Περιστιάνης Κωνσταντίνος

Image

Ἐμπορος, μέλος της μεγάλης κυπριακής οικογένειας Περιστιάνη. Γεννήθηκε στην Κύπρο το 1759 και πέθανε το 1842. Γιος του Ευαγγέλη Περιστιάνη που εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα το 1757, προερχόμενος από την Κεφαλληνία.

Ο Ευαγγελής Περιστιάνης [1728-1781] παντρεύτηκε τη Μαριού, κόρη του Ζαχαρία Γαβριήλ, Κύπριου Δραγουμάνου της Σουηδίας. Άνοιξε εμπορικό οίκο που κληρονόμησε ο γιος του, Κωνσταντίνος Περιστιάνης. Όπως και ο πατέρας του έτσι και ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την Μηλιά από το Στρόβολο και σε δεύτερο την Αιμιλία Γερολέμου από τη Λευκωσία,  με την οποία, απέκτησε τρία παιδιά: τον Μάρκο, τον Ιερώνυμο και την Ελένη κι απ' αυτόν προήλθε ο κυπριακός κλάδος της οικογένειας Περιστιάνη.

Οι Περιστιάνηδες έμεναν στην ενορία της Σωτήρας, αργότερα όμως μετακόμισαν στη Σκάλα σε ιδιόκτητο σπίτι, κοντά στο αρχοντικό του Τσέπη στην περιοχή της σημερινής «Λαϊκής Γειτονιάς». Ο Λαρνακέας ιστοριοδίφης και γιατρός Νεοκλής Κυριαζής αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος Περιστιάνης «κατώκει εις την παρά το »ναυτικόν κέντρον» κατοικίαν εν η έζη η οικογένεια Α. Τσέπη την επικαλούμενην του Χάλλαρη [εδώ γίνεται αναφορά στον έμπορο Χάλλαρη που αγόρασε την κατοικία από την εγγονή του Κωνσταντίνου Περιστιάνη, Χρυστάλλα] και η οποία διέθετε και φυλακές, μάλλον λόγω της προξενικής ιδιότητας του ιδιοκτήτη της».

Το σπίτι του ήταν γνωστό στη Λάρνακα ως το κονάκι του κονσόλου. Διατηρούσε γύρω του ένα πολυάριθμο προσωπικό, από υπηρέτες, γραφείς, οδηγούς και γραμματικούς. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Λαρνακείς που τον προσφωνούσαν ως τον ενδοξότατον ή εκλαμπρότατον άρχοντα και κόνσολο σιόρ Κωνσταντίνο Περιστιάνη. Οι εμφανίσεις του ιδίου και της οικογένειάς του χαρακτηρίζονταν από μεγαλοπρέπεια, που οι κοσμικοί κύκλοι της Λάρνακας σχολίαζαν με θαυμασμό.

 

Ο Κωνσταντίνος Περιστιάνης υπηρέτησε ως πρόξενος στη Λάρνακα της Αγγλίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας, κι ως υποπρόξενος της Ρωσίας. Διατηρούσε φιλικούς δεσμούς με τον μεγάλο δραγομάνο της Κύπρου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο, τον οποίο και βοήθησε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εναντίον του εξέγερσης του 1804, όπως αναφέρεται και στο σχετικό τραγούδι του Κορνέσιου:

 

...Πολλά κακά τοῦ κάμασιν τοῦ Μέγα Δραγομάνου,

καί τό κονάκιν ἔκαμεν ἔσσω τοῦ Περιστιάνου.

Καί χαιρετᾶ τόν κούσουλον τῆς στράτας καί τοῦ φόβου

«γειά σου ἀδελφέ Κωνστάντινε, κούσουλε τοῦ Μοσκόβου...

(κούσουλος = πρόξενος και κουσουλάτον = προξενείο· τοῦ Μοσκόβου=της Μόσχας, δηλαδή της Ρωσίας).

 

Ήταν συχνό το φαινόμενο πολλοί καταδιωκόμενοι Έλληνες να καταφεύγουν, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας,  στα προξενεία των διαφόρων χωρών στη Λάρνακα για να σωθούν. Αυτό είχε πράξει κι ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος το 1804, καταφεύγοντας στον Κωνσταντίνο Περιστιάνη στη Λάρνακα. Κοντά του κατέφυγαν και πολλοί άλλοι Έλληνες της Κύπρου, ιδίως κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων σφαγών του Ιουλίου του 1821. Ο Περιστιάνης κατόρθωσε να σώσει τότε πολλούς, παρά το ότι είχε κινδυνεύσει κι ο ίδιος εξαιτίας της στάσης που είχε τηρήσει έναντι των τουρκικών αρχών στο διάστημα που είχε προηγηθεί.

 

Πράγματι, το 1804-1805 βρισκόταν υπό δυσμένεια επειδή είχε προσβάλει την τουρκική σημαία όταν πυροβόλησε κατ' αυτής (βλ. George Hill, A History of Cyprus, IV, pp. 107-108). Εξ άλλου, μετά την έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1806-1812, είχε εκδηλωθεί αποφασιστικά υπέρ της Ρωσίας. Βοήθησε μάλιστα στη διαφυγή δυο ρωσικών καραβιών που βρίσκονταν στο λιμάνι της Λάρνακας. Συνελήφθη τότε και φυλακίστηκε στη Λευκωσία, όμως είχε προλάβει και παραδώσει το προξενικό του αρχείο στον τότε μητροπολίτη Κιτίου που το έκρυψε. Με τη μεσολάβηση των επισκόπων αποφυλακίστηκε ύστερα από κράτηση τριών εβδομάδων κι αναγνωρίστηκε και πάλι ως πρόξενος της Αγγλίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας.

 

Υπήρξε επίσης δανειστής του αρχιεπισκόπου Κύπρου σε δύσκολες για την Εκκλησία της Κύπρου στιγμές.

 

Ο Κωνσταντίνος Περιστιάνης αναγράφεται μεταξύ των συνδρομητών του έργου του αρχιμανδρίτη Κυπριανού Ἱστορία Χρονολογική τῆς Νήσου Κύπρου (Βενετία, 1788). Έφερε τον τίτλο του ιππότη της Ιερουσαλήμ.

Πέθανε το 1842 σε ηλικία 83 χρόνων. Η επιτύμβια πλάκα του βρίσκεται σε τοίχο της νότιας στοάς του Αγίου Λαζάρου.

 

Πηγές

  1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
  2. Κιτιον-Λαρνακα-Σκάλα