Νεοκλής Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρος

Πολιτικές Δολοφονίες

Image

Στις 16 Αυγούστου 1961, ακριβώς έναν χρόνο μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, δολοφονήθηκαν δυο αγωνιστές της ΕΟΚΑ, οι Νεοκλής Παναγιώτου από την Παραμύθα και ο Ευριπίδης Νούρος από την Απεσιά.

 

Οι δύο αγωνιστές είχαν κληθεί την ίδια μέρα  για ραντεβού στο ΡΙΚ, υπό το κάλυμμα πιθανής πρόσληψης, αλλά δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ κατά την επιστροφή τους από τη Λευκωσία κοντά στον αστυνομικό σταθμό Μονής. Τρεις άνδρες εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά τους και γάζωσαν το αυτοκίνητο τους. Ο Παναγιώτου δέχτηκε 24 σφαίρες, ο Νούρος 2 σφαίρες. 

 

Σύμφωνα με άκρως εμπιστευτική επιστολή του ανώτερου αξιωματικού της Αστυνομίας/ΚΥΠ Γ. Λαγοδόντη προς τον Πρόεδρο Μακάριο, οι δολοφονίες είχαν πολιτική εντολή—μια υπουργική οδηγία—και εκτελέστηκαν από πρόσωπα της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών, με όπλα της ίδιας Υπηρεσίας.

 

Η Αστυνομία παραδέχθηκε ότι το έγκλημα διερευνήθηκε και χαρακτηρίστηκε ως πολιτικό, ωστόσο αρχειοθετήθηκε ως ανεξιχνίαστο στις 19 Φεβρουαρίου 1962.

 

Ο Νεοκλής Παναγιώτου μετά την Ανεξαρτησία ήταν ο Γραμματέας του Παγκύπριου Συνδέσμου Αγωνιστών (ΠΣΑ) Λεμεσού. Ο Νούρος ήταν επίσης μέλος του ΠΣΑ Απαισιάς. Και οι δύο χαρακτήριζαν τους εαυτούς τους Ενωτικούς και ήταν εκ των διαφωνούντων αγωνιστών με την υπογραφή των συνθηκών Ζυρίχης -Λονδίνου.

 

Αντιπαλότητες

Τα κίνητρα της δολοφονίας ως εκ τούτου ήσαν καθαρά πολιτικά. Οι δύο αγωνιστές ήσαν μέλη του ενωτικού αντιζυριχικού κινήματος. Λόγω αυτής της δράσης τους εκτιμάται ότι ήσαν ενοχλητικοί για κάποιους στο χώρο της Κυβέρνησης Μακαρίου. Με βάση πληροφορίες από το Υπουργείο Εσωτερικών με πολιτικό προϊστάμενο τότε τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, οι δύο αγωνιστές "κατηγορούσαν τον αρχιεπίσκοπο γιατί υπέγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης,  ότι βρίσκονταν σε επικοινωνία με τον στρατηγό Γρίβα για μεταφορά όπλων στην Κύπρο και ότι σχεδίαζαν να  δολοφονήσουν τον υπουργό εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη".

 

Για τους λόγους αυτούς αποφασίστηκε η εκτέλεσή τους, παρότι οι ίδιοι δεν συνελήφθησαν ποτέ, δεν ανακρίθηκαν και κυρίως δεν προέκυψε τίποτε από τις κατηγορίες που διατυπώνονταν εναντίον τους.  Ο σχεδιασμός της δολοφονίας τους επιβεβαιώνεται  σύμφωνα με κάποιους από τον αξιωματικό της Υπηρεσίας Πληροφοριών Γ. Λαγοδόντη στην επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Επιβεβαιώνεται επίσης ότι την εκτέλεσή τους έπραξαν μέλη της ΚΥΠ και ότι χρησιμοποιήθηκε όπλο της Υπηρεσίας.

 

Η επιστολή 

Στην 17σέλιδη επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο Γεώργιος Λαγοδόντης αναλύει με λεπτομερέστατες αναφορές το σκηνικό το οποίο είχε διαδραματισθεί περίπου 40 ημέρες πριν το στυγερό έγκλημα. Αναφέρεται σε τρεις συσκέψεις οι οποίες είχαν προηγηθεί, με τη συμμετοχή ενός υπουργού (οι αναφορές του αφορούν τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη) και 4-5 αξιωματικών της Αστυνομίας αλλά και μερικών άλλων. Σε αυτές κυρίαρχο θέμα ήσαν οι πληροφορίες τις οποίες επικαλούντο ότι σχεδιαζόταν η δολοφονία του υπουργού και ότι το σχέδιο θα εκτελούσαν οι Παναγιώτου και Νούρος. Σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Λαγοδόντης, αν και υπήρξε κοινή θέση των υπολοίπων ότι οι δύο αγωνιστές της ΕΟΚΑ έπρεπε να εκτελεστούν, εντούτοις, τελικά επικρατούσε η δική του πρόταση να παρακολουθούνται και όταν θα έρχονταν από την Λεμεσό στην Λευκωσία να συλλαμβάνονταν και να ανακρίνονταν.

 

Ραντεβού Θανάτου

Μέχρι τη μοιραία ημερομηνία της 16ης Αυγούστου 1961, όταν εν αγνοία τους, οι  Νεοκλής και Νούρος έκλειναν ραντεβού θανάτου στην πρωτεύουσα.

 

Εκείνην την ημέρα, οι Παναγιώτου και Νούρος είχαν προσκληθεί στο ΡΙΚ με σκοπό να διευθετηθεί η πρόσληψή τους στο ίδρυμα. Όταν αφίχθηκαν στην πρωτεύουσα με δικό τους όχημα, αντιλήφθηκαν ότι τελούσαν υπό στενή παρακολούθηση από όχημα με αριθμό εγγραφής Β270 στο οποίο επέβαιναν τέσσερα άτομα. Πρώτα επισκέφθηκαν το ιατρείο του Ανδρέα Λάμπρου, γενικού  γραμματέα του Παγκυπρίου Συνδέσμου Αγωνιστών (σ.σ. ενωτικό αντιζυριχικό κίνημα). Ανήσυχοι, όμως, στη συνέχεια μετέβησαν στην αστυνομική διεύθυνση Λευκωσίας, όπου παραπονέθηκαν στον αστυνόμο για την παρακολούθησή τους. Μάλιστα, έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι το όχημα το οποίος τους παρακολουθούσε είχε σταθμεύσει στο χώρο στάθμευσης της αστυνομικής διεύθυνσης Λευκωσίας.

 

Ο αστυνόμος τους καθησύχασε ότι δεν υπήρχε κανένα θέμα μαζί τους. Δεν πείστηκαν και θορυβημένοι αναχώρησαν στις 1.30 μ.μ. από την Λευκωσία για να επιστρέψουν στην Λεμεσό. Είχαν σταματήσει να τους παρακολουθούν. Γύρω στις 2.30 μ.μ. είχαν φτάσει από τον παλιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού κοντά στον αστυνομικό σταθμό Μονής.  Τότε, πετάχτηκαν μπροστά τους τρεις τύποι. Ο ένας τους σημάδεψε με ένα Στέρλινγκ και τους γάζωσε μέχρι που άδειασε η γεμιστήρα. Το όχημα των δύο αγωνιστών είχε γίνει κόσκινο και βρέθηκε στο χαντάκι. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, στο κορμί του Νεοκλή Παναγιώτου καρφώθηκαν 24 σφαίρες και στους Ευριπίδη Νούρου δύο.

Λίγα λεπτά αργότερα, ένας περαστικός διαπίστωσε το φρικτό έγκλημα και ειδοποίησε τον αστυνομικό σταθμό Μονής. Ο Παναγιώτου ήταν ηδη νεκρός ενώ ο Νούρος ψυχορραγούσε και απεβίωσε λίγο αργότερα.

 

Πολιτική δολοφονία 

Το γεγονός ότι η δολοφονία των Παναγιώτου και Νούρου είχε πολιτικά κίνητρα παραδέχεται και η Αστυνομία. Σε επιστολή ημερ. 18 Απριλίου 2022 του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας προς τον δικηγόρο των οικογενειών κ. Αχιλλέα Αιμιλιανίδη αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορώ ότι μετά από εξετάσεις και διερεύνηση της υπόθεσης από το ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου, η υπόθεση στάληκε στον Βοηθό Αρχηγό (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας για οδηγίες ως προς τον παραπέρα χειρισμό της.

 

Από την διερέυνηση που έγινε, διαπιστώθηκε ότι για τις πιο πάνω δολοφονίες σχηματίστηκαν οι ποινικοί φάκελοι, ΜΟΝΗ20/61 και 21/61. Τα κίνητρα των δολοφονιών φαίνεται να ήταν πολιτικού χαρακτήρα. Και οι δύο υποθέσεις αρχειοθετήθηκαν ως ανεξιχνίαστες στις 19/02/1962. Να σημειωθεί ότι παρόλες τις προσπάθειες που έγιναν για εντοπισμό των δύο πιο πάνω φακέλων, αυτοί δεν εντοπίστηκαν.

 

Παρακαλώ όπως μετά από οδηγίες του Βοηθού Αρχηγού (Ε) ενημερωθείτε ότι οι δύο πιο πάνω φάκελοι αφού εξαντλήθηκαν όλα τα ενδεχόμενα και λόγω του χρόνου που παρήλθε, δεν εντοπίζονται».

 

Οι συγγενείς 

Το στυγερό έγκλημα παρέμεινε έκτοτε, για χρόνια, ανεξιχνίαστο. Παρά το ότι υπήρξαν μαρτυρίες, στοιχεία και ντοκουμέντα στα οποία κατονομάζονταν τόσο οι φυσικοί όσο και οι ηθικοί αυτουργοί, ουδείς συνελήφθη και ουδείς δικάστηκε. Οι οικογένειες των δύο δολοφονηθέντων αγωνιστών έσπασαν τη σιωπή χρόνων και με επιστολή του δικηγόρου Αχιλλέα Αιμιλιανίδη στην 1η Δεκεμβρίου 2021, αποτάθηκαν στην Πολιτεία και ζητησαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη να ξεκινήσει έρευνα. Δεν έγινε καμία έρευνα. Είκοσι μήνες μετά έστειλαν νέα επιστολή στον πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη και πάλιν χωρίς ανταπόκριση.

 

 

Πηγές:

  1. Polignosi
  2. Φιλελεύθερος: Ζωντανεύει η δολοφονία των αγωνιστών Παναγιώτου και Νούρου
  3. Φιλελεύθερος: Επανέρχονται για Νούρο και Παναγιώτου
  4. Ιστορικές Μνήμες ΕΟΚΑ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image