Χαρίτων επίσκοπος

Image

Επίσκοπος Πάφου από το 1827 μέχρι τον θάνατό του το 1854 (περίοδος Τουρκοκρατίας). Πριν εκλεγεί επίσκοπος Πάφου ο Χαρίτων είχε διατελέσει ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας. Αναφέρεται ότι καταγόταν από τη Λευκωσία (ενορία Αγίου Αντωνίου) και είχε γεννηθεί κατά το β' μισό του 18ου αιώνα. Επίσκοπος Πάφου ενθρονίστηκε στις 2 Νοεμβρίου 1827, διαδεχθείς τον επίσκοπο Πάφου Πανάρετον ο οποίος το 1827 είχε εκλεγεί αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

 

Ο Χαρίτων, όταν εξελέγη επίσκοπος Πάφου, και πριν ενθρονιστεί, εγκρίθηκε από την Πύλη (όπως ήταν απαραίτητο) και είναι ένας από τους λίγους Κυπρίους ιεράρχες των οποίων σώζονται σήμερα τα βεράτια. Το βεράτιον που επικυρώνει την εκλογή του Πάφου Χαρίτωνος είναι ημερομηνίας 15 Ρεπτούλ Αχίρ 1243 (=15 Οκτώβρη του 1827). Το σουλτανικό αυτό φιρμάνι διεσώθη στα αρχεία της Μητρόπολης Κιτίου.

 

Όταν ο Χαρίτων ανέλαβε την επισκοπή Πάφου αναφέρεται ότι είχε βρει τον θρόνο αυτό χρεωμένο με το ποσόν των 400.000 γροσιών περίπου. Αυτό το μεγάλο χρέος, όπως και τα τεράστια χρέη της Αρχιεπισκοπής και των άλλων επισκοπών, δημιουργήθηκαν κυρίως μετά τις σφαγές, τις λεηλασίες και τις δημεύσεις των Τούρκων το 1821. Ωστόσο ο Χαρίτων κατηγορήθηκε από τους Παφίους αργότερα με σωρεία κατηγοριών, επειδή αντί να ασχολείται με τα σοβαρότατα ζητήματα της επισκοπικής του περιφέρειας, προτιμούσε να περνά τον περισσότερο χρόνο του στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του μοναστηριού της Χρυσορροϊάτισσας. Οι κατηγορίες των Παφίων κατά του Χαρίτωνος περιελάμβαναν ένα μακροσκελές κατηγορητήριο το οποίο υπεβλήθη στην Ιερά Σύνοδο στις 11 Σεπτεμβρίου 1853 (αμέσως μετά την εκλογή και ενθρόνιση ως νέου αρχιεπισκόπου Κύπρου του Μακαρίου Α', ο οποίος και ασχολήθηκε με τα προβλήματα της επισκοπής Πάφου). Μεταξύ άλλων, ο Χαρίτων κατηγορήθηκε ότι εφησύχαζε στη Χρυσορροϊάτισσα αντί να εργάζεται στα της περιφέρειας του, ότι επί των ημερών του καταστράφηκε και κατεδαφίστηκε το κτίριο της μητρόπολης στο Κτήμα, ότι άστοχα απένειμε αξιώματα σε κληρικούς προκαλώντας διχόνοιες κι αντιζηλίες, ότι διασκόρπισε τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιφέρειας του, ότι πωλούσε εκκλησιαστικά κτήματα σε Τούρκους, ότι προέβαινε σε άσκοπες δαπάνες, ότι δεν κατόρθωσε να ιδρύσει σχολεία στην περιφέρεια του, ότι ήταν ασυνεπής στις υποχρεώσεις του, ότι δωροδοκείτο, ότι ήταν κακός διαχειριστής κλπ.

 

Ο Χαρίτων, αν και προχωρημένης ηλικίας όταν αντιμετώπισε την σωρεία αυτή των κατηγοριών εναντίον του, ωστόσο κατόρθωσε ν' αντεπιτεθεί και να κινητοποιήσει πολλούς φίλους του που μάζεψαν υπογραφές στα διάφορα διαμερίσματα και συνέταξαν αναφορές, που εστάλησαν στον αρχιεπίσκοπο προς υποστήριξη του επισκόπου. Τέτοια έγγραφα σώζονται στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής (κατοίκων διαμερίσματος Αυδήμου ημερομηνίας 9.9.1853, και κατοίκων διαμερίσματος Πάφου ημερομ. 10.9.1853).

 

Στην Αρχιεπισκοπή πραγματοποιήθηκε τότε συνέλευση που αποφάσισε μεν ότι ο Πάφου Χαρίτων ήταν ικανός ιεράρχης και ότι ως γέρων και σεβάσμιος άξιζε κάθε τιμής και υπολήψεως, ταυτόχρονα όμως πήρε και άλλες αποφάσεις που αποδεικνύουν ότι πράγματι υφίσταντο αρκετά προβλήματα τα οποία ο Χαρίτων δεν ήταν σε θέση να επιλύσει. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε όπως ιδρυθούν στην επαρχία Πάφου τρία αλληλοδιδακτικά σχολεία, όπως ανοικοδομηθεί το κτίριο της μητρόπολης στο Κτήμα, όπως απαγορευθεί στον επίσκοπο να πωλεί εκκλησιαστικές περιουσίες και, το σημαντικότερο, όπως διοριστεί εκκλησιαστική επιτροπή για να εποπτεύει τη μητρόπολη Πάφου. Φαίνεται όμως ότι οι αποφάσεις αυτές και ιδίως η εποπτεία από επιτροπή δεν εφαρμόστηκαν, γιατί αυτή ακριβώς την εποχή ο επίσκοπος Χαρίτων πέθανε. Διάδοχος του εξελέγη ο ικανός αρχιμανδρίτης Λαυρέντιος, τον Απρίλιο του 1854.

 

Ο Χαρίτων είναι επίσης γνωστός και από το ότι κατά το 1853, στις παραμονές του Κριμαϊκού πολέμου, είχε γράψει και στείλει μια επιστολή (που δεν σώθηκε και που της οποίας το περιεχόμενο είναι άγνωστο, όπως άγνωστος παραμένει και ο παραλήπτης). Ωστόσο η επιστολή του αυτή είχε περιέλθει σε γνώση των οθωμανικών αρχών και είχε δημιουργήσει σοβαρό ζήτημα. Η Υψηλή Πύλη έδωσε μεγάλη σημασία στην επιστολή αυτή που, μεταξύ άλλων, θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε εχθρότητα μεταξύ Χριστιανών και Οθωμανών και ότι «εγέννησε σπερμολογίες». Στην Κωνσταντινούπολη οι αρχές ζήτησαν εξηγήσεις από το οικουμενικό πατριαρχείο, το οποίο με τη σειρά του απευθύνθηκε θορυβημένο στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ζητώντας του να επιπλήξει τον Χαρίτωνα και ταυτόχρονα να φροντίσει ώστε να αποφεύγονται τέτοιες ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες (η επιστολή του πατριαρχείου σώζεται στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής και είναι ημερομηνίας 1η Οκτωβρίου 1853. Σώζεται επίσης άλλη πατριαρχική επιστολή, ημερομ. 31 Οκτωβρίου 1853, με την οποία ζητείται όπως και πάλι γίνουν υποδείξεις και νουθεσίες στον Πάφου Χαρίτωνα). Ο Χαρίτων, πάντως, είχε τότε απολογηθεί και εκφράσει τη λύπη του προς τις οθωμανικές αρχές.

 

Ο Χαρίτων ήταν ο μόνος επίσκοπος Πάφου, κατά τον 19ο αιώνα, που έφερε όχι μόνο τον τίτλο του μητροπολίτη Πάφου, αλλά και τον τίτλο του υπερτίμου και εξάρχου Αρσινόης και Ρωμαίων. Ο τίτλος του υπερτίμου και εξάρχου, που σε παλαιότερες εποχές απονεμόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, αργότερα απονεμόταν από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.