Ετεοκύπριοι

Image

Ο όρος Ετεοκύπριοι υποδηλώνει τους αυτόχθονες ή γνήσιους ή γηγενείς κατοίκους της Κύπρου κατά την Αρχαιότητα. Εκείνους δηλαδή που κατοικούσαν στο νησί πριν από την άφιξη και εγκατάσταση των Αχαιών αποίκων και άλλων, όπως οι Φοίνικες.

 

Ο όρος δεν απαντάται σε αρχαίες φιλολογικές ή άλλες πηγές αλλά αποτελεί εφεύρημα των νεότερων μελετητών, οι οποίοι ονόμασαν έτσι τους «πρώτους Κυπρίους» κατά το πρότυπο του όρου Ετεόκρητες που υποδηλώνει τους αυτόχθονες Κρητικούς και απαντάται στον Όμηρο ( Ὀδύσσεια, Τ, 176):

....ἐν μέν Ἀχαιοί

ἐν δ' Ἐτεόκρητες μεγαλήτορες, ἐν δέ Κύδωνες

Δωριέες τε τριχάικες δῖοί τε Πελασγοί...

 

Μερικοί επιστήμονες υποστήριξαν ότι η χρήση του όρου Ετεοκύπριοι δεν ήταν επιτυχής. Ωστόσο ο όρος καθιερώθηκε και σημαίνει τους Προέλληνες κατοίκους της Κύπρου, των οποίων η παρουσία και δράση στο νησί, μας είναι γνωστή τουλάχιστον από το 6000 π.Χ. περίπου.

 

Δεν είναι αποδεδειγμένο εάν οι Κύπριοι της Νεολιθικής περιόδου είχαν έλθει και εγκατασταθεί στο νησί από τις γειτονικές ηπειρωτικές ακτές (Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη) στις οποίες είναι αποδεδειγμένο ότι υφίσταντο πολιτισμοί αρχαιότεροι από τον Νεολιθικό. Υπάρχει αυτή η θεωρία, όπως υπάρχει και η αντίθετη, ότι οι Κύπριοι της Νεολιθικής περιόδου ήσαν απόγονοι παλαιότερων ακόμη κατοίκων του νησιού, της Μεσολιθικής ή ακόμη και της Παλαιολιθικής περιόδου. Ωστόσο δεν έχουν βρεθεί ακόμη στο νησί αρχαιολογικά ευρήματα που να αποδεικνύουν την ύπαρξη πολιτισμού παλαιοτέρου από τον Νεολιθικό, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.

 

Οι διάφορες ανασκαφές έφεραν σε φως νεολιθικούς οικισμούς στη Χοιροκοιτία, που θεωρείται ο σημαντικότερος, στον Απόστολο Ανδρέα - Κάστρος (ακρωτήρι Αποστόλου Ανδρέα), στο Ιδάλιον - Αγρίδι, στο Τρουλλί, στον Άγιο Επίκτητο - Βρύση, στη Σωτήρα, στη Φιλιά - Δράκος, στην Πέτρα του Λιμνίτη και στην Καλαβασό (δυο συνοικισμοί). Ακόμη, στο Φρέναρος, στον Καταλιόντα και αλλού.

 

Οι πρώτοι Κύπριοι: Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, ο τρόπος ζωής των παλαιότερων Κυπρίων που γνωρίζουμε μπορεί, σε γενικές γραμμές, να περιγραφεί ως εξής:

 

Οι νεολιθικοί Κύπριοι ζούσαν οικογενειακή ζωή και ήσαν οργανωμένοι σε κοινωνικές ομάδες, σε κοινότητες. Έκτιζαν τους οικισμούς τους κυρίως κοντά στη θάλασσα ή και στα ενδότερα αλλά όχι μακριά από την ακτή. Κατοικούσαν κοντά σε πηγές ή ποτάμια απ' όπου εξασφάλιζαν το νερό, αλλά σε λόφους ή καλά προφυλαγμένες πλαγιές λόφων, ώστε να αισθάνονται ασφαλείς. Η πλατιά πεδιάδα της Μεσαορίας, που πρέπει να ήταν καλυμμένη με δάση, ήταν αφιλόξενη γι' αυτούς επειδή, κυρίως, δεν τους παρείχε ικανοποιητική ασφάλεια. Οι κατοικίες τους ήσαν μικρές καλύβες στρογγυλού σχήματος, τοποθετημένες πολύ κοντά η μια στην άλλη, κτισμένες με πέτρες και πηλό. Οι ίδιοι οι κάτοικοι των οικισμών αυτών ασχολούνταν με το κυνήγι, το ψάρεμα, τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Είχαν εξημερώσει διάφορα ζώα, όπως το πρόβατο, την αίγα και τον χοίρο. Τα εργαλεία τους ήσαν λίθινα, ξύλινα και οστέινα. Τα φορέματά τους ήσαν κατασκευασμένα από δέρμα και μαλλί ζώων. Πολύ νωρίς είχαν χρησιμοποιήσει τον πηλό με τον οποίο κατασκεύαζαν έργα τέχνης αλλά και αγγεία. Ένα ανθρώπινο κεφάλι από άψητο πηλό, που βρέθηκε στη Χοιροκοιτία, καθώς και πολλά άλλα λίθινα ειδώλια, μαρτυρούν όχι μόνο αισθητική καλλιέργεια των νεολιθικών Κυπρίων, αλλά, πιθανότατα, και ότι είχαν την έννοια του θείου (θεϊκού), τελώντας μάλιστα και κάποιες λατρείες. Το αρκετά ανεπτυγμένο καλλιτεχνικό τους αισθητήριο αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από τον εγχάρακτο ή ανάγλυφο διάκοσμο των αγγείων τους και από το γεγονός ότι κατασκεύαζαν κοσμήματα. Είχαν, ακόμη, ταφικά έθιμα, με τον νεκρό να θάβεται σε αβαθή λάκκο στο δάπεδο της καλύβας του, σε συνεσταλμένη στάση και με συνοδεία αγγείων και κοσμημάτων.

 

Κρίνοντας από την ομοιογένεια των ευρημάτων σε διάφορους οικισμούς, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων τους. Δηλαδή το κάθε μικρό χωριό δεν ήταν απομονωμένο και αύταρκες αλλά συνδιαλεγόταν κι εμπορευόταν με τα άλλα χωριά. Κάποιο είδος υποτυπώδους εμπορίου θα πρέπει να υπήρχε και με τις ακτές της Μικράς Ασίας, επειδή πολλά εργαλεία που βρέθηκαν στην Κύπρο είναι κατασκευασμένα από οψιανό λίθο, είδος πετρώματος που δεν υπάρχει στο νησί και που, συνεπώς, θα πρέπει να μεταφερόταν σ' αυτό.

 

Στον Άγιο Επίκτητο - Βρύση, το σχήμα των κατοικιών είναι ακανόνιστο αντί στρογγυλό, προσαρμοσμένο στην ανώμαλη επιφάνεια του εδάφους. Ένα από τα σημαντικά ευρήματα είναι λίθινος διακοσμημένος φαλλός, απόδειξη ίσως για ύπαρξη λατρείας και τελετών που σχετίζονταν με τη γονιμότητα. Η κεραμική που βρέθηκε στον Άγιο Επίκτητο και στη Φιλιά είναι αξιόλογη. Στην Καλαβασό, οι κατοικίες διαφέρουν από τις υπόλοιπες. Ήσαν ημιυπόγειες, λαξευμένες στον βράχο, με οροφή που στηριζόταν σε ένα κεντρικό πάσσαλο. Αυτή η αρχιτεκτονική θυμίζει παρόμοια στην Παλαιστίνη (Beersheba) πράγμα που οδήγησε στη διατύπωση της θεωρίας ότι νέοι άποικοι είχαν αφιχθεί στην Κύπρο από την Παλαιστίνη. Η θεωρία αυτή επαναλαμβάνεται εξαιτίας της αρχιτεκτονικής των κατοικιών στον οικισμό της Σωτήρας, που παρουσιάζουν σημαντική εξέλιξη: οι κατοικίες είναι συνήθως τετράγωνες, με στρογγυλεμένες γωνιές, υποδιαιρεμένες όμως σε μικρότερους χώρους - δωμάτια, ενώ γίνεται και χρήση της εστίας. Επίσης, στη Σωτήρα οι νεκροί θάβονταν σε νεκροταφεία και όχι μέσα στις καλύβες τους.

 

Χαλκολιθική περίοδος (3000 - 2300 π.Χ.): Κατά την περίοδο αυτή έγινε στην Κύπρο η μεγάλη ανακάλυψη του χαλκού, του οποίου όμως η σημαντική εμπορία και χρήση θα συμβεί κατά την επόμενη περίοδο. Οι κυριότεροι αρχαιολογικοί χώροι αυτής της περιόδου που έχουν ανασκαφεί είναι η Ερήμη, η Σουσκιού, η Καλαβασός Β', η Λάπηθος, η Βασίλεια, η Λέμπα, η Φιλιά Β', η Αμπελικού, η Κυρά, το Διόριος.

 

Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται ν' αναπτύσσεται περισσότερο η δυτική και νοτιοδυτική Κύπρος. Η εξελικτική πορεία όμως των Κυπρίων συνεχίζεται ομαλά, και τα διάφορα στοιχεία προόδου παρουσιάζονται κυρίως στην αρχιτεκτονική και στην κεραμική. Στη γλυπτική υπάρχει επίσης εμφανής εξέλιξη, έχουμε δε μεταξύ άλλων και ειδώλια (από τη Λέμπα και τη Σουσκιού) που παριστάνουν τη θεά της γονιμότητας που θα εξελιχθεί αργότερα σε Αστάρτη και Αφροδίτη.

 

Εποχή του Χαλκού (2300 - 1050 π.Χ.): Η περίοδος αυτή χωρίζεται σε Πρώιμη Χαλκοκρατία (2300 - 1850 π.Χ.), σε Μέση Χαλκοκρατία (1850 - 1600 / 1550 π.Χ.) και σε Ύστερη Χαλκοκρατία (1600 / 1550- 1050π.Χ.). Τα πιο σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν κατά την περίοδο αυτή στη ζωή των Ετεοκυπρίων, είναι τα ακόλουθα:

1. Εντατική εκμετάλλευση του χαλκού (2300 - 2000 π.Χ.). Δημιουργούνται μεταλλεία από τα οποία εξορύσσεται το πολύτιμο μέταλλο το οποίο θα διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στην πάρα πέρα πορεία των Ετεοκυπρίων και της ίδιας της Κύπρου.

2. Εξαιτίας ακριβώς του χαλκού, αρχίζουν οι πρώτες επαφές με την Κρήτη, το Αιγαίο και την Εγγύς Ανατολή (2000- 1850 π.Χ.).

3. Επιδρομές των Υκσώς (1850 - 1600 π.Χ.). Οι επιδρομείς αυτοί, από την Ανατολή, δεν φαίνεται όμως να κατέλαβαν οποιοδήποτε τμήμα του νησιού.

4. Εμφάνιση της Κυπρομινωικής γραφής (1600 – 1450 π.Χ).

5. Άφιξη στην Κύπρο και εγκατάσταση στο νησί των πρώτων Μυκηναίων (Αχαιών) εμπόρων. Η εγκατάστασή τους γίνεται στις παραλιακές πόλεις του νησιού. Την παρουσία τους καταμαρτυρούν, μεταξύ άλλων, και πολλά μυκηναϊκά αγγεία που έχουν βρεθεί στην Κύπρο (1400 -1300 π.Χ.).

6. Αναπτύσσονται πολύ περισσότερο οι επαφές (εμπορικές κυρίως) με το Αιγαίο και την Εγγύς Ανατολή (1300-1230 π.Χ.).

7. Φθάνουν στην Κύπρο, όπου και εγκαθίστανται, οι Αχαιοί άποικοι (1230-1190 π.Χ.). Το μεταναστευτικό ρεύμα των Αχαιών συνεχίζεται μέχρι και το 1050 περίπου, οπότε οι κυπριακές πόλεις καταστρέφονται από σεισμούς. Η ανοικοδόμηση μερικών απ' αυτές και η ίδρυση νέων, ταυτόχρονα δε η οργάνωσή τους κατά τα μυκηναϊκά πρότυπα (πόλεις - βασίλεια) φανερώνει την, από εδώ και πέρα, οριστική κυριαρχία των Ελλήνων στο νησί και σηματοδοτεί την αντίστροφη μέτρηση για την σταδιακή εξαφάνιση των Ετεοκυπρίων.

 

Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία η Κύπρος αναφέρεται σε γραπτές πηγές ως χαλκοπαραγωγός χώρα με την ονομασία Αλασία ή Αλάσια. Ο χαλκός χρησιμοποιείται σε πολύ ευρεία κλίμακα, όχι καθαρός (και χωρίς μεγάλη αντοχή) όπως κατά την Χαλκολιθική περίοδο, αλλά σε κράμα με κασσίτερο (που δίνει ορείχαλκο). Κασσίτερος δεν υπήρχε στην Κύπρο, συνεπώς εισαγόταν από το εξωτερικό, άγνωστο από πού ακριβώς.

 

Η ανακάλυψη, η εκμετάλλευση και η εμπορία του χαλκού άλλαξαν ριζικά την πορεία ζωής των Ετεοκυπρίων: Η οικονομική ευμάρεια, αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης του πολύτιμου μετάλλου, αντικατοπτρίζεται στον πλούτο των κτερισμάτων στους τάφους της περιόδου αυτής. Το εμπόριο του χαλκού σήμαινε συνεχείς επαφές με την Ελλάδα και την Ανατολή. Αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου και των ποικίλων επαφών με άλλους λαούς ήταν η αλματώδης πρόοδος σε όλους τους τομείς. Η πρόοδος αυτή εμφαίνεται και στην αγγειοπλαστική και στις λοιπές τέχνες. Οι οικισμοί που αρχίζουν ν' αναπτύσσονται και να εξελίσσονται, σχετίζονται άμεσα με την επεξεργασία και την εμπορία του χαλκού.

 

Οι Αχαιοί: Η άφιξη και εγκατάσταση στην Κύπρο των Μυκηναίων (Αχαιών, σύμφωνα προς τον Όμηρο) ήταν το σημαντικότερο γεγονός της κυπριακής Προϊστορίας, την οποία και επισφράγισε. Η εγκατάσταση τους στην Κύπρο δεν φαίνεται να είχε γίνει βίαια. Αντίθετα, η ανάμειξή τους με το ετεοκυπριακό στοιχείο και η κυριαρχία τους πάνω σ' αυτό, είχε εξελιχθεί ομαλά. Ωστόσο ο Θεόπομπος αναφέρει (Φώτιος, Βιβλιοθήκη, 176) ότι οι Ἓλληνες οἱ σύν Ἀγαμέμνονι τήν Κύπρον κατέσχον, ἀπελάσαντες τούς μετά Κινύρου, ὣν εἰσίν ὑπολιπεῖς Ἀμαθούσιοι... Δηλαδή αφήνει να υπονοηθεί ότι οι Έλληνες, αυτοί που ήσαν με τον Αγαμέμνονα (= οι Αχαιοί) κατέλαβαν την Κύπρο κι εξεδίωξαν τον λαό του Κινύρα από τον οποίο λαό απομεινάρια είναι οι Αμαθούσιοι.

 

Ο Σκύλαξ, εξάλλου, στο έργο του Περίπλους, γράφει ότι από τις κυπριακές πόλεις είναι ελληνικές η Σαλαμίς, το Μάριον και οι Σόλοι, φοινικικές η Λάπηθος και άλλες, ενώ στα ενδότερα υπάρχουν κι άλλες πόλεις βάρβαροι (= μη ελληνικές). Για την Αμαθούντα όμως γράφει ότι οι κάτοικοί της αὐτόχθονές εἰσιν.

 

Οι αναφορές αυτές του Θεόπομπου και του Σκύλακος ερμηνεύθηκαν με τη θεωρία ότι τελευταίο προπύργιο των Ετεοκυπρίων ήταν η Αμαθούς, στην οποία και είχαν συγκεντρωθεί.

 

Γεγονός όμως είναι ότι η ομαλή εξέλιξη που συμπεραίνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, σημαίνει πως δεν είχαν σημειωθεί στο νησί πολεμικές συγκρούσεις και βιαιότητες, γιατί αν σημειώνονταν, η ομαλή εξέλιξη θα διακοπτόταν απότομα.

 

Οι Αχαιοί έγιναν η άρχουσα τάξη στην Κύπρο. Έφεραν μαζί τους τη θρησκεία, τα ήθη, τα έθιμα, τη γλώσσα, τις τέχνες και τις συνήθειές τους. Τα στοιχεία αυτά αναμείχθηκαν με τα αντίστοιχα των Ετεοκυπρίων και οι μεν άντλησαν πολλά από τους δε. Οι Αχαιοί και οι Ετεοκύπριοι έζησαν στο εξής μαζί στον ίδιο χώρο, όμως, οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ευνοούσαν περισσότερο τους πρώτους σε βάρος των δευτέρων. Ταυτόχρονα, οι Ετεοκύπριοι αλώνονταν σταδιακά και από άλλους που είχαν εγκατασταθεί σε κυπριακές πόλεις, όπως τους Φοίνικες. Ο υψηλός πολιτισμός των Αχαιών όμως, υπερίσχυσε. Σιγά -σιγά οι Ετεοκύπριοι εξελληνίζονταν και αφομοιώνονταν. Μαζί μ' αυτούς, οι Έλληνες αφομοίωσαν και τα σημαντικότερα στοιχεία του πολιτισμού τους, τα οποία και υιοθέτησαν σε εξελληνισμένες και περισσότερο εξελιγμένες μορφές (όπως, για παράδειγμα, θρησκευτικά στοιχεία και μερικές θεότητες).

 

Έτσι, με τον εξελληνισμό και την αφομοίωσή τους από το κυρίαρχο πλέον ελληνικό στοιχείο της Κύπρου, οι Ετεοκύπριοι όλο και λιγόστευαν και, μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, ουσιαστικά εξέλιπαν.

 

Η ετεοκυπριακή γλώσσα: Μεταξύ των πολλών αρχαίων κυπριακών επιγραφών που έχουν βρεθεί, υπάρχουν κι εκείνες που είναι γραμμένες σε συλλαβική γραφή, αλλά σε μια γλώσσα που δεν είναι ελληνική. Η γλώσσα αυτή δεν έγινε μέχρι σήμερα κατορθωτό να αποκρυπτογραφηθεί και να διαβαστεί, παρά τις προσπάθειες. Παραμένει, συνεπώς, άγνωστη ακόμη. Η γλώσσα αυτή πιστεύεται ότι ανήκε στους Ετεοκυπρίους, γι’ αυτό κι επεκράτησε να λέγεται ετεοκυπριακή. Η τελευταία επιγραφή που έχει βρεθεί και που είναι γραμμένη στην ετεοκυπριακή γλώσσα (και ταυτόχρονα σε αλφαβητική ελληνική γλώσσα), προέρχεται από την Αμαθούντα και είναι του 4ου π.Χ. αιώνα. Μετά την εποχή αυτή, δεν έχει βρεθεί καμιά άλλη επιγραφική μαρτυρία περί Ετεοκυπρίων.

 

Πιστεύεται ότι οι Ετεοκύπριοι, που είχαν ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί με τους Αχαιούς, ήσαν πιθανότατα δίγλωσσοι, μιλούσαν δηλαδή και τη δική τους γλώσσα και τη γλώσσα των αποίκων. Ακόμη, είναι φυσικό ότι η μια επηρεάστηκε από την άλλη, όπως και από τρίτες γλώσσες (φοινικική κ.α.).

 

(Βλέπε επίσης λήμματα αγροτική ζωή, Αχαιοί, αρχιτεκτονική [για τις ετεοκυπριακές κατοικίες], αγγειοπλαστική [για τα προελληνικά αγγεία], γλυπτική [για τα προελληνικά αγάλματα], καθώς και χωριστά λήμματα για κάθε αρχαιολογικό χώρο που αναφέρεται στο πιο πάνω κείμενο).

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ