Καϊμέ kaime

Image

Χάρτινα γρόσια που εισήχθησαν στην Κύπρο λίγο πριν από το τέλος της Τουρκοκρατίας, το 1876 και 1877, ως μη μετατρέψιμα, με ονομαστική αξία 5, 10, 20, 50 και 100 γροσιών.

 

Όμως, εξαιτίας της προτίμησης που υπήρχε προς τα μεταλλικά γρόσια, τόσο για πρακτικούς όσο και οικονομικούς λόγους, έγιναν αποδεκτά από τον κόσμο μόνο ύστερα από πολύ μεγάλη επιμονή και επανειλημμένες προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης.

 

Τα καϊμέ εκδόθηκαν για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1876. Όταν εκδόθηκαν ήσαν ισότιμα με τα χάλκινα γρόσια, αλλά λίγο αργότερα υποτιμήθηκαν τόσο τα καϊμέ όσο και τα χάλκινα γρόσια έτσι που και των δυο η ισοτιμία υποβιβάστηκε σε 160 για κάθε χρυσή τουρκική λίρα. Η υπερβολική έκδοση του χάρτινου αυτού γροσιού πολύ γρήγορα οδήγησε σε περαιτέρω υποτίμησή του έτσι που το 1878 μια χρυσή τουρκική λίρα ισοδυναμούσε με 315 - 325 καϊμέ.

 

Όταν τον Ιούλιο του 1878 ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Κύπρου ο Άγγλος ναύαρχος Hay μαζί με τα άλλα τουρκικά νομίσματα - τη χρυσή τουρκική λίρα με τις υποδιαιρέσεις και τα πολλαπλάσιά τους, τα ασημένια μετζίτικα με τις υποδιαιρέσεις και τα πολλαπλάσιά τους, τα χάλκινα γρόσια με τις υποδιαιρέσεις τους και τα μεταλλικά νομίσματα που αποτελούνταν από ευτελέστερο μέταλλο με τις γνωστές σειρές του μπεσλίκ και του αλτιλίκ - στην κυκλοφορία υπήρχαν και τα χάρτινα γρόσια καϊμέ. Οι καθημερινές συναλλαγές μεταξύ του πληθυσμού γίνονταν τόσο με καϊμέ όσο και με χάλκινα και μεταλλικά γρόσια. Όμως όλοι οι φόροι καταβάλλονταν αποκλειστικά σε χάρτινα γρόσια καϊμέ.

 

Τα καϊμέ διατηρήθηκαν στην κυκλοφορία και κατά τον πρώτο χρόνο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο. Αν και οι πληρωμές θα έπρεπε να γίνονται σε «καλό» χρήμα, κυρίως σε αγγλικά νομίσματα, ναπολεόνια, τουρκικές λίρες και μετζίτικα, το υποτιμημένο τουρκικό χρήμα δεν μπορούσε να παραμεριστεί πλήρως. Έτσι η αγγλική κυβέρνηση του νησιού δέχθηκε όπως οι φόροι και τα τέλη που θα πληρώνονταν μέχρι την 1η Απριλίου του 1879, εκτός των άλλων νομισμάτων, καταβληθούν επίσης σε καϊμέ και μεταλλικά νομίσματα. Η πολιτική αυτή φανέρωνε την πρόθεση της αγγλικής κυβέρνησης ν' απαλλαγεί από το υποτιμημένο «κακό» νόμισμα, χρησιμοποιώντας όσες ποσότητες θα μπορούσαν να συσσωρευθούν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο ως μέρος της ετήσιας πληρωμής που θα έπρεπε να καταβάλλεται στην Πύλη. Το ποσό αυτό καταβαλλόταν σύμφωνα με τους όρους της «αμυντικής συμφωνίας» της 4ης Ιουνίου του 1878, βάσει της οποίας η Τουρκία εκχωρούσε την Κύπρο στην Αγγλία. Έτσι, αφ' ενός με το ν' αποδεχθεί τις καθορισμένες ισοτιμίες των καϊμέ και αφ' ετέρου με το να επιστρέψει στην Τουρκία το υποτιμημένο αυτό νόμισμα, η βρετανική κυβέρνηση επεδίωκε να θέσει το νομισματικό σύστημα πάνω σε πιο σταθερή βάση και ν' απαλλάξει έτσι την οικονομία του νησιού από τις χειρότερες μορφές νομισμάτων.

 

Τα καϊμέ αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Cyprus Gazette στις 13 Μαρτίου 1879. Στο διάταγμα αυτό αναφερόταν ότι μετά την 31 Μαρτίου 1879 τα καϊμέ δεν θα γίνονταν πλέον δεκτά σε κανένα κρατικό ταμείο. Ήδη με το ίδιο διάταγμα τα μεταλλικά γρόσια και οι σειρές του αλτιλίκ και μπεσλίκ είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία από τις 13 Μαρτίου του ίδιου χρόνου.

 

Όπως αναφερόταν στην όψη τους, τα χαρτονομίσματα καϊμέ έπρεπε να γίνονται δεκτά από τα ταμεία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ονομαστική τους αξία. Στο πίσω μέρος κάθε χαρτονομίσματος καϊμέ υπήρχε μια στρογγυλή σφραγίδα του υπουργείου Οικονομικών και επιπρόσθετα μια άλλη σφραγίδα αυγοειδούς σχήματος που έφερε τον αριθμό της σειράς και το έτος της έκδοσής του από την Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα, που είχε και την ευθύνη για τον έλεγχο της έκδοσης. Για να διευκολυνθεί η εισαγωγή του στην κυκλοφορία, είχε ληφθεί επίσημη απόφαση όπως όλοι οι μισθοί πληρώνονται σε καϊμέ.

 

Στην αρχή τα καϊμέ έγιναν αποδεκτά στην ονομαστική τους αξία απ' όλα τα αυτοκρατορικά ταμεία για τις πληρωμές των φόρων αλλά δεν έγιναν αποδεκτά από τα τελωνεία, τα ταχυδρομεία και τα τηλεγραφεία όπου γίνονταν δεκτά μόνο χρυσά και αργυρά νομίσματα. Αρχικά δεν προβλεπόταν ότι η ισοτιμία των καϊμέ θα μπορούσε να πέσει πέραν του 7-9% κάτω από την αξία του χρυσού, δηλαδή θεωρήθηκε ότι θα είχαν την ίδια αξία με εκείνη των μπεσλίκ. Η ποσότητα των καϊμέ που εκδόθηκε το 1879 αντιπροσώπευε αξία ίση με 6 εκατομμύρια τουρκικές λίρες. Όμως, επειδή ήσαν ανασφαλή και μη μετατρέψιμα, τα καϊμέ υποτιμώντο διαρκώς, γεγονός που το 1879 ανάγκασε την Πύλη ν' αποκηρύξει την αποδοχή τους.

 

Παρά το γεγονός ότι όταν οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κύπρο τα καϊμέ εχρησιμοποιούντο σε αρκετό βαθμό στις καθημερινές συναλλαγές, ένα μόνο χρόνο μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους η χρήση τους εγκαταλείφθηκε. Γι' αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο έγινε τούτο. Μετά την αλλαγή της διοίκησης οι ντόπιοι έμποροι αρνούνταν να δεχθούν τα καϊμέ για την πληρωμή της αξίας των εμπορευμάτων και κατά παράκληση του κοινού ο ύπατος αρμοστής σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ δήλωσε επίσημα ότι αυτοί δεν ήσαν υπόχρεοι να τα δέχονται. Ακόμη ανέφερε πως παρά το γεγονός ότι η αγγλική κυβέρνηση θα πλήρωνε όλους τους μισθούς σε «καλό» νόμισμα, τον χρόνο εκείνο θα δεχόταν όπως η πληρωμή των φόρων γίνει σε καϊμέ.

 

Λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση του ύπατου αρμοστή, τα χαρτονομίσματα καϊμέ αποσύρθηκαν από την κανονική κυκλοφορία και αφέθηκαν εντελώς στα χέρια των εμπόρων, οι οποίοι με τη σειρά τους τα πώλησαν σ' όσους είχαν να πληρώσουν φόρους. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν τα καϊμέ να συγκεντρωθούν εξ ολοκλήρου στα ταμεία της αγγλικής διοίκησης. Αυτός εξάλλου ήταν και ο απώτερος σκοπός του ύπατου αρμοστή, που επεδίωκε όπως η διοίκησή του απαλλαγεί από όλα τα εξευτελισμένα και υποτιμημένα τουρκικά νομίσματα, χρησιμοποιώντας τα για να πληρώσει στην Πύλη τον ετήσιο φόρο υποτέλειας, που προβλεπόταν από τη συμφωνία του 1878 και ανερχόταν σε 92.799 λίρες. Εντούτοις στις 31 Μαρτίου του 1879, σχεδόν αμέσως μετά που εγνώσθη ότι η Πύλη αποκήρυξε τα καϊμέ, η αγγλική διοίκηση του νησιού αναγκάστηκε να τα αποσύρει από την κυκλοφορία, θέτοντας έτσι τέρμα στην τριετή χρήση τους στο νομισματικό σύστημα της Κύπρου.

Φώτο Γκάλερι

Image