Φρειδερίκος Β'

Image

Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1212/1215-1250), βασιλιάς της Σικελίας (1197-1211), βασιλιάς των Ιεροσολύμων (1228-1229), ο τελευταίος του οίκου των Χοχενστάουφεν. Γεννήθηκε το 1194 και πέθανε το 1250. Γιος του Ερρίκου Στ' και της Κωνσταντίας (κόρης του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β') και εγγονός του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α' Βαρβαρόσσα.

 

Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' σχετίστηκε άμεσα με την Κύπρο, βασικά λόγω των Σταυροφοριών και ιδίως της έκτης Σταυροφορίας (1228-1230) της οποίας ηγήθηκε ο ίδιος. Αναμείχθηκε ενεργά στα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου, με αποτέλεσμα να υπάρξει μακρόχρονος πόλεμος στο νησί.

 

Ο Φρειδερίκος Β', αν και αναμείχθηκε ενεργά στην πέμπτη Σταυροφορία (1218-1221), δεν συμμετείχε προσωπικά σ' αυτήν. Στη Σταυροφορία όμως αυτή πήραν μέρος κι ευγενείς από την Κύπρο. Η αποτυχία της Σταυροφορίας εκείνης αποδόθηκε από πολλούς στο ότι ο αυτοκράτορας απέφυγε να ηγηθεί αυτής προσωπικά αν και είχε αναλάβει ως αρχηγός της. Είχε γι' αυτό αφοριστεί από τον πάπα Γρηγόριο Θ, με τον οποίο βρισκόταν σε σύγκρουση, όπως και με τον προκάτοχό του πάπα Ονώριο Γ'. Ωστόσο, αν και αφορισμένος, ο αυτοκράτορας ηγήθηκε της έκτης Σταυροφορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας πέρασε από την Κύπρο το 1228, καθ' οδόν προς την  Άκρα όπου κι έφθασε τον Σεπτέμβριο του χρόνου αυτού. Στην Παλαιστίνη (Άγιος Ιωάννης της Άκρας) οι ευγενείς τον υποδέχθηκαν ψυχρά λόγω του αφορισμού του. Ωστόσο ο Φρειδερίκος άρχισε διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο της Αιγύπτου Μελίκ ελ-Καμέλ για την αποκατάσταση του βασιλείου των Ιεροσολύμων, που κατέληξαν σε συμφωνία τον Φεβρουάριο του 1229, οπότε ο Φρειδερίκος εισήλθε, χωρίς μάχη, στα Ιεροσόλυμα. Ο ίδιος αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς των Ιεροσολύμων, οπότε ο πάπας κήρυξε τόσο τα Ιεροσόλυμα όσο και την Άκρα ως απαγορευμένες για τους Χριστιανούς πόλεις. Τελικά ο Φρειδερίκος αναγκάστηκε ν' αποχωρήσει, αλλά τον επόμενο χρόνο (1230) συμφιλιώθηκε με τον πάπα κι ο αφορισμός του ακυρώθηκε.

 

Ωστόσο οι διαφορές του Γερμανού αυτοκράτορα με τους Φράγκους/Λατίνους της Συροπαλαιστίνης συνεχίστηκαν και μάλιστα επεκτάθηκαν και στην Κύπρο προς την οποία είχε επίσης στραφεί η προσοχή του Φρειδερίκου.

 

Συγκεκριμένα ο Φρειδερίκος Β' προσπάθησε να θέσει υπό τον έλεγχό του το βασίλειο της Κύπρου, αυτοπροβαλλόμενος ως «κηδεμόνας» του ανήλικου τότε βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α' (1218-1253). Ο Ερρίκος Α'* είχε γεννηθεί το 1217 και τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας του Ούγος Α'.  Η μητέρα του Αλίκη της Καμπανίας ανέλαβε ως αντιβασίλισσα, που όμως σύντομα ήρθε σε ρήξη και σύγκρουση προς τους ευγενείς του βασιλείου και ιδίως με την οικογένεια των Ιβελίνων. Ο Ιωάννης Ιβελίνος (ντ' Ιμπελέν), θείος του ανήλικου βασιλιά της Κύπρου, επεβλήθη κι ανέλαβε αυτός την αντιβασιλεία, εκτοπίζοντας την αυταρχική Αλίκη. Αυτές οι εσωτερικές αντιζηλίες και διαμάχες όμως, έδωσαν την ευκαιρία στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο να επέμβει.

 

Παππούς του ανήλικου, τότε, βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α' ήταν ο Αμάλριχος ντε Λουζινιάν, ο πρώτος βασιλιάς του νησιού. Μετά την απόκτηση της Κύπρου από τους ντε Λουζινιάν, το 1192, το νησί οργανώθηκε σε βασίλειο. Επίσημα ανακηρύχθηκε σε βασίλειο το 1197, με πρώτο βασιλιά τον Αμάλριχο, ο οποίος και είχε δεχθεί το στέμμα της Κύπρου από τον αυτοκράτορα Ερρίκο Στ', τον πατέρα του Φρειδερίκου Β'. Έτσι, οι Κύπριοι βασιλιάδες εθεωρούντο υποτελείς των Γερμανών αυτοκρατόρων, και για τον λόγο αυτό ο Φρειδερίκος θεώρησε ότι είχε νόμιμο δικαίωμα να επέμβει στην Κύπρο, ως «κηδεμόνας» του ανήλικου Ερρίκου Α'.

 

Όταν το 1228 πέθανε ο Φίλιππος ντ' Ιμπελέν και τον διαδέχθηκε ως αντιβασιλιάς της Κύπρου ο αδελφός του Ιωάννης, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος έφθασε στη Λεμεσό στις 28 Ιουλίου 1228 με ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Εκεί συναντήθηκε με τον Ιωάννη ντ' Ιμπελέν κι ο τελευταίος, αφού άκουσε τις αυτοκρατορικές απειλές, αρνήθηκε να υποταχθεί στον Φρειδερίκο και κατέφυγε στο κάστρο τον Αγίου Ιλαρίωνος.

 

Στη συνάντηση της Λεμεσού ο Ιωάννης ντ' Ιμπελέν (γνωστός και ως ο Γηραιός κύριος της Βηρυτού) είχε πάρει μαζί του τον ανήλικο βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο και όλους τους ιππότες του βασιλείου. Ο Γερμανός αυτοκράτορας αρχικά τους υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα και τιμές, τους χάρισε πολύτιμα δώρα και τους κάλεσε σε γεύμα. Την ώρα όμως του φαγητού εισήλθαν στην αίθουσα 300 οπλισμένοι άνδρες του αυτοκράτορα, ως απειλή για τον Ιωάννη Ιβελίνο και τους δικούς του. Τότε ο Γερμανός αυτοκράτορας άλλαξε τη στάση του κι άρχισε ν' απειλεί, ενώ ζήτησε από τον Ιβελίνο να του παραδώσει τη Βηρυτό, όπως και τα εισοδήματα του βασιλείου της Κύπρου από το 1218 που είχε πεθάνει ο βασιλιάς ΟύγοςΑ'. Ο Ιωάννης ντ' Ιμπελέν αρνήθηκε να ενδώσει.

 

Στη συνέχεια ξεκίνησε η μεγάλη διαμάχη μεταξύ αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' και των Ιβελίνων, ο λεγόμενος Λογγοβαρδικός πόλεμος, που κράτησε αρκετά χρόνια με συγκρούσεις στην Κύπρο και στη Συρία.

 

Ο Φρειδερίκος, από τη Λεμεσό προχώρησε και κατέλαβε το Κίτιον, την Αμμόχωστο και τη Λευκωσία, και εξανάγκασε έτσι τον Ιωάννη Ιβελίνο να συμβιβαστεί και να φύγει από την Κύπρο. Ο Γερμανός αυτοκράτορας διόρισε τότε πέντε βαΐλους (διοικητές) για ν' ασκούν την εξουσία στην Κύπρο για τα επόμενα τρία χρόνια (μέχρι την ενηλικίωση του βασιλιά Ερρίκου) και αναχώρησε για την Άκρα. Τον επόμενο χρόνο (1229), επιστρέφοντας στην Ιταλία από τους Αγίους Τόπους, ξαναπέρασε από την Κύπρο. Λέγεται ότι οι πέντε βαΐλοι, τους οποίους είχε διορίσει στην Κύπρο, είχαν διαταχθεί να ορκιστούν στον αυτοκράτορα ότι δεν θα άφηναν κανένα Ιβελίνο να έλθει ξανά στην Κύπρο.

 

Στο μεταξύ ο Ιωάννης ντ' Ιμπελέν, ύστερα από κρυφή συνεννόηση με τους δικούς του στην Κύπρο, επανήλθε στο νησί με δυνάμεις πιστές σ' αυτόν, κι άρχισε τον πόλεμο κατά των αυτοκρατορικών (=των δυνάμεων του Γερμανού αυτοκράτορα και των υποστηρικτών τους στην Κύπρο), μεταξύ των οποίων και ο Αίμερυ Μπαρλαί*.

 

Το 1230, αφού ο Γερμανός αυτοκράτορας συμφιλιώθηκε με τον πάπα στην Ιταλία, απ' εκεί κήρυξε έκπτωτους από τα φέουδά τους στη Συροπαλαιστίνη και στην Κύπρο τον Ιωάννη Ιβελίνο, τους γιους και τους οπαδούς του, κι έστειλε ως αυτοκρατορικό ληγάτο του στην Κύπρο και στη Συρία τον στρατάρχη του Ριχάρδο Φιλαγκιέρι*. Ο τελευταίος ηγήθηκε της μεγάλης μάχης του Αγριδίου* (στο Αγρίδι, στους νότιους πρόποδες του Αγίου Ιλαρίωνος), κατά την οποία οι δυνάμεις των Ιβελίνων κατατρόπωσαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Στο μεταξύ οι αυτοκρατορικοί κατέλαβαν τη Βηρυτό (που την είχαν αφήσει σχεδόν ανυπεράσπιστη οι Ιβελίνοι, ερχόμενοι με τις δυνάμεις τους στην Κύπρο). Όταν οι δυνάμεις των Ιβελίνων έσπευσαν στην Παλαιστίνη, η Κύπρος χτυπήθηκε από τους αυτοκρατορικούς, ενισχυμένους από τον Αίμερυ Μπαρλαί και το φιλοαυτοκρατορικό κόμμα του, διαπράχθηκαν δε πολλές θηριωδίες και λεηλασίες.

 

Στη συνέχεια οι Ιβελίνοι, βοηθούμενοι κι από άλλους ευγενείς της Κύπρου και της Συροπαλαιστίνης, και ενισχυμένοι από τους Γενουάτες (που μισούσαν τον Γερμανό αυτοκράτορα), ξεκίνησαν από την Άκρα μια εκστρατεία (τον Μάιο του 1232) για απαλλαγή της Κύπρου από τους αυτοκρατορικούς.

 

Μετά την ήττα των αυτοκρατορικών στο Αγρίδι, ο Φιλαγκιέρι υποχώρησε στην Κερύνεια όπου και πολιορκήθηκε από τους Ιβελίνους, ενώ πεισματικές μάχες συνεχίστηκαν στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου με επίκεντρο τα κάστρα που υπήρχαν σ' αυτήν. Ύστερα από σκληρή πολιορκία, η Κερύνεια παραδόθηκε στους Ιβελίνους, ενώ ο Φιλαγκιέρι και άλλοι αυτοκρατορικοί διέφυγαν με καράβια. Μέχρι το 1233 οι αυτοκρατορικοί εκκαθαρίστηκαν πλήρως από την Κύπρο. Τον ίδιο αυτό χρόνο ο πάπας Ιωάννης Δ' απάλλαξε τον βασιλιά της Κύπρου από τον όρκο προς τον Γερμανό αυτοκράτορα και τον έθεσε υπό τη δική του πνευματική προστασία. Έτσι το βασίλειο της Κύπρου κατέστη και νομικά και πρακτικά εντελώς ανεξάρτητο. Ο Γερμανός αυτοκράτορας δεν επιχείρησε ο,τιδήποτε άλλο κατά της Κύπρου. Ο Ιωάννης Ιβελίνος παρέδωσε κανονικά την εξουσία στον βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο, μόλις αυτός ενηλικιώθηκε.