν μαντήλιν φέρτε μου να

          (δ)ήσω το παλόν μου,

          γιατί ο γρόμος εν' μακρύς, μεν

          ταρακτ' ο μυαλός μου.

          φέρτε μου το κοντάριν μου, πον'

          άης Γιώρκης πάνω,

          φέρτε μου το σπαλάγγιν μου το

          γατανο(ρ)αμμένον,

125    απόνι ολομάτζ' ελλον γοιόν ένι

          κρεμμαμένον...

 

(Θ. Παπαδοπούλλου: Δημώδη Κυπριακά άσματα εξ ανεκδότων συλλογών του ΙΘ' αιώνος, Λευκωσία, 1975, αρ. Β. 14 σ. 168, στ. 114-125).

 

Ο Αντρόνικος φθάνει σαν άνεμος στην φυλακή και ελευθερώνει τον Κωνσταντά, που παίρνει τ' άρματα του πατέρα του, νικά τα φουσάτα του βασιλιά και τον ίδιο τον σκοτώνει. (Δες και Π. Ξιούτα, Από τα τραγούδια μας, Λευκωσία, 1938, αρ. 3, σσ. 71-74. Πρβλ. και αυτόθι αρ. 4, σσ. 75-80, καθώς και λήμμα ακριτική ποίηση).