Χωρεπίσκοποι

Ο χωρεπίσκοπος είναι ιεράρχης, επίσκοπος που δεν έχει δική του επισκοπή αλλά μένει και δρα σε άλλη, εκτελεί δε αρχιερατικά καθήκοντα εξ ονόματος του επισκόπου. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, βοηθός του επισκόπου, ή του αρχιεπισκόπου. Λόγω της επισκοπικής χειροτονίας, ο χωρεπίσκοπος έχει δικαιώματα όσα και ο επίσκοπος. Αλλ' ενώ ο επίσκοπος είναι στον τύπο των 12 αποστόλων, ο χωρεπίσκοπος είναι στον τύπο των 70 αποστόλων. Επειδή δεν έχει δική του έδρα και εκκλησιαστική περιφέρεια, ο χωρεπίσκοπος ασκεί τα επισκοπικά του δικαιώματα στο όνομα του επισκόπου της περιφέρειάς του. Δεν έχει όμως το προνόμιο να χειροτονεί κληρικούς οποιουδήποτε βαθμού.

 

Αρχικά οι χωρεπίσκοποι έπαιρναν μέρος και στις Οικουμενικές Συνόδους, ο δε θεσμός των χωρεπισκόπων ήταν διαδεδομένος στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Σταδιακά όμως περιέπεσε σε αχρηστία, εκτός από την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο. Στην Κωνσταντινούπολη απαντώνται χωρεπίσκοποι στις μεγαλύτερες ενορίες, διοριζόμενοι από τον οικουμενικό πατριάρχη. Στην Κύπρο οι χωρεπίσκοποι δεν εκλέγονται με συμμετοχή και του λαού (όπως ο αρχιεπίσκοπος και οι επίσκοποι) αλλά διορίζονται από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου.

 

Ωστόσο στην Κύπρο δεν υπήρχε κι ούτε υπάρχει καθορισμένος αριθμός χωρεπισκόπων. Σύμφωνα προς τον Καταστατικό Χάρτη  της Εκκλησίας της Κύπρου (άρθρο 64), οι χωρεπίσκοποι εκλέγονται υπό της Ιεράς Συνόδου, προτάσει του αρχιεπισκόπου, εάν πρόκειται περί χωρεπισκόπου της Αρχιεπισκοπής, ή προτάσει του μητροπολίτη, του οποίου προορίζονται ως βοηθοί. Χειροτονούνται σε επισκόπους και τιτλοφορούνται ως χωρεπίσκοποι μιας των «πάλαι ποτέ διαλαμψασών εν Κύπρω επισκοπών», προσφωνούμενοι «θεοφιλέστατοι».

 

Επίσης το άρθρο 65 καθορίζει τους χωρεπισκόπους ως βοηθούς των επισκόπων ή του αρχιεπισκόπου. Το άρθρο 67 λέγει ότι στην Κύπρο οι χωρεπίσκοποι δικαιούνται να κάνουν χειροτονίες μόνο με εντολή του επισκόπου κι εξ ονόματός του. Μετέχουν επίσης της Ιεράς Συνόδου (άρθρο 68).

 

Δεν είναι γνωστό εάν ο θεσμός των χωρεπισκόπων υφίστατο στην Κύπρο από τα Βυζαντινά χρόνια. Τούτο υποθέτει ότι συνέβαινε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ἱστορία Χρονολογική..., Βενετία, 1788, σ. 99, υποσημ. α). Αναφερόμενος σε μια πληροφορία ότι η Κύπρος κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια έφθασε μέχρι του σημείου να έχει περισσότερους από 30 επισκόπους, ο Κυπριανός σημειώνει:  Τῷ  ὄντιἀπίθανον δοκεῖ, ὁτοσούτων ἀρχιερέων ἀριθμός εἰς τάς ἀρχάς τῆς πίστεως...

 

Προσθέτει δε ότι ο αριθμός των 14 επισκόπων (που υφίσταντο μέχρι και τις αρχές του 13ου αιώνα) του φαινόταν υπερβολικός  Ὅθεν μᾶλλον κρίνομεν, γράφει, τούς περισσοτέρους τῶν 14 ἀρχιερέων, οἷόν τινας χωρεπισκόπους καί προεστῶτας Ἐκκλησιῶν τριῶν ἤ τεσσάρων χωρίων καθ' ἕνα...

 

Είναι πιθανό ότι χωρεπίσκοποι υπήρχαν στην Κύπρο κατά τα Βυζαντινά χρόνια, εάν κρίνουμε από μερικές γνωστές περιπτώσεις κατά τις οποίες μαρτυρείται η ύπαρξη αρχιερέων σε συγκεκριμένες περιφέρειες, που έφεραν διαφορετικούς τίτλους. Στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο για παράδειγμα (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.) ανευρίσκουμε τον Κύπριο επίσκοπο Θεοδοσιανής (=Λεμεσού) Σωτήρα να αντιπροσωπεύει τον επίσκοπο Αμαθούντος Ηλιόδωρον. Ασφαλώς η Αμαθούς άκμαζε τότε ακόμη, ενώ η διπλανή Θεοδοσιανή (=Λεμεσός) ήταν μικρός οικισμός που όμως αναφέρεται να είχε δικό της επίσκοπο, τον Σωτήρα. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Σωτήρ ήταν βοηθός του επισκόπου Αμαθούντος Ηλιοδώρου, στον οποίο μάλλον υπαγόταν και η Θεοδοσιανή. Οπότε ο Σωτήρ ήταν περίπου χωρεπίσκοπος.

 

Ο θεσμός των χωρεπισκόπων απαντάται, περιστασιακά, στην Κύπρο από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και εξής, μέχρι και σήμερα. Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1570-71 και την εκδίωξη των Λατίνων από το νησί (περιλαμβανομένης και της Λατινικής Εκκλησίας), η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου αναδιοργανώθηκε αλλά δεν επανιδρύθηκαν και οι 14 επισκοπές που υφίσταντο μέχρι και τις αρχές του 13ου αιώνα. Αντίθετα παρέμειναν οι 4 (αρχιεπισκοπή και 3 επισκοπές), μέχρι και το 1973 οπότε ιδρύθηκαν 2 ακόμη επισκοπές. Έτσι, με την ύπαρξη της αρχιεπισκοπής και 3 μόνο επισκοπών, από το 1571 και ύστερα, αρκετές φορές παρέστη ανάγκη να ιδρυθούν χωρεπισκοπές και να χειροτονηθούν χωρεπίσκοποι.

 

Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι επίσκοποι, πέραν των τριών εκάστοτε κατόχων των γνωστών εδρών που υπάρχουν μέχρι σήμερα (Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας), αναφέρονται και άλλοι, άλλων εδρών, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Όπως λ.χ. κατά καιρούς αναφέρονται επίσκοποι Αμαθούντος (Γερμανός  και Ιωακείμ  τον 16ο αιώνα, Ιερεμίας, Ιάκωβος, Ησαΐας, Γεράσιμος  τον 17ο αιώνα). Είναι πιθανό μερικοί από τους επισκόπους αυτούς να ήταν στην πραγματικότητα χωρεπίσκοποι.

 

Όπως αναφέρεται και στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, κι όπως ίσχυσε και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, οι εκάστοτε χωρεπίσκοποι έπαιρναν (και παίρνουν) τον τίτλο του επισκόπου μιας από τις παλαιές επισκοπές που είχαν ιδρυθεί από τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια κι είχαν ακμάσει καθ' όλη την Βυζαντινή περίοδο. Έτσι, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας απαντούμε χωρεπισκόπους όπως Τρεμιθούντος, Ταμασσού (ή Ταμασέων) κ.α.

 

Με τον τίτλο του Τριμιθούντος απαντούμε τον Νεκτάριον κατά το 1678-1679 (αναβίωση της επισκοπής απλώς και μόνο για διευθέτηση προσωπικού προβλήματος του Νεκταρίου), και τον Σπυρίδωνα κατά το 1802 (που εξελέγη ως βοηθός του γηραιού αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου). Το 1961 απαντούμε ως χωρεπίσκοπο Τριμιθούντος τον Ελλαδίτη Γεώργιον Παυλίδη, που είχε κληθεί ως βοηθός του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'.

 

Προς βοήθεια του γηραιού αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου εξελέγη χωρεπίσκοπος το 1791 κι ο ανεψιός του Χρύσανθος, με τον τίτλο του Ταμασέων μέχρι το 1797, οπότε ανήλθε στον θρόνο Κιτίου.

 

Με τον τίτλο του χωρεπισκόπου Κωνσταντίας απαντούμε από το 1968 μέχρι το 1973 τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α’, ενώ από το 1948 μέχρι το 1959 απαντούμε τον μετέπειτα επίσκοπο Πάφου Γεννάδιο ως χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος. Από το 1973 κ.ε. τον τίτλο του χωρεπισκόπου Σαλαμίνος κατείχε ο Βαρνάβας.

 

Το 1811 βρίσκουμε να αναβιώνει και η επισκοπή Λαμπούσης, για 5 περίπου χρόνια, με χωρεπίσκοπο τον Λαυρέντιον, μετέπειτα επίσκοπο Κυρηνείας, που εκτελέστηκε από τους Τούρκους το 1821. Ως επίσκοπος Λαμπούσης (χωρεπίσκοπος) αναφέρεται κατά το 1692 ο Ιάκωβος.

 

Το 2007 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αποφάσισε την αύξηση των μητροπόλεων και χωρεπισκοπών της. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια απόφαση ανασύστασης παλαιών επισκοπών, που για διάφορους ιστορικούς λόγους έπαψαν να υφίστανται και ενσωματώθηκαν στα διοικητικά όρια των μέχρι τότε έξι επισκοπικών περιφερειών (Αρχιεπισκοπή και πέντε μητροπόλεις: Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας, Λεμεσού, Μόρφου. Εκτός του αρχιεπισκόπου και των πέντε μητροπολιτών υπήρχαν τότε και δύο χωρεπίσκοποι: Σαλαμίνος και Τριμιθούντος). Με τη νέα απόφαση προστέθηκαν οι χωρεπισκοπές Καρπασίας και Αρσινόης, ενώ με μεταγενέστερη απόφαση τον ίδιο χρόνο δημιουργήθηκε και η χωρεπισκοπή Αμαθούντος.