Λευκωσία επαρχία

Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική

Image

Το αρχαιότερο δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής που σώζεται στην επαρχία της Λευκωσίας είναι το «Μαρτύριο» του Αγίου Ηρακλειδίου στο ομώνυμο μοναστήρι στο χωριό Πολιτικό. Δυστυχώς το «Μαρτύριο», που ήταν κτισμένο πάνω από τον τάφο του αγίου, καταστράφηκε τελείως και τμήμα του έχει καλυφθεί με το μεταγενέστερο (14ος αιώνας) μαυσωλείο. Το ψηφιδωτό δάπεδο που σώθηκε, το τοποθετεί πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα. Στις αρχές του 5ου αιώνα, αν όχι νωρίτερα, τοποθετείται και η τρίκλιτη βασιλική που βρίσκεται εν μέρει κάτω από το σημερινό καθολικό του μοναστηριού του Αγίου Ηρακλειδίου. Η βασιλική αυτή είχε νάρθηκα και αίθριο στα δυτικά, ενώ ημικυκλικός τοίχος περιέκλειε στ' ανατολικά ανοικτή πλακόστρωτη αυλή.

 

Στα τέλη του 4ου αιώνα πρωτοκτίσθηκε η βασιλική των Σόλων σύμφωνα με τον ανασκαφέα της. Αργότερα, στα τέλη του 5ου αιώνα, η βασιλική αυτή διευρύνθηκε και επεκτάθηκε ώστε έγινε η μεγαλύτερη τρίκλιτη βασιλική της Κύπρου. Η βασιλική δεν είχε νάρθηκα αλλά τετράστωο αίθριο στο μέσο του οποίου, σε υπερυψωμένη εξέδρα, υπήρχε οκτάπλευρη φιάλη. Η βασιλική αυτή καταστράφηκε και ξανακτίσθηκε κατά τις δυο πρώτες αραβικές επιδρομές, σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στο αίθριό της.

 

Στον 6ο αιώνα χρονολογείται η πρώτη βασιλική που βρίσκεται κάτω από την εκκλησία του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική μικρών σχετικά διαστάσεων. Και η βασιλική αυτή καταστράφηκε κατά τις πρώτες αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα και ξανακτίσθηκε αργότερα με ελαφρά διαφορετικό προσανατολισμό. Στον 6ο αιώνα χρονολογούνται και δυο βασιλικές της Λευκωσίας: μια κάτω από την εκκλησία της Παναγίας Οδηγήτριας που είναι γνωστή σαν Bedestan και η άλλη που είχε εντοπισθεί πριν από 60 περίπου χρόνια κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών στην οδό Θησέως, κοντά στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Μια άλλη βασιλική έχει εντοπισθεί στην τοποθεσία Φυλόρτζια στα νοτιοανατολικά της Αγλαντζιάς. Από την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο έχει εντοπισθεί λουτρό κοντά στα Λαγουδερά. Κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών, ίσως τον 8ο αιώνα, ξανακτίσθηκε η βασιλική του Αγίου Ηρακλειδίου, αλλά τη φορά αυτή τις κιονοστοιχίες που χώριζαν τα τρία κλίτη αντικατέστησαν πεσσοστοιχίες. Μερικοί από τους πεσσούς που χώριζαν τα κλίτη της βασιλικής αυτής βρίσκονται εντοιχισμένοι στο σημερινό καθολικό του μοναστηριού, είτε με τη μορφή αντηρίδων στον νότιο τοίχο του καθολικού, είτε ενσωματωμένοι στους ισχυρούς πεσσούς που χωρίζουν τα δυο κλίτη του καθολικού. Κατά την περίοδο αυτή ξανακτίσθηκε και η βασιλική του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου. Κατά τον 8ο ή 9ο αιώνα πρωτοκτίσθηκε και η εκκλησία των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος πιθανώς σαν τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική. Από τη βασιλική αυτή σώζεται τμήμα του βόρειου τοίχου ενσωματωμένο στην εκκλησία του 12ου αιώνα που σώζεται μέχρι σήμερα, ενώ σε έρευνα που είχε γίνει πριν από το 1960 στο εσωτερικό του ναού βρέθηκε το σύνθρονο και η βάση του τέμπλου.

 

Στις αρχές του 12ου αιώνα κτίσθηκε η σημερινή πεντάτρουλλη εκκλησία των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα.

 

Οι εκκλησίες του τύπου του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο εμφανίζονται τον 11ο αιώνα. Στον αιώνα αυτόν χρονολογούνται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Στέγης κοντά στην Κακοπετριά και το καθολικό του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον Καλοπαναγιώτη. Και οι δυο αυτές εκκλησίες ανήκουν στον τύπο του απλού τετράστυλου εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο αλλά έχουν ορισμένα διαφορετικά μορφολογικά στοιχεία. Στον 12ο αιώνα μπορεί να χρονολογηθεί η μικρή εκκλησία του Αγίου Αντύπα στο Πυρόι που κι αυτή είναι τετράστυλη με πολύ ψηλές όμως αναλογίες.

 

Κατά τον 12ο αιώνα διαδίδεται και στην επαρχία της Λευκωσίας ο τύπος του μονόκλιτου με τρούλλο. Εκκλησίες του τύπου αυτού είναι εκείνη των Αγίων Αποστόλων στο Πέρα Χωριό Νήσου, της οποίας ο τρούλλος δεν έχει τύμπανο, της Παναγίας του Άρακος στα Λαγουδερά και η πρώτη μορφή της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσαλινιώτισσας της Λευκωσίας. Κατά τον 12ο αιώνα συνεχίζεται η χρήση και της καμαροσκέπαστης εκκλησίας. Στον τύπο αυτό ανήκουν η εκκλησία της Παναγίας Φορβιώτισσας που είναι γνωστή σαν Ασίνου, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου κοντά στον Οίκο Μαραθάσας κ.α.

 

Η κατάκτηση της Κύπρου από τους Φράγκους δεν εμπόδισε την ανάπτυξη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η ανέγερση ναών στους καθιερωμένους βυζαντινούς τύπους συνεχίζεται και κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Οι εκκλησίες όμως του τύπου του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο περιορίζονται σημαντικά. Σήμερα μόνο μια εκκλησία του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο από την περίοδο αυτή σώζεται, εκείνη του Αγίου Γεωργίου στον Άγιο Γεώργιο της Σολέας. Περισσότερη χρήση γίνεται του τύπου του μονόκλιτου με τρούλλο. Εκκλησίες του τύπου αυτού είναι εκείνες του Αγίου Δημητριανού και του Αγίου Γεωργίου στο Δάλι, της Παναγίας στο χωριό Αρεδιού, του Αγίου Επιφανίου και της Αγίας Αικατερίνης στη Λουρουτζίνα και του Αγίου Βασιλείου που μετετράπη σε τζαμί, στην Πέτρα, και κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, καθολικό άλλοτε του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου, στην Ορούντα.

 

Κατά την ίδια περίοδο συνεχίζεται και η ανέγερση καμαροσκέπαστων εκκλησιών όπως της Παναγίας Παλλουριώτισσας στην Ποταμιά, της Αγίας Μαρίνας της Λουρουτζίνας (κατεδαφίσθηκε από τους Τούρκους), του Αγίου Γεωργίου στο Καπούτι, της Αγίας Βαρβάρας στην Περιστερώνα, της Αγίας Θέκλης στο Μαρκό, του Αγίου Γεωργίου στο Ποτάμι, της Αγίας Παρασκευής στα Λεύκαρα και πολλές άλλες.

 

Μεγάλη διάδοση κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας είχε, στις ορεινές κυρίως περιοχές, ο τύπος της ξυλόστεγης εκκλησίας, μονόκλιτης ή τρίκλιτης. Στον τύπο της μονόκλιτης με ισχυρώς επικλινή δίρριχτη στέγη ανήκουν οι εκκλησίες Παναγίας του Μουτουλλά, Αγίας Άννας στα Καλιάνα, Αρχαγγέλου Πεδουλά, Ποδίθου, Αγίου Σωζομένου, Αρχαγγέλου, Αγίας Παρασκευής, Αγίου Γεωργίου και Αγίου Νικολάου στη Γαλάτα, της Αγίας Χριστίνας στον Ασκά, του Σταυρού του Αγιασμάτι κοντά στην Πλατανιστάσα, της Θεοτόκου στην Κακοπετριά, του Αγίου Νικολάου στη Τσακκίστρα, της Αγίας Μαρίνας στον Πεδουλά, του Αγίου Ανδρονίκου στον Καλοπαναγιώτη, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Σαράντι κ.α. Τρίκλιτες εκκλησίες της εποχής της Φραγκοκρατίας - Βενετοκρατίας είναι της Παναγίας στο Κούρδαλι, της οποίας τα κλίτη χωρίζονται με ξύλινους πασσάλους, της Παναγίας στο Παλαιχώρι, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στον Ασκά, του Σταυρού στην Αγία Ειρήνη κ.ά.

 

Κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας αναπτύσσεται ένας ιδιαίτερος ρυθμός που συνδυάζει τη βυζαντινή με τη γοτθική αρχιτεκτονική. Στον ρυθμό αυτό κτίσθηκαν οι εκκλησίες της Παναγίας Οδηγήτριας (Bedestan) στη Λευκωσία, του Αρχαγγέλου στο ομώνυμο μοναστήρι της Λακατάμιας, του Σταυρού του Μισιρίκου (τζαμί Arablar), του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου, του Αγίου Μάμαντος στον Άγιο Σωζόμενο και του Αγίου Μάμαντος στο Δάλι.

 

Ο ρυθμός αυτός μας έδωσε ακόμη μια εκκλησία, εκείνη του Αρχαγγέλου του Τρυπιώτη στη Λευκωσία στα τέλη του 17ου αιώνα. Όμως η περίοδος της Τουρκοκρατίας ήταν περίοδος παρακμής και σε πολλά σημεία παρανόησης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κτίσθηκαν στον τύπο του μονόκλιτου με τρούλλο οι εκκλησίες της Παναγίας στο Τραχώνι, του Αρχαγγέλου στα Πέρα και του Αγίου Δομετίου στον  Άγιο Δομέτιο. Οι περισσότερες εκκλησίες που κτίσθηκαν κατά την περίοδο αυτή στα πεδινά ήσαν καμαροσκέπαστες όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Πίπης και ο Άγιος Αντώνιος στη Λευκωσία, τα καθολικά των μοναστηριών του Αγίου Ηρακλειδίου, του Αρχαγγέλου Αναλιόντα και του Αγίου Παντελεήμονος της Αχεράς, ο Άγιος Γεώργιος στο Καπούτι, η Παναγία στη Μαλούντα, η Παναγία στον Κουτραφά, η Αγία Μαρίνα στην Κυθρέα, ο Άγιος Παύλος στη Λευκωσία, ο Άγιος Γεώργιος στο χωριό Μάμμαρη, ο Άγιος Σάββας και ο Άγιος Κασσιανός στη Λευκωσία κ.ά. Μόνο το καθολικό του μοναστηριού του Κύκκου κτίσθηκε σ' ένα περίεργο τύπο βασιλικής με τρούλλο.

 

Στις ορεινές περιοχές συνεχίσθηκε η ανέγερση ξυλόστεγων εκκλησιών, κυρίως μονόκλιτων. Κτίσθηκαν όμως και μερικές τρίκλιτες όπως ο Άγιος Γεώργιος στο Μηλικούρι και ο Άγιος Κυριακός στον Κάμπο, ο Άγιος Γεώργιος στο Γούρρι, η Παναγία στην Κοράκου (αρχικά μονόκλιτη). Μονόκλιτες εκκλησίες αναφέρονται εκείνες των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, του Αγίου Γεωργίου, του Αρχαγγέλου και της Θεοσκέπσατης στον Καλοπαναγιώτη, του Αγίου Ανδρονίκου στο Μηλικούρι, του Αγίου Μάμαντος και της Μεταμορφώσεως στον Μουτουλλά, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Γεωργίου στον Πεδουλά, του Αγίου Λουκά στην Κοράκου, της Μεταμορφώσεως στην Κακοπετριά, και αρκετές άλλες.

 

Στα τέλη της Τουρκοκρατίας, κυρίως όμως στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν να κτίζονται μονόκλιτες εκκλησίες καλυμμένες με ένα είδος κτιστών σταυροθολίων που μιμούνται ψευδογοτθικά πρότυπα τελείως απλοποιημένα.

 

Γοτθική αρχιτεκτονική: Από την πλούσια γοτθική αρχιτεκτονική της Λευκωσίας, σήμερα σώζονται μόνο ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας που άρχισε να κτίζεται από τον 13ο αιώνα και μετετράπη σε τζαμί από το 1570, η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης που κι αυτή είχε μετατραπεί σε τζαμί, η εκκλησία των Αυγουστινιανών, που είχε υποστεί πολλή καταστροφή κατά την πολιορκία της Λευκωσίας, αλλά αφού επισκευάσθηκε με ξύλινη στέγη μετετράπη σε τζαμί, και μικρό τμήμα άγνωστης εκκλησίας που είναι γνωστή σαν Γενιή τζαμί. Κατά τον C. Enlart, το Buyuk Hamam είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ορνιθίων.

 

Από την κοσμική αρχιτεκτονική σώζεται το Chapter House στη Λευκωσία και τα ισόγεια δυο άλλων μεσαιωνικών σπιτιών στη Λευκωσία, ενώ η οικία Jeffery, που είχε μετατραπεί σε Μουσείο αρχιτεκτονικών μελών, διασώζει πολλά γοτθικά στοιχεία. Σώζονται ακόμη τμήματα της βασιλικής έπαυλης στην Ποταμιά ενσωματωμένα σε μεταγενέστερα κτίσματα.

 

Αθ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ