Κούριο

Τα Λουτρά

Image

Οι ανασκαφές στον χώρο της αρχαίας πόλης του Κουρίου έγινα υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Δήμου Χρήστου. Οι ανασκαφές της περιόδου (1987 -1990) έφεραν στο φως μεγάλα τμήματα των λουτρών της πόλης, καθώς κι έναν μνημειακό κτιστό τάφο στην τοποθεσία «Άγιος Ερμογένης», που αποτελεί και τον πρώτο βασιλικό τάφο στον χώρο αυτό.

 

Τα λουτρά: Τα δημόσια λουτρά της πόλης άρχισαν ν' αποκαλύπτονται από το 1987 κατά μήκος της εξωτερικής πλευράς του νότιου τοίχου του Νυμφαίου. Μέχρι το 1990 αποκαλύφθηκαν επτά συνολικά θερμά λουτρά. Μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα, διαστάσεων 14X9 μέτρων, ήλθε στο φως το 1989, εφοδιασμένη με τέλειο υπόκαυστο σύστημα από συμμετρικές στηλίδες πυρίκαυστων τούβλων και υπολείμματα μαρμάρινου δαπέδου. Η αίθουσα αυτή αποτελεί συνέχεια άλλων 4 θερμών λουτρών που είχαν αποκαλυφθεί το 1987 και το 1988. Το 1990 απεκαλύφθη κι άλλη αίθουσα, διαστάσεων 12X8 μέτρων·­­­­ σ' αυτήν διασώζονται τα κάτω τμήματα όλων σχεδόν των συμμετρικών στηλίδων του τέλειου υπόκαυστου συστήματος της. Οι στηλίδες στήριζαν ένα ομοιογενές δάπεδο, πάχους 25 εκατοστών, από συμπαγές ασβεστοκονίαμα και επίστρωση με μαρμάρινες πλάκες. Η αίθουσα αυτή, που είναι αψιδωτή (όπως και η κεντρική διπλανή της) ταυτίζεται με ιδρωτήριο (sudatorium). Ο χώρος του θερμαστή -κλιβάνου (prefurnium) βρίσκεται στο μέσο του ανατολικού τοίχου της αίθουσας. Άλλες από τις αίθουσες που αποκαλύφθηκαν ήσαν αίθουσες θερμών λουτρών (caldarium) και ημίθερμων λουτρών (tepitarium). Αναμένεται ότι θα αποκαλυφθούν κατά τις επόμενες ανασκαφικές περιόδους και τα κρύα διαμερίσματα των λουτρών (frigidaria) καθώς και τα αποδυτήρια.

 

Παρόμοιο τεράστιο σύμπλεγμα δημοσίων λουτρών φαίνεται ότι υφίστατο και στην αντίθετη (βόρεια) πλευρά του Νυμφαίου. Ήδη τμήματα και του δεύτερου αυτού συμπλέγματος λουτρών άρχισαν να αποκαλύπτονται. Υπήρχαν, δηλαδή, δυο μεγάλα συγκροτήματα δημοσίων λουτρών, μεταξύ δε αυτών υπήρχε άλλο μεγαλόπρεπο δημόσιο οικοδόμημα, το Νυμφαίον, που απεκαλύφθη λίγα χρόνια πιο πριν.

 

Τα κινητά ευρήματα των νέων ανασκαφών περιλαμβάνουν ορειχάλκινα νομίσματα, μετάλλινα έργα, γυάλινα θραύσματα αγγείων, πλήθος κεραμικών οστράκων και διάφορα άλλα αντικείμενα από τα οποία το πιο σημαντικό είναι μια κεφαλή μικροσκοπικού μαρμάρινου αγάλματος του Ασκληπιού, θαυμάσιας τέχνης, που χρονολογήθηκε στον 2ο μ.Χ.

 

Τα λουτρά χρονολογήθηκαν μεταξύ του 1ου και του 4ου μ.Χ. αιώνα. Μετά την καταστροφή τους από δυνατό σεισμό, κατά τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα, εγκαταλείφθηκαν. Αργότερα (5ος μ.Χ. αιώνας) ο χώρος των λουτρών απετέλεσε οικιστικό τμήμα της πρωτοχριστιανικής πόλης του Κουρίου. 

 

Ο βασιλικός τάφος: Παράλληλα προς τις ανασκαφικές εργασίες στον χώρο της πόλης του Κουρίου, ανασκάφηκε το 1989 και το 1990 κι ένας εντυπωσιακός βασιλικός τάφος. Βρίσκεται στην τοποθεσία «Άγιος Ερμογένης», κοντά στο ομώνυμο εκκλησάκι, που αποτελούσε ένα των νεκροταφείων της αρχαίας πόλης κι εκτεινόταν στην παράκτια πεδιάδα ακριβώς στα ανατολικά του λόφου του Κουρίου.

 

Πρόκειται για μεγάλο υπόγειο τάφο που αποτελείται από ένα περίτεχνο νεκρικό θάλαμο κι ένα τεράστιο επικλινή δρόμο. Ολόκληρο το μνημείο καλυπτόταν από χωμάτινο τύμβο. Ο νεκρικός θάλαμος είναι ολότελα κτισμένος από επιμελημένους πελεκητούς ασβεστόλιθους κατά το ανώμαλο ισόδομο σύστημα κι έχει ορθογώνια κάτοψη, μήκους 6,20 μ. και πλάτους 2,75 μ. Τα πλάγια τοιχώματα του καταλήγουν σε θολωτή εκφορική οξυκόρυφη στέγη, το δάπεδο του είναι επιστρωμένο με ομοιόμορφες ασβεστολιθικές πλάκες, και το ύψος του φθάνει τα 4,20 μ. Η πρόσοψη του νεκρικού θαλάμου είναι κτισμένη με το ίδιο ανώμαλο ισοδομικό σύστημα κι έχει ύψος 6,70 μ. και πλάτος 6,20 μ. Το στόμιο του θαλάμου, διαστάσεων 1,70X1,25 μ., είναι ένα ορθογώνιο άνοιγμα, λαξευμένο μέσα σ' ένα μεγάλο μονόλιθο, και πάνω απ' αυτό βρίσκεται το ανώφλιο, που είναι ένας τεράστιος μονόλιθος μήκους 4 μ., ύψους 1,10 μ. και πάχους 0,95 μ.

 

Ο επικλινής δρόμος του τάφου έχει ακανόνιστη ορθογώνια κάτοψη, μήκους 24 μ. και μέσου πλάτους 6,50 μ. Το μέγιστο ύψος των κάθετων πλάγιων τοιχωμάτων ξεπερνά τα 4 μ.

 

Σύμφωνα με τα γενικά αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα, ο μνημειακός αυτός τάφος κτίστηκε στα τέλη της Κυπρο - Αρχαϊκής II περιόδου, δηλαδή μεταξύ 500 - 475 π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε για τρεις διαδοχικές ταφές από τις οποίες η τελευταία χρονολογείται στο 350 π.Χ. περίπου. Αυτό συμπεραίνεται από τα θραύσματα τριών λίθινων σαρκοφάγων και από τη χρονολόγηση της κεραμικής και των διαφόρων άλλων κτερισμάτων, που βρέθηκαν στον νεκρικό θάλαμο. Αναμφίβολα το μεγαλόπρεπο αυτό ταφικό μνημείο ήταν ένας από τους οικογενειακούς βασιλικούς τάφους του αρχαίου Κουρίου, ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά δείγματα του είδους του και ο μεγαλύτερος, σε μέγεθος νεκρικού θαλάμου και πρόσοψης, απ' όλους τους μέχρι σήμερα γνωστούς ομοειδείς τάφους σ' ολόκληρη την Κύπρο και την Ελλάδα.

 

Η χρονολόγηση της πρώτης ταφής, που εντάσσεται μεταξύ των ετών 500 και 475 π.Χ., πολύ πιθανό να συμπίπτει με την περίοδο της βασιλείας του Στασάνορος, του βασιλιά του Κουρίου, που τήρησε φιλοπερσική στάση στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης (499 – 498 π.Χ.), και της παράλληλης εξέγερσης των ενωμένων κυπριακών βασιλείων εναντίον των Περσών με αρχηγό τον Ονήσιλο.

 

Διάφορα ευδιάκριτα ίχνη τυμβωρυχίας και λιθωρυχίας στον νεκρικό θάλαμο, στο στόμιο και στο δρόμο του τάφου, φανερώνουν ότι τα πλουσιότατα κτερίσματα των τριών βασιλικών ταφών συλήθηκαν δυο τουλάχιστον φορές στο παρελθόν. Οι συλητές των κτερισμάτων της πρώτης κυπρο-αρχαϊκής ταφής εισήλθαν στον νεκρικό θάλαμο, πριν από τη δεύτερη ταφή, αφού παραβίασαν και έσπασαν τη μεγάλη ασβεστολιθική πλάκα που έφρασσε το στόμιο. Οι συλητές των δυο μεταγενέστερων κυπρο - κλασσικών ταφών εισήλθαν στον νεκρικό θάλαμο από μια μεγάλη οπή, που άνοιξαν στην οροφή του τάφου. Ο τάφος πολύ πιθανό να συλήθηκε και μια τρίτη φορά από τους λιθωρύχους, που αφαίρεσαν όλους τους πελεκητούς λίθους από τα δυο τμήματα των πλάγιων τοιχωμάτων του δρόμου, που αποτελούσαν αρμονικό κτιστό σύνολο με την πρόσοψη του τάφου. Παρόλο που ο τάφος συλήθηκε επανειλημμένα, ο νεκρικός θάλαμος, που ερευνήθηκε εξονυχιστικά στη διάρκεια της συστηματικής ανασκαφής του, απέδωσε μεγάλο αριθμό σπασμένων πήλινων αγγείων, εκλεκτά δείγματα χρυσών, αργυρών και χάλκινων κοσμημάτων και διαφόρων άλλων αντικειμένων των τελευταίων Κυπρο- Αρχαϊκών και των Κυπρο- κλασσικών χρόνων, που διέφυγαν της προσοχής των τυμβωρύχων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μερικά τεμάχια από τα αποκαλυφθέντα χρυσά κοσμήματα, που ανήκουν σ' ένα βασιλικό διάδημα, σε περιδέραια και σε βραχιόλια, είναι ακριβώς τα ίδια με μερικά αντίστοιχα τεμάχια χρυσών κοσμημάτων, που περιλαμβάνονται στον περίφημο «θησαυρό του Κουρίου», που απεκόμισε ο Λ.Π. ντι Τσεσνόλα* από το Κούριον το 1874 και σήμερα βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Επομένως είναι πολύ πιθανό ο ανεκτίμητος αυτός θησαυρός να προέρχεται από αυτό τον μνημειακό βασιλικό τάφο του Κουρίου.

 

Στη συνέχεια οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν βασικά στην περιοχή του Νυμφαίου, επίσης βόρεια και νότιά του, όπου αποκαλύφθηκαν πλήρως τα μεγάλα οικοδομήματα των δημοσίων λουτρών της πόλης, καθώς και στην περιοχή της αγοράς.

Τα δημόσια λουτρά: Το οικοδομικό σύμπλεγμα των δημοσίων λουτρών στο βόρειο (βορειοανατολικό) τμήμα αποτελείτο από πέντε διαμερίσματα θερμών λουτρών (thermae) και δύο κρύων (frigitaria), που επικοινωνούσαν με έξι δωμάτια /αποδυτήρια. Τα διαμερίσματα των θερμών λουτρών είχαν (όπως όλα τα θερμά λουτρά της εποχής) υπόγειον χώρο με σειρές από χαμηλές κολώνες από τούβλα που στήριζαν το πάτωμα. Υπήρχε δηλαδή το λεγόμενο «υπόκαυστο» στο οποίο διοχετευόταν ο ζεστός αέρας που θέρμαινε το πάτωμα και γενικότερα το χώρο των θερμών λουτρών. Αποκαλύφθηκε επίσης στον χώρο αυτό και το δωμάτιο στο οποίο έκαιγε η φωτιά που παρείχε τη θερμότητα (praefurnium). To δωμάτιο που συνδεόταν άμεσα με το praefurnium ήταν δωμάτιο ατμόλουτρου (sudatorium), το επόμενο ήταν δωμάτιο θερμού λουτρού (caldarium) και το τρίτο ήταν δωμάτιο ημίθερμου λουτρού (tepidarium). Τα υπόλοιπα δύο δωμάτια των θερμών λουτρών, που κατελάμβαναν τον κύριο χώρο του συμπλέγματος, είχαν δικά τους χωριστά praefurnia και ήσαν επίσης δωμάτια ατμόλουτρου. Αποκαλύφθηκαν τα υπόκαυστα, ενώ το πάτωμα όλων αποτελείτο από μαρμάρινες πλάκες. Μια μεγάλη αίθουσα υποδοχής υπήρχε επίσης, γύρω από την οποία υφίσταντο τέσσερις διάδρομοι με επίσης μαρμάρινα πατώματα. Αντιθέτως, το πάτωμα της αίθουσας υποδοχής ήταν διακοσμημένο από πολύχρωμο ψηφιδωτό με παραστάσεις πιθανώς κυνηγίου καθώς και γεωμετρικών σχεδίων. Το πάτωμα αυτό αποκαλύφθηκε σε πολύ φθαρμένη κατάσταση. Η αίθουσα αυτή επικοινωνούσε με ένα δεύτερο σύμπλεγμα κρύων λουτρών, στα ανατολικά, καθώς και με μία σειρά έξι δωματίων στα νότια - νοτιοανατολικά, που φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ως αποδυτήρια.

 

Τα κατάλοιπα άλλων έξι θερμών λουτρών και ενός κρύου, αποτελούσαν ένα δεύτερο συγκρότημα δημοσίων λουτρών στα νότια (νοτιοδυτικά) του Νυμφαίου. Τρία από τα θερμά λουτρά ήσαν παρόμοια προς τα τρία συνεχόμενα του αντίθετου συμπλέγματος, ήσαν δηλαδή sudatorium, caldarium και tepidarium. Τα άλλα τρία θερμά λουτρά αυτού του συγκροτήματος αποτελούνταν από ένα κεντρικό sudatorium και δύο άλλα. Τρεις δεξαμενές νερού υπήρχαν επίσης, και κοντά σ' αυτές αποκαλύφθηκαν τμήματα δαπέδου με ψηφιδωτές παραστάσεις με συνδυασμό μαύρων, άσπρων και κοκκινωπών ψηφίδων. Το ψηφιδωτό αυτό χρονολογείται στα τέλη των Ελληνιστικών Χρόνων και είναι το τρίτο δείγμα αυτής της εποχής που έχει έως σήμερα βρεθεί στην Κύπρο. Και σ' αυτό το συγκρότημα των λουτρών αποκαλύφθηκαν και τα υπόκαυστα, εκ των οποίων ένα σε πολύ καλή κατάσταση.

 

Τα συγκροτήματα αυτά των δημοσίων λουτρών ακολουθούν, χρονολογικά, τις τρεις πρώτες αρχιτεκτονικές φάσεις του Νυμφαίου, το οποίο και πλαισιώνουν, που τοποθετούνται από τις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα μέχρι και το δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Μετά την καταστροφή τους, μάλλον από τους μεγάλους σεισμούς του 365 μ.Χ., τα δημόσια λουτρά της πόλης εγκαταλείφθηκαν και στον ίδιο χώρο ανεγέρθησαν μικρές οικιστικές μονάδες.