Αβδούλ Χαμίτ Β' και Κύπρος

Image

Ο 35ος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαδέχθηκε τον αδελφό του Μουράτ Ε' στις 31 Αυγούστου 1876 και εκθρονίστηκε στις 26 Απριλίου 1909. Πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1918 σε ηλικία 76 χρόνων. Ήταν, ουσιαστικά, ο τελευταίος πραγματικός σουλτάνος της αυτοκρατορίας προτού διαλυθεί. Αν και σχετικά ενδιαφέρθηκε για τις μεταρρυθμίσεις που είχαν σημαδέψει την αυτοκρατορία από 4 δεκαετίες, οι εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις τον ώθησαν προς δεσποτισμό και αγριότητες κάποτε χειρότερες από εκείνες των προκατόχων του. Στις 23 Δεκεμβρίου 1876 ο Αβδούλ Χαμίτ ανακήρυξε το νέο σύνταγμα και προκήρυξε εκλογές για ανάδειξη κοινοβουλίου από 120 μέλη, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, με 3ετή θητεία. Το κοινοβούλιο συνήλθε στις 19 Μαρτίου 1877 με συμμετοχή ενός Κυπρίου αντιπροσώπου, του Μεχμέτ εφέντη Σοφουζαντέ. Η προκήρυξη έγινε σε ατμόσφαιρα διεθνούς κρίσης που ειδικότερα σχετιζόταν προς την Τουρκία, της οποίας τη διάλυση σχεδίαζαν οι τότε μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, επωφελούμενες από τα απελευθερωτικά και / ή αλυτρωτικά κινήματα των μη μουσουλμανικών λαών της και κυρίως των Βαλκανικών. Στην Κωνσταντινούπολη συνήλθε στις 4 Νοεμβρίου 1876, με Βρεττανική πρόταση, διεθνής διάσκεψη για διευθέτηση του Σερβικού ζητήματος στο οποίο είχαν επέμβει Ρώσοι και Αυστριακοί. Η ανακήρυξη του συντάγματος αποσκοπούσε στο να εντυπωσιάσει τη διάσκεψη και να παρεμποδίσει ή αποθαρρύνει τις επεμβάσεις των δυνάμεων στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας για επιβολή μεταρρυθμίσεων υπέρ των Χριστιανών. Το σύνταγμα δεν ήταν ευρωπαϊκού τύπου όπως νομίσθηκε στην αρχή, αλλά ενσωμάτωνε την οθωμανική πείρα και πρακτική, ξεκινώντας από την αρχή των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ιερού προσώπου του σουλτάνου και της ιδιότητάς του ως ανώτατου χαλίφη ολόκληρου του Ισλάμ, από την καλή θέληση του οποίου εξαρτιόταν ολόκληρο το σύνταγμα.

 

Παρά τις διπλωματικές προσπάθειες αποφυγής του πολέμου η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στις 24 Απριλίου 1877 με στόχο την Κωνσταντινούπολη και τα στενά, το Κάρς, το Αρδαχάν και την Ερζερούμ, για διάνοιξη διεξόδου στη Μεσόγειο και στον Περσικό κόλπο. Ακόμα για αποδοχή των προτάσεων της διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης για τη Σερβία, τη Βοσνία, τη Βουλγαρία κλπ, που θα αποκαθιστούσαν ισορροπία επιρροών των μεγάλων στην αυτοκρατορία. Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878) Τουρκίας-Ρωσίας, δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία, αναγνώριζε τη Ρωσία κυρίαρχη στη Βεσσαραβία και προστάτιδα όλων των ορθόδοξων υπηκόων του σουλτάνου και διευθετούσε άλλα θέματα σε βάρος της Τουρκίας (Βοσνία, Ερζεγοβίνη, Ρουμανία κλπ). Η αντίδραση που προκλήθηκε στην Ευρώπη από τη συνθήκη αυτή, οδήγησε στην αναθεώρησή της με πρωτοβουλία Βρετανών και Πρώσων (Βίσμαρκ) στο συνέδριο του Βερολίνου κατά το οποίο η Κύπρος εκχωρήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία (4 Ιουνίου 1878) που θα τη διοικούσε εν ονόματι του σουλτάνου με αντάλλαγμα τη βρετανική εγγύηση της ακεραιότητας των οθωμανικών επαρχιών στην Ανατολία, όπου οι Αρμένιοι είχαν αρχίσει κινήματα κατά του σουλτάνου.

 

Έκφραση της βρετανικής πολιτικής για κηδεμόνευση της Τουρκίας και παροχή βοήθειας σ' αυτήν κατά των Ρώσων υπό όρους, ήταν η απειλή ενός Άγγλου πλοιάρχου στον καδή της Λεμεσού στις 25 Αυγούστου 1876, ότι η χώρα του θα εγκατέλειπε την Τουρκία αν η τελευταία δεν μεταχειριζόταν καλά τους Χριστιανούς και επέτρεπε βιασμούς γυναικών κι άλλα παρόμοια. Στις 16 και 28 Αυγούστου και 16 Σεπτεμβρίου του 1877, ο υποπρόξενος της Γαλλίας στη Λεμεσό Γ. Ακάμας γράφει στον καϊμακκάμη εκ μέρους όλων των υποπροξένων, ότι οι βιασμοί και οι ληστείες συνεχίζονταν διότι οι αρχές δεν είχαν τη δύναμη να τις σταματήσουν. Τα εγκλήματα διαπράττονταν κυρίως από έφεδρους, προφανώς Τούρκους, που είχαν κληθεί να πολεμήσουν κατά της Ρωσίας αλλά λιποτάκτησαν, σκορπίστηκαν στην ύπαιθρο και έκλεβαν, ακόμα και στην ίδια τη Λεμεσό. Από τους 2.450 έφεδρους είχαν σταλεί στην Κωνσταντινούπολη μόνο 330 στις 5 Σεπτεμβρίου 1877 κι άλλοι 45 στις 2 Οκτωβρίου 1877. Φαίνεται ότι οι κλεψιές και άλλες παρανομίες επί Αβδούλ Χαμίτ συνεχίστηκαν, προκαλώντας φόβο και έξαψη στους Χριστιανούς για αρκετό καιρό, μέχρι και τη βρετανική κατοχή, όπως γράφει τοπικό χρονικό: «...ἦλθεν ἡ Ἀγγλία εἰς τήν Κύπρον καί ἡσύχασαν οἱ κλέπται. ..»

 

Η είδηση του Ρωσοτουρκικού πολέμου έφθασε στο νησί στις 27 Απριλίου 1877 και αύξησε την ένταση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Την εκδικητικότητα των οπλισμένων Τούρκων φοβόντουσαν οι άοπλοι Έλληνες. Στις 30 Απριλίου 1877 ο Άγγλος πρόξενος Γουάτκινς ζήτησε την περιοδική επίσκεψη ή μόνιμη παραμονή στην Κύπρο βρετανικού πολεμικού πλοίου ως αποτρεπτικό μέτρο κατά των τουρκικών εκρήξεων εναντίον των Χριστιανών. Επεισόδια καταγγέλθηκαν τότε αρκετά. Μουσουλμάνοι Κιρκάσιοι ή Τσερκέζοι πρόσφυγες που προορίζονταν να εγκατασταθούν σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας λόγω των ρωσικών επιτυχιών στον Καύκασο και στην Αρμενία, επρόκειτο να σταλούν και στην Κύπρο. Παρά την αντίδραση των Ελλήνων και των προξένων, έφτασαν τελικά 3.000 απ' αυτούς στην Καρπασία, τον Μάρτιο του 1878. Εκεί στασίασαν, το πλοίο τους ναυάγησε στην θαλάσσια περιοχή της Βοκολίδας, πολλοί πνίγηκαν και οι 600 που θα έμεναν στην Κύπρο εστάλησαν στην Αττάλεια.

 

Ο τελευταίος κυβερνήτης της Κύπρου που έφυγε (12 Ιουλίου 1878) με την αγγλική κατοχή, δηλαδή ο τελευταίος άνθρωπος του Αβδούλ Χαμίτ στο νησί, ήταν ο Αχμέτ Μπεσσίμ πασάς. Ο πραγματικός χρόνος της απόφασης του Αβδούλ Χαμίτ να εκχωρήσει την Κύπρο στην Αγγλία ήταν η 25η Μαΐου του 1878, όταν ο σουλτάνος, σε κατάσταση νευρικής κατάρρευσης, εσπευσμένα έδωσε τη συγκατάθεσή του στην πρόταση του Βρετανού υπουργού εξωτερικών λόρδου Σώλσμπουρυ για βρετανική κατοχή της Κύπρου ως αντιστάθμισμα στις ρωσικές εδαφικές κατακτήσεις, ως μέσο αποτροπής μιας επανάληψης της ρωσικής επίθεσης εναντίον της Τουρκίας και ως εγγύηση για την ασφάλεια των ασιατικών κτήσεών της.

 

Μετά την αγγλική κατοχή ο Αβδούλ Χαμίτ σχετίστηκε προς την Κύπρο με τις απαιτήσεις του για έσοδα από κρατικές και σουλτανικές ιδιόκτητες γαίες στο νησί, που απαριθμούνται στην ειδική έκθεση Correspondence Relating to the Sultan's Land Claims in Cyprus, Printed for the use of the Foreign Office, February, 1881, Confidential (4361), 1878 -1880, σσ. VIII, 170. Τα έσοδα όμως αυτά εξαιρούνταν από την υποχρέωση καταβολής τους στην Τουρκία από τη Βρεττανία, βάσει του άρθρου 3 του παραρτήματος της συνθήκης (1.7.1878). Η Πύλη, τουλάχιστον θεωρητικά, είχε το δικαίωμα πώλησης και ενοικίασης τέτοιων γαιών στην Κύπρο (άρθρο 4), αν και κατά την επίσημη αγγλική διαπίστωση (28 Μαϊου 1879), κανένας σουλτάνος δεν είχε ιδιόκτητες γαίες στην Κύπρο. Η τελική εισήγηση του Α. Σάντισον στην έκθεση Correspondence σ.170 (1.11.1880), ήταν η απόρριψη των σουλτανικών απαιτήσεων, διότι: «η κυβέρνηση της Α. Μ. δεν μπορεί να αναγνωρίσει την εγκυρότητα τίτλων ιδιοκτησίας σε διαμφισβητούμενη περιουσία ή γη που είναι υπό βρετανική κατοχή. Η Πύλη πρέπει να επιλέξει... ανάμεσα σε προσφυγή σε δικαστήριο χωρίς προηγούμενη εγγραφή των τίτλων ιδιοκτησίας [της], και σε συμμόρφωση προς την τελική απόφαση ...του μεγάλου αρμοστή και της κυβέρνησης της A.M. για το θέμα». Παρά ταύτα ο Σάντισον προτείνει και ως υπαλλακτική λύση τη διπλωματική διερεύνηση του θέματος από μεικτή επιτροπή έρευνας, από 2 Βρετανούς και 2 Τούρκους αντιπροσώπους που να ξέρουν καλά το τουρκικό δίκαιο που θα εφαρμοστεί στην «περίπλοκη αυτή υπόθεση». Τέλος ο Σάντισον προτείνει ως οριστική λύση να δηλωθεί στην Πύλη «με λόγους αλληγορικούς η στερρή απόφαση της Κυβέρνησης της Α. Μ. να μην υιοθετήσει και ενθαρρύνει καθόλου τις απαιτήσεις [διότι] χωρίς αυτή [τη δήλωση] η Πύλη θα εξακολουθήσει επ' άπειρον να πιέζει [για το θέμα]».

 

Οι πρόνοιες της συνθήκης οι σχετικές με τη γη και ο υπολογισμός του ποσού που θα πληρωνόταν στην Πύλη, έγιναν αιτίες συζητήσεων. Ο Αβδούλ Χαμίτ επέμενε να περιλάβει στο επικυρωμένο κείμενο της συνθήκης φράσεις που τόνιζαν τα κυριαρχικά του δικαιώματα στις ασιατικές επαρχίες του κράτους του όπου θα εφαρμόζονταν μεταρρυθμίσεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Κύπρος, χωρίς ν' αναφέρεται ειδικά. Η απαίτησή του απορρίφθηκε από τους Άγγλους και τέτοιες φράσεις δεν περιλήφθηκαν στο κείμενο της 15ης Ιουλίου 1878. Μεταξύ άλλων ο σουλτάνος είχε απαιτήσει, μάταια, να δηλωθεί ότι: σε περίπτωση επιστροφής της Κύπρου σ' αυτόν (κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος), η Βρεττανία δεν θα ζητούσε αποζημιώσεις για τις βελτιώσεις που θα επέφερε στο νησί.

 

Πιθανώς με οδηγίες του Αβδούλ Χαμίτ ή του περιβάλλοντός του ο κυπριακής καταγωγής αξιωματούχος στο Ντιαρμπακίρ Αχμέτ Πασάς απέτρεψε τον αδελφό του Μεχμέτ εφέντη Γκαζάμπ από του να συνεχίσει μετέχοντας στην κοινή ελληνοτουρκική κυπριακή αντιπροσωπεία που είχε εκλεγεί για να διατυπώσει τα κοινά παράπονα για κακοδιοίκηση του τόπου από τους Βρετανούς (Ιούλιος 1888). Ούτε τα άλλα δυο τουρκοκυπριακά μέλη της αντιπροσωπείας έφθασαν τελικά στο Λονδίνο διότι επέμεναν πιθανόν κατ' εντολή του Αχμέτ Πασά μέσω του αδελφού του, η αντιπροσωπεία να πάει πρώτα στην Κωνσταντινούπολη για να πάρει την άδεια του σουλτάνου και μόνο τότε να μεταβεί στο Λονδίνο. Επέμεναν επίσης να μη αναφερθεί ανάμεσα στα παράπονα ο φόρος υποτέλειας που οι Κύπριοι κατέβαλλαν.

 

Άλλο θέμα που ανεφύη στα 1897 (και στα 1912- 13 και αργότερα) ήταν η συμμετοχή Ελλήνων Κυπρίων ως εθελοντών στον πόλεμο της Ελλάδας με την Τουρκία. Αυτό θεωρήθηκε πράξη «προδοτική» από τους Τούρκους, διότι όλοι οι Κύπριοι ήσαν ακόμα Οθωμανοί υπήκοοι. Αν και οι Βρεττανοί απαγόρευσαν τη στρατολογία για να συμμορφωθούν προς τον ισχύοντα ακόμα στην Κύπρο οθωμανικό ποινικό νόμο, όμως δεν πήραν μέτρα για την εφαρμογή του. Χαρακτηριστικά κανένας Τουρκοκύπριος δεν πήγε ή εκδήλωσε επιθυμία να καταταγεί στον οθωμανικό στρατό για να πολεμήσει υπέρ της Τουρκίας.

 

Οι νεοτουρκικές ιδέες που στρέφονταν κατά του τυραννικού καθεστώτος του Αβδούλ Χαμίτ έφτασαν και στην Κύπρο και δημιούργησαν κάποιο ρεύμα ανάμεσα στους Κυπρίους, Έλληνες και Τούρκους, που ακόμα οι διαφορές τους ήσαν μικρές και η συνεργασία τους σημαντική παρά τις χωριστές εκλογές βουλευτών που είχαν επιβάλει οι Βρεττανοί. Εξάλλου το νεοτουρκικό κίνημα δεν περιλάμβανε, ως το 1908, μόνο Τούρκους, αλλά και οπαδούς απ' όλους τους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

Ένας από τους ηγέτες των Κυπρίων Νεότουρκων ήταν ο δημοσιογράφος Αχμέτ Τεουφίκ εφέντης, εκδότης της 15νθήμερης εφημερίδας «Κοκονόζ» (Kokonoz), από 27 Νοεμβρίου 1896, που από το 22ο φύλλο της μετονομάστηκε σε Ακμπατά (Akbada). Έκλεισε με το 23ο φύλλο της, αφού προκάλεσε την (ανεκτέλεστη) καταδίκη του Τεουφίκ σε θάνατο από δικαστήριο του Αβδούλ Χαμίτ στην Κωνσταντινούπολη για τις σφοδρές επιθέσεις του εναντίον του σουλτάνου. Από τις 3 Μαρτίου 1900 ο Τεουφίκ εξέδιδε την «Μίρ'ατ -ί Ζαμάν», (Mir' at- i Zaman), επίσημο όργανο των Νεότουρκων στην Κύπρο, και με συνεργάτες τον Χότζια Ριζά εφέντη, τον Σαφφέτ μπέη Ιζμιρλί (Σμυρνιό) κ.α. Και η νέα εφημερίδα προκάλεσε αντιδράσεις, έκλεισε και ξανάνοιξε δυο φορές και κράτησε μέχρι το Μάιο 1911. Μια άλλη αντιχαμιτική ομάδα, από τους Χοτζιαζατά Οσμάν, Ενβερί εφέντη και Ισμαήλ Φετχί μπέη, εξέδιδε για τέσσερις φορές την «Φερζιάτ» (Ferjat) που κλείστηκε με παρέμβαση των πρακτόρων του Αβδούλ Χαμίτ στην Κύπρο. Η εφημερίδα «Σουνουχάτ» (Sunuhat) ξεκίνησε συντηρητική και φιλοσουλτανική στις 1η Οκτωβρίου 1906 από τους Μεχμέτ Αρίφ και Μουσά Ιρφάν μπέη, τότε διευθυντή του Εβκάφ, για να καταλήξει φιλονεοτουρκική μετά τη νεοτουρκική επανάσταση της 23 Ιουλίου 1908. Υπήρξαν ακόμα παράλληλα φιλοσουλτανικές, ενδιάμεσες ή ασταθείς τουρκοκυπριακές εφημερίδες, και οι πρώτες διεξήγαν οξύτατη πολεμική κατά των νεοτουρκικών και αντίστροφα. Συμπάθειες για τον Αβδούλ Χαμίτ δεν απαντώνται στον ελληνοκυπριακό τύπο της περιόδου 1878-1909 μα ούτε και οξεία εναντίον του πολεμική αλλά κυρίως προσεκτική κριτική και σάτιρα («Ο Ραγιάς», «Φωνή της Κύπρου», «Αλήθεια» κ. α.). Ο τρόμος από ενδεχόμενη επιστροφή της Κύπρου στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπό τον αιμοβόρο Αβδούλ Χαμίτ Β', τον «ερυθρό σουλτάνο», ήταν μια από τις σημαντικές αιτίες της μη επιστροφής πολλών Κυπρίων «λινοβάμβακων» στον ελληνοχριστιανισμό, μέχρι το 1908. Τότε τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα για τους «λινοβάμβακους» μετά τη νεοτουρκική επανάσταση η οποία επέβαλε στην Οθωμανική αυτοκρατορία ακόμα πιο μεγάλο και αδιάλλακτο σωβινισμό και φανατισμό.

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι στο συνέδριο των Νεότουρκων στο Παρίσι (4 μέχρι 9 Φεβρουαρίου 1902) πήραν μέρος και Κύπριοι, καθώς και Αιγύπτιοι, Κούρδοι, Αρμένιοι, Έλληνες, Εβραίοι, Αλβανοί, Άραβες, Βούλγαροι, Τσερκέζοι και Τούρκοι. Πόσοι και ποιοι ήσαν οι Κύπριοι δεν γνωρίζουμε, πάντως ο Τεουφίκ εφέντης ήταν ένας απ' αυτούς. Η επικράτηση των ακραίων σοβινιστών Νεότουρκων στο συνέδριο, μ' επικεφαλής τον Αχμέτ Ριζά και η ήττα των φιλελευθέρων μ' επικεφαλής τον πρίγκηπα Σαμπαχεδδίν που αναγκάστηκε να ιδρύσει νέα οργάνωση, επηρέασε και τις εξελίξεις στην Κύπρο, όπου οι «λινοβάμβακοι» αισθάνονταν τώρα βαρύτερη τη σκιά του τουρκικού σοβινισμού, που εκδηλώθηκε αρκετές φορές εφεξής.