Σαλβατόρ Λουίς

Η Λευκωσία με τα μάτια ενός νεαρού αρχιδούκα

Image

Στο πλαίσιο αυτό επισκέφθηκε και την Κύπρο και ένα από τα βιβλία του αφορά τη Λευκωσία την οποία επισκέφθηκε προς το τέλος της Οθωμανοκρατίας. Το βιβλίο γράφτηκε λίγα χρόνια πριν παραχώρηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς στη Βρετανία. Ο Λουίς Σαλβατόρ  γεννήθηκε στη Φλωρεντία στις 4 Αυγούστου 1847 και πέθανε στη Βοημία στις 12 Οκτωβρίου 1915.

 

Οικογένεια

Ο Λουδοβίκος Σαλβατόρ ήταν γιος του Λεοπόλδου Β της Τοσκάνης και της Μαρίας Αντωνίας των Δύο Σικελιών. Το  πλήρες όνομά του ήταν Λουδοβίκος Σαλβάτορ Μάριος Ιωσήφ Ιωάννης Βαπτιστής Δομίνικος Ραϊνέριος Φερδινάνδος Κάρολος Ζηνόβιος Αντωνίνος.

 

Ταξίδια

Αρχίζει τα ταξίδια σε πόλεις της Ευρώπης, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Λουδοβίκος, Κόμης του Νόιντορφ και το 1868, γράφει τα δυο πρώτα του βιβλία, για τη Βενετία και τη Βαλένθια. Στη συνέχεια γράφει το πρώτο από τη σειρά των εννέα βιβλίων του για τις Βαλεαρίδες και το 1869 το Tabulae Ludovicianae, ένα τρίγλωσσο ερωτηματολόγιο (στα γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά) ένα εργαλείο που βοήθησε σημαντικά στη σχολαστική και σφαιρική συλλογή πληροφοριών στα ταξίδια του. Όταν πέθανε ο πατέρας του το 1870, κληρονόμησε τον πύργο τους στη Βοημία και συνέχισε τα ταξίδια, αγοράζοντας το 1871 εκτάσεις στη Μαγιόρκα όπου στη συνέχεια έμενε όσο καιρό δεν ταξίδευε. Τον επόμενο χρόνο απέκτησε το πρώτο του σκάφος, το NIXE I (Γοργόνα Ι), με το οποίο ταξίδεψε σε όλη τη Μεσόγειο. Όταν ναυάγησε, αγόρασε άλλο πλοίο, το οποίο ονόμασε NIXE II. Μέχρι το τέλος της ζωής του εξέδιδε δύο βιβλία τον χρόνο, ανάμεσα στα οποία και βιβλία για περιοχές της Ελλάδας. Σε αυτά αναπαραγόταν σημαντικός αριθμός σχεδίων του Σαλβατόρ.

 

Στη Λευκωσία

Ο Λουίς Σαλβατόρ έγραψε το βιβλίο «Λευκωσία, η πρωτεύουσα της Κύπρου». Στα Γερμανικά φέρει τον τίτλο «Levkosia, die Hauptstadt von Cypern». Το ββιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Φώφη Μυριανθούση-Νεοφύτου και παρουσιάστηκε από τη Λουκία Λοΐζου Χατζηγαβριήλ, διευθύντρια του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, την Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023 στο Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας.

 

Το βιβλίο «Λευκωσία, η πρωτεύουσα της Κύπρου» βασίζεται στην αγγλική επανέκδοση του 1983 από τον εκδοτικό οίκο Trigraph του Λονδίνου, από σωζόμενο αντίτυπο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης. Στις σελίδες της έκδοσης η Λευκωσία παρουσιάζεται πέντε χρόνια πριν από την αγγλική κατοχή, με τη ρομαντική ματιά του νεαρού αρχιδούκα Louis Salvator κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο το 1873. Τις εμπεριστατωμένες περιγραφές του για το φυσικό και δομημένο περιβάλλον της πόλης, την αρχιτεκτονική της, τις συνήθειες, τα έθιμα και την ενασχόληση των κατοίκων της ζωντανεύουν επιπρόσθετα με λεπτομέρεια και ευαισθησία τα σχέδια του Salvator για αυτήν τη σπουδαία, τότε, πόλη του παλιού Λεβάντε.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

Κεφάλαιο VII: Πληθυσμός - Συνήθειες - Ψυχαγωγία - Αρχές

«Ο πληθυσμός της Λευκωσίας είναι περίπου 20.000. Ο ακριβής αριθμός των κατοίκων δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί διότι οι γυναίκες δεν περιλαμβάνονται στην απογραφή. Η πλειονότητα των κατοίκων είναι Τούρκοι, παρόλο που ο αριθμός και για τους Έλληνες είναι κάπου κοντά. Υπάρχουν επίσης μερικοί Αρμένιοι και περίπου 80 με 90 Ρωμαιοκαθολικοί. Εβραίοι δεν υπάρχουν καθόλου.

Οι Τούρκοι της Λευκωσίας έχουν συνήθως φρύδια σε περίεργα σχήματα που φυτρώνουν προς τα πάνω και φτάνουν μέχρι σχεδόν το μισό τους μέτωπο, στόμα πλατύ, μάτια μεγάλα, σκούρα καστανά με μεγάλες βλεφαρίδες και τα μάτια τους είναι κουρεμένα με τον συνηθισμένο οθωμανικό τρόπο. Οι περισσότεροι από αυτούς φορούν πράσινογαλανα πουκάμισα που τους ταιριάζουν πολύ και διακρίνονται από τα πλατιά λευκά τους παντελόνια και τα πολύχρωμα επιπλέον είδη ρουχισμού τους. Βγαίνοντας έξω στον δρόμο, οι γυναίκες φορούν κάτασπρα πανωφόρια και από κάτω πολύ συχνά πολυτελή μεταξωτά φορέματα. Οι Αρμένισσες ντύνονται με παρόμοιο τρόπο, οι δε άντρες 'αλά φράγκα' δηλαδή με τον ευρωπαϊκό τρόπο.

 

Οι χριστιανοί είναι μια εκλεπτυσμένη φυλή, όμως συχνά χάνουν από το παρουσιαστικό τους εξαιτίας της μεγάλης τους μύτης. Φορούν μακριά φουσκωτά παντελόνια, τα οποία συχνά στερεώνουν πίσω στη ζώνη για να μην πηγαινοέρχονται σε κάθε τους βήμα. Τον χειμώνα μόνο φοράνε κάλτσες και μπότες. Σχεδόν όλες οι γυναίκες φορούν φέσι ή κόκκινο σκούφο στο κεφάλι που δένεται στο μέτωπο με μια λωρίδα υφάσματος, το λεγόμενο 'σκούφωμα', με ένα μαντήλι από πάνω. Μερικές φορές φοράνε μόνο το μαντήλι. Όταν ασπρίσουν τα μαλλιά τους τα βάφουν κόκκινα με χέννα, αυτήν που χρησιμοποιούν και οι μουσουλμάνες για τα νύχια τους. Τοποθετούν τη βαφή το βράδυ και το πρωί τα μαλλιά είναι εντελώς κόκκινα. Οι χριστιανοί, αλλά περισσότερο οι μουσουλμάνοι, βάφουν τα βλέφαρα και τα φρύδια των παιδιών με μια μαύρη βαφή που ονομάζεται χόλλα μαύρη (holla mavri).

 

Η γλώσσα των Τούρκων της Κύπρου είναι αμιγής. Λένε πως είναι η καλύτερη μετά από εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα, η κυπριακή ελληνική είναι πιο πολύ διάλεκτος και περιέχει πολλές ιταλικές λέξεις όπως πέτρα, πόρτα, τάβολα, μπουνάτσα κ.λπ. και επίσης αρκετές οθωμανικές εκφράσεις. Η οθωμανική είναι αυτή που πιο γενικά χρησιμοποιείται στη Λευκωσία. Βρήκαμε πολύ λίγους άντρες που δεν μπορούσαν να μιλήσουν αυτή τη γλώσσα και πάρα πολλούς που μιλούσαν μόνο αυτή. Ακόμα και οι περισσότερες Ελληνίδες είναι απόλυτα εξοικειωμένες με την τουρκική. Μπορούμε να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο πως Έλληνες και Τούρκοι αντί να λένε όχι, συνηθίζουν να σηκώνουν το κεφάλι τους προς τα πάνω χωρίς να λένε λέξη, σε ένδειξη ένδειξη άρνησης».

***

«Οι νεαροί μουσουλμάνοι όταν γίνουν 18 χρονών πρέπει να καταταγούν στον στρατό. Παρέμειναν στο νησί, όμως από τον προηγούμενο χρόνο μεταφέρονται αλλού. Οι χριστιανοί πληρώνουν από τη μέρα που θα γεννηθούν 27 και μισό γρόσια περίπου (περίπου μια γκινέα) τον χρόνο και απαλλάσσονται από τον στρατό. Υπάρχουν επίσης χριστιανοί, οι οποίοι προσποιούνται ότι είναι μουσουλμάνοι και αποκαλούνται λινοβάμβακοι, που σημαίνει μισό λινό μισό βαμβάκι. Όταν φτάσουν στην ηλικία για να πάνε στρατό, θα ήθελαν να ξαναγίνουν πάλι χριστιανοί, όμως γνωρίζουν ότι ούτως ή άλλως η κυβέρνηση θα τους εντάξει λέγοντας ότι είναι παράνομο να απαρνηθούν τον μωαμεθανισμό. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν επιχειρούν καθόλου αυτή τη διαδικασία».

***

«Οι κάτοικοι φιλεύουν πάντα τους επισκέπτες τους με μαρμελάδα από πεπόνια, κεράσια, κυδώνια, βερίκοκα, χυμό από μόσφιλα ή πέταλα τριαντάφυλλου. Μαζί με αυτό το γλυκό, τατλί στα τουρκικά και γλυκόν στα ελληνικά οι υπηρέτες φέρνουν μικρά καλαθάκια καμωμένα από ασημένιο σύρμα με μικρά διακοσμημένα κουταλάκια. Αυτά τα καλαθάκια είναι χωρισμένα σε δύο θήκες, η μία για τα καθαρά κουταλάκια και η άλλη για εκείνα που έχουν χρησιμοποιηθεί. Μετά από αυτό έρχεται ο καφές που σύμφωνα με τις συνήθειες των Τούρκων κυρίως, είναι ένδειξη για την ώρα αναχώρησης. Αν ο επισκέπτης γίνεται κουραστικός για τον οικοδεσπότη ακολουθεί πολύ σύντομα ένας δεύτερος καφές, ενώ αν είναι ευπρόσδεκτος περιμένει αρκετά για τον καφέ του. Μετά τον καφέ προσφέρονται συνήθως τσιγάρα και ο υπηρέτης φέρνει μικρά μπρούτζινα πιατάκια για τη στάχτη».

***

«Η Λευκωσία είναι η έδρα του πασιά ή κυβερνήτη του νησιού, ο οποίος παίρνει μισθό 3.500 πιάστρες, (περίπου 35 λίρες τον μήνα). Υπάρχει επίσης ένας καϊμακκάμης και ένας Αρχιεπίσκοπος ο οποίος ντύνεται στα μοβ, υπογράφει με κόκκινο μελάνι και καλείται μακαριότατος, ο αγιότατος. Είναι ο αρχηγός της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου. Επίσης εδώ κατοικεί ο πρόεδρος του μοναστηριού του Κύκκου, που είναι το πλουσιότερο μοναστήρι του νησιού. Ο πρόεδρος είναι τελείως ανεξάρτητος από τον Αρχιεπίσκοπο. Εδώ βρίσκεται επίσης ο Αρμένιος αρχιμανδρίτης. Μόνο η Ελλάδα, η Αυστρία και η Γαλλία έχουν προξενείο στο νησί».

 

 

Πηγές:

  1. Wikipedia
  2. Πολιτης: Η Λευκωσία μέσα από το ημερολόγιο ενός νεαρού αρχιδούκα

Φώτο Γκάλερι

Image
Image