Θεόδωρος ηγεμώνας

Κονσουλάριος(=διοικητής, κυβερνήτης) της Κύπρου κατά και περί το 431 μ.Χ., γνωστός κυρίως από προσπάθεια ανάμειξής του στα εκκλησιαστικά πράγματα του νησιού. Ύστερα από παραστάσεις του πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη, ο κόμης της Εώας (=Ανατολής) Φλάβιος Διονύσιος έγραψε στις 21.5.431 προς τον διοικητή της Κύπρου Θεόδωρο (Θεοδώρῳ τῷ  ἐπιφανεστάτῳ τῆς Κυπρίων ἐπαρχίας ἡγεμόνι...) ζητώντας την επέμβασή του που δυνατόν να ήταν ακόμη και βίαιη, προκειμένου να αποτραπεί εκλογή νέου (αρχι)επισκόπου Κύπρου μετά τον θάνατο του (αρχι)επισκόπου Κωνσταντίας Τρωΐλου που είχε συμβεί λίγο πιο πριν. Επιστολή με την ίδια απαίτηση απέστειλε ο Φλάβιος Διονύσιος την αυτή ημερομηνία και προς τον κλήρο της Κωνσταντίας, την οποία και αποκαλεί μητρόπολιν τῆς Κύπρου.

 

Στην επιστολή του προς τον ηγεμόνα του νησιού ο κόμης της Εώας πρόσθετε πως, εάν η επιστολή έφθανε μετά την εκλογή αρχιεπισκόπου, ο Θεόδωρος έπρεπε να διατάξει τον νεοεκλεγέντα Κύπριο ιεράρχη να μεταβεί αμέσως στην Έφεσο (όπου επραγματοποιείτο η Γ' Οικουμενική Σύνοδος) για να δικαιολογήσει εκεί την εκλογή του.

 

Οι Κύπριοι εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν ενέδωσαν στις απαιτήσεις για ματαίωση της εκλογής νέου αρχιεπισκόπου, οι οποίες εντάσσονταν στο πλαίσιο των προσπαθειών της Εκκλησίας Αντιοχείας να θέσει υπό τον έλεγχό της την Εκκλησία της Κύπρου, πράγματι δε προέβησαν αμέσως στην εκλογή νέου αρχιεπισκόπου και εξέλεξαν τον Ρηγίνο*. Η εκλογή του συνέβη πιθανότατα λίγο πριν παραλάβει τα σχετικά διατάγματα ο Θεόδωρος, σύμφωνα όμως με την εντολή του Φλαβίου Διονυσίου προς τον Θεόδωρο, ο Ρηγίνος αναχώρησε αμέσως, συνοδευόμενος από τους επισκόπους Πάφου Σαπρίκιον, Κουρίου Ζήνωνα, Σόλων Ευάγριον, καθώς και από τον πρωτοπαπά Καισάριον, στην Έφεσο όπου η εκλογή του κάθε άλλο παρά αμφισβητήθηκε.