Η οδός Μαρίκας Κοτοπούλη πήρε το όνομά της από την Ελληνίδα ηθοποιό. Η Μαρίκα Κοτοπούλη (1887–1954) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού θεάτρου. Από νεαρή ηλικία ανέβηκε στη σκηνή και το 1901 δημιούργησε τον δικό της θίασο, μέσα από τον οποίο ανέδειξε έργα του κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, συμβάλλοντας καθοριστικά στην καλλιτεχνική αναγέννηση της εποχής.
Σημαντική στιγμή στην πορεία της υπήρξε η συμμετοχή της το 1903 στην Ορέστεια του Αισχύλου, όταν η απαγγελία του αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσα προκάλεσε τα γνωστά «Ορεστειακά», βίαιες αντιδράσεις με τραυματίες και έναν νεκρό — γεγονός που σημάδεψε την πολιτιστική ιστορία της Ελλάδας.
Βλέπε λήμμα: Θέατρο- Ελλαδίτες καλλιτέχνες στην Κύπρο
Ο θίασός της ήταν από τους πρώτους που επισκέφθηκαν την Κύπρο, γεγονός που προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό, καθώς έφερε το κυπριακό κοινό πιο κοντά στην ελληνική θεατρική παράδοση και ενίσχυσε τους πολιτιστικούς δεσμούς Ελλάδας–Κύπρου. Η πρώτη της εμφάνιση στο νησί έγινε τον Μάρτιο του 1925, με παραστάσεις σε όλες τις μεγάλες πόλεις, παρουσιάζοντας τόσο σύγχρονα έργα όσο και αρχαίες τραγωδίες. Ο Θίασός της αποτελείτο από τους Αιμίλιο Βεάκη (1884-1951), ο Βασίλης Λογοθετίδης (1898- 1960).
Η Κοτοπούλη με τον θίασο της έδωσε την πρώτη παράσταση στις 25 Μαρτίου του 1927 στη Λεμεσό, γεγονός που καλήφθηκε από τον κυπριακό τύπο. Συγκεκριμένα, η εφημερίδα Αλήθεια ημερομηνίας 25 Μαρτίου 1927 αναφέρει ότι "ο μέγας και φωτεινός αστέρας του θεάτρου, της μεγάλης τέχνης ή θερμουργός ιέρεια του Ελληνικού Πνεύματος, ο κυριώτερος απόστολος ό λεπτότερος ερμηνευτής ευρίσκεται από σήμερον μεταξύ μας και από σήμερον πατεί την Κυπριακήν γήν. Από σήμερον ή Λεμεσός, πρώτη των κυπριακών πόλεων, έστω και τόσον αργά, θα κλίνη ευλαβητικά το γόνυ μπροστά στο μεγαλείον της τέχνης της μοναδικής τραγωδού και θα εγκύψη είς τα φωτεινά μυστήρια τα οποία μέ τόσην αγάπην και αφοσίωσιν Εκείνη παρακολουθεί... Και θα ζωντανέψη η ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ... εκλεκτόν μεταξύ των εκλεκτών, τας αρχαίας τραγωδίας τας αθανάτους του Σοφοκλέους....". Ο θίασος της Κοτοπούλη παρουσίασε επίσης τον Οθέλλο του Σαίξπηρ, τη Στέλλα Βιολάντη του Γρηγόριου Ξενόπουλου, το δράμα "Στοργή" του Henry Bataille, την κωμωδία "Φιλήστε με" στην οποία πρωταγωνίστησε ο Λογοθετίδης κ.α. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η παράσταση Στέλλα Βιολάντη δόθηκε με ζωντανή μουσική υπόκρουση, με διευθυντή της ορχήστρας τον Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962).
Βλέπε λήμμα: Η λειτουργία των πρώτων κινηματογράφων στην Κύπρο
Η ζωή και το έργο της
Η Μαρίκα Κοτοπούλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Και οι δυο γονείς της ήταν ηθοποιοί, ενώ ο πατέρας ήταν και θιασάρχης, επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου Πρόοδος.
Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργο Ο αμαξάς των Άλπεων. Είχε, έτσι κι αλλιώς, γεννηθεί σχεδόν κυριολεκτικά πάνω στο θεατρικό σανίδι, όταν η μητέρα της «καταληφθείσα επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού», όπως περιέγραφε μια εφημερίδα της εποχής, «μετεφέρθη κακώς έχουσα εις την οικίαν της, ένθα έφερεν εις φως τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων».
Ο πρώτος ρόλος της ήταν σε επιθεώρηση, σε ηλικία πέντε ετών, όπου υποδύθηκε μια μαθήτρια. Έως το 1901 εμφανιζόταν στο πλάι των γονιών της σε διάφορα έργα, ακόμη και του κλασικού ρεπερτορίου, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
Το 1902 προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο κι αρχίζει να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Στο ξεκίνημα αντιμετώπισε εχθρότητα από μερίδα συναδέλφων της, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της.
Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσα προκάλεσε σεισμό στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, οι οποίοι υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Μιστριώτη, αντέδρασαν βίαια, προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό (τα λεγόμενα Ορεστειακά) και η συνέχεια των παραστάσεων διακόπηκε.
Έγινε θιασάρχης το 1908 και το 1912 εγκαταστάθηκε στο θέατρο «Ομονοίας», το οποίο μετονομάστηκε σε «Μαρίκας Κοτοπούλη» και το 1936 μετακόμισε στο «Ρεξ» της οδού Πανεπιστημίου.
Στις αρχές του 1929 η Κοτοπούλη συνέστησε την «Ελευθέραν Σκηνήν», σε συνεργασία με τον χρονογράφο και θεατρικό συγγραφέα Σπύρο Μελά και με τη σύμπραξη του γαμπρού της Μήτσου Μυράτ. Η δημιουργία του θιάσου είχε σχεδιαστεί ως αντίβαρο στην επικείμενη σύσταση του Εθνικού Θεάτρου. Γρήγορα, όμως, οι οικονομικές αποτυχίες ορισμένων επιλογών της «Ελευθέρας Σκηνής» οδήγησαν τον Μελά στην απόφαση να αποχωρήσει από το σχήμα, επιλέγοντας την προώθηση των συμφερόντων του μέσω του Εθνικού.
Μετά τη διάλυση του θιάσου, η Κοτοπούλη, μαζί με μια ομάδα ηθοποιών, έφυγε τον Οκτώβριο του 1930 για παραστάσεις στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1932. Η επιθυμία της να δημιουργήσει ένα θεατρικό σχήμα που θα ήταν το αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου πραγματοποιήθηκε όταν επέστρεψε από την Αμερική και έφτιαξε έναν θίασο με την άλλοτε ανταγωνίστριά της, Κυβέλη, ο οποίος γνώρισε σημαντική επιτυχία.
Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1952, στην Ερμούπολη της Σύρου. Πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1954.
Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε για μια και μοναδική φορά στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Η ταινία γυρίστηκε σε στούντιο της Κωνσταντινούπολης και ήταν συμπαραγωγή με συμμετοχή του συζύγου της Γεώργιου Χέλμη και του Κώστα Θεοδωρίδη, συζύγου της Κυβέλης, η οποία συμπρωταγωνιστούσε στο φιλμ, μαζί με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Η ταινία έως σήμερα θεωρείται χαμένη.
Πηγές