Σαλαμίνα

Περσική κυριαρχία (546-332 π.Χ.)- Ευαγόρας Α'

Image

Όντας υποτελής στους Αιγυπτίους, κι όταν οι Αιγύπτιοι υπέκυψαν στους Πέρσες, η Κύπρος αναγκάστηκε ν' αναγνωρίσει κι αυτή την περσική κυριαρχία. Οι Κύπριοι βασιλιάδες απέφυγαν τη σύγκρουση, διατήρησαν τους θρόνους τους και την αυτονομία τους, και κατέβαλλαν τώρα τους φόρους τους στους Πέρσες.  Ήταν όμως υποχρεωμένοι να συνδράμουν και στρατιωτικά τις περσικές δυνάμεις, όταν αυτό τους εζητείτο. Και ήδη το 525 π.Χ. αναφέρεται ότι οι Κύπριοι (όπως και οι Φοίνικες και οι Ίωνες και άλλοι) βοήθησαν με το ναυτικό τους τον Καμβύση, στην εκστρατεία του κατά των επαναστατημένων Αιγυπτίων.

 

Και τον μεν Καμβύση οι Κύπριοι βοήθησαν πρόθυμα μάλλον, αφού η εκστρατεία του στρεφόταν κατά της Αιγύπτου. Εκεί που τα πράγματα έγιναν περίπλοκα ήταν όταν οι Πέρσες στράφηκαν κατά των Ελλήνων. Η Σαλαμίς, κυρίως, έχοντας συναίσθηση της ελληνικότητάς της και εξακολουθώντας να διατηρεί στενές σχέσεις με τον ελληνικό χώρο, βρέθηκε ενώπιον μιας καταστάσεως που, ασφαλώς, της δημιούργησε σοβαρά προβλήματα. Κι έχουμε, πρώτα, την περίπτωση του βασιλιά Γόργου και του νεότερου αδελφού του Ονήσιλου.

 

Ο Ονήσιλος, διαφωνώντας ριζικά με την φιλοπερσική πολιτική του αδελφού του, κατόρθωσε να τον εκθρονίσει και να πάρει στα χέρια του την εξουσία στη Σαλαμίνα, την οποία κι οδήγησε αμέσως σε εξέγερση κατά των Περσών, ακολουθώντας την επανάσταση των Ιώνων το 499 π.Χ. Κι όχι μόνο τη Σαλαμίνα οδήγησε στον πόλεμο αυτό, αλλά ηγήθηκε κι όλων των Κυπρίων, πλην των Αμαθουσίων που αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν. Οι Ίωνες βοήθησαν και στρατιωτικά τους Κυπρίους, αντιμετωπίζοντας κυρίως το ναυτικό των Περσών με το δικό τους ισχυρό ναυτικό, και νικώντας το σε ναυμαχία στ' ανοικτά της Σαλαμίνος. Στον κάμπο έξω από τη Σαλαμίνα έδωσαν οι ενωμένες κυπριακές δυνάμεις την αποφασιστική τους μάχη κατά των Περσών. Ο Ονήσιλος προσωπικά κατέβαλε και σκότωσε τον αρχηγό των Περσών Αρτύβιο*.   Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης όμως οι Κουριείς εγκατέλειψαν τον Ονήσιλο και συμπαρατάχθηκαν με τους Πέρσες. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και τα άρματα των Σαλαμινίων, προδίδοντας έτσι τον Ονήσιλο και τους άλλους Κυπρίους που έχασαν τον πόλεμο και υποδουλώθηκαν ξανά στους Πέρσες. Ο Ονήσιλος σκοτώθηκε στη μάχη, αγωνιζόμενος μέχρι το τέλος, όπως κι ο Αριστόκυπρος, βασιλιάς των Σόλων (βλέπε λήμμα Ονήσιλος).

 

Η εγκατάλειψη του Ονήσιλου από μια μερίδα του δικού του στρατού (τη δύναμη των αρμάτων), φανερώνει τις διάφορες χάσεις και τη διχογνωμία που επικρατούσε στην πόλη ως προς τις πολιτικές της επιλογές. Τα άρματα είχαν, ίσως, παραμείνει πιστά στον Γόργο, που όχι μόνο επανήλθε στον θρόνο της Σαλαμίνος με τη βοήθεια των Περσών, αλλά και συμμετείχε, λίγο αργότερα, στις περσικές ναυτικές δυνάμεις του Ξέρξη όταν αυτός εξεστράτευσε κατά της Ελλάδος (και συνετρίβη από τους   Έλληνες στη γνωστή ναυμαχία κοντά στο νησί της Σαλαμίνος, αυτό που έδωσε την ονομασία του στην κυπριακή πόλη).

 

Τις λαμπρές όσο και καθοριστικές κι αλλεπάλληλες νίκες των Ελλήνων κατά των Περσών (στον Μαραθώνα,  στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές (Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή στις 27 Αυγούστου 479 π.χ.), ακολούθησαν δικές τους αντεπιθέσεις εναντίον των Περσών που τελικά κορυφώθηκαν με την πανελλήνια εκστρατεία υπό τον Μέγα Αλέξανδρο.

 

Οι Αθηναίοι επανειλημμένα έστειλαν δυνάμεις τους στην Κύπρο, όπου αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση του νησιού από τον περσικό ζυγό, αλλά χωρίς επιτυχία. Οι Πέρσες ήλεγχαν πλέον πολύ στενά όλες τις κυπριακές πόλεις, στις οποίες είχαν εγκαταστήσει φρουρές. Τέτοιες φρουρές θα πρέπει να υπήρχαν και στη Σαλαμίνα, όπου θα στάθμευε και ναυτική δύναμη, προς την οποία συγκρούστηκαν οι ναυτικές δυνάμεις του Κίμωνος* όταν, μετά τον θάνατο του αρχηγού τους στο Κίτιον, επέστρεφαν στην Αθήνα.

 

Μέσα σ' αυτό το κλίμα πίεσης και σκληρού ελέγχου παρατηρείται για πρώτη και τελευταία φορά το φαινόμενο της αναρρίχησης όχι Έλληνα στον θρόνο της Σαλαμίνος. Πρόκειται για τον Αβδήμονα*, που ήταν Φοίνικας, καταγόμενος κατ' άλλες πηγές από την Τύρο, κατ' άλλες από το Κίτιον της Κύπρου. Οι Φοίνικες, πιστοί σύμμαχοι των Περσών, κυριαρχούσαν στο Κίτιον το οποίο προσπάθησε να καταλάβει ο Κίμων ο Αθηναίος πιο πριν. Με τη βοήθεια του βασιλείου του Κιτίου, κι ασφαλώς και με την περσική συμπαράσταση, ο Φοίνικας Αβδήμων κατόρθωσε να εκθρονίσει μάλλον τον βασιλιά της Σαλαμίνος Ευάνθη* και να ανέλθει στον θρόνο της πόλης αυτής. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς συνέβη αυτό. Το γεγονός, όμως, θα πρέπει ν' ακολούθησε κάποιαν αναστάτωση, που ίσως είχε αναγκάσει τους Πέρσες να επέμβουν, προωθώντας τον Αβδήμονα στον θρόνο της Σαλαμίνος. Πιθανώς είχε επαναληφθεί εδώ αυτό που οι Πέρσες είχαν εφαρμόσει στους Σόλους μετά την επανάσταση του 499 π.Χ., οπότε έθεσαν την πόλη των Σολίων υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο του φιλοπέρση βασιλιά του Μαρίου, με αποτέλεσμα να κτιστεί και το γνωστό ανάκτορο στο Βουνί, απ' όπου ασκείτο ο έλεγχος. Στην περίπτωση της Σαλαμίνος πιθανόν ο έλεγχος και η επίβλεψη να ανετέθησαν στο φοινικικοκρατούμενο Κίτιον (το γειτονικότερο, δηλαδή, βασίλειο που ήταν και πολύ ισχυρό και είχε επεκτείνει την κυριαρχία του και στο Ιδάλιον), κι εκφραζόταν μέσω και δια του Αβδήμονος.   Έτσι εξηγούνται και οι σχετικές αναφορές του Αθηναίου ρήτορα Ισοκράτη, που χαρακτηρίζει τον Αβδήμονα ως ένα των δυναστευόντων την Σαλαμίνα και ομιλεί για εκβαρβάρωση της πόλης.

 

Η Σαλαμίνα σύμμαχος των Αθηνών και πρόμαχος του Ελληνισμού στην Ανατολή. Ημέρες δόξας υπό τον Ευαγόρα Α': Τον Φοίνικα δυνάστη Αβδήμονα προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να εκθρονίσει ο νεαρός ακόμη Ευαγόρας.   Όταν η πρώτη του προσπάθεια απέτυχε, ο Ευαγόρας διέφυγε στους Σόλους της Κιλικίας. Απ' εκεί επανήλθε, το 411 π.Χ., συνοδευόμενος από λίγους οπαδούς και ενισχυμένος, όπως πιστεύεται, από μικρό αριθμό Αθηναίων μισθοφόρων. Στο διάστημα μιας νύκτας κατόρθωσε να εισέλθει στην πόλη, να εκδιώξει τον Αβδήμονα και να καταλάβει την εξουσία, θέτοντας έτσι τέρμα στην «εκβαρβάρωση» της πόλης του.

 

Ο βασιλιάς Ευαγόρας Α' (411-374 π.Χ.) ήταν αναμφίβολα ο σημαντικότερος βασιλιάς της Σαλαμίνος αλλά και της αρχαίας Κύπρου γενικότερα. Προικισμένος με τόλμη, όπως προκύπτει από τον βίο του, αλλά και με διορατικότητα, μαζί με στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες, υπήρξε μια από τις μεγάλες φυσιογνωμίες ολόκληρου του Ελληνισμού της εποχής του. Πιστεύοντας ο ίδιος ότι ήταν απόγονος του Τεύκρου και του Αιακού, συνήψε στενότατες σχέσεις με την Αθήνα, την οποία μάλιστα κατόρθωσε με ενέργειές του να σώσει από τη συμφορά και από την οποία επανειλημμένα τιμήθηκε με ύψιστες διακρίσεις.

 

Δεν θα περιγράψουμε εδώ την όλη δραστηριότητά του, γιατί λεπτομερής αναφορά δίνεται στο λήμμα Ευαγόρας Α ', όπου γίνεται και μνεία των υπαρχουσών αρχαίων φιλολογικών πηγών, κι όπου παραπέμπουμε τον αναγνώστη.

 

Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι ότι ο Ευαγόρας Α' έκαμε τη Σαλαμίνα καθαρά ελληνική πόλη. Μάλιστα πολλοί Αθηναίοι και άλλοι   Έλληνες ήρθαν να ζήσουν στη Σαλαμίνα, όπου τους εδόθη κάθε βοήθεια, προτιμώντας την ακόμη κι από τις δικές τους πόλεις. Επίσης ο Ευαγόρας φιλοδόξησε να διαδραματίσει παγκύπριο ηγετικό ρόλο. Δεν δίστασε να ξεσηκωθεί κατά των Περσών και να διεξαγάγει πολύχρονους πολέμους κατ' αυτών, ενώ ως πολιτικός εξασφάλισε τη βοήθεια των Αιγυπτίων και άλλων (δηλαδή όση μπορούσαν να του προσφέρουν, που δεν ήταν, πάντως, μεγάλη). Αλλά ελίχθηκε με επιτυχία και μεταξύ αυτών των Περσών και των Αθηναίων, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις των πρώτων για να βοηθήσει τους δεύτερους ν' απαλλαγούν από το δικτατορικό καθεστώς που τους είχε επιβάλει η Σπάρτη (βλέπε και λήμμα Κόνων). Αντέχοντας, ακόμη, μια σκληρή πολιορκία της Σαλαμίνος από τις δυνάμεις των Περσών, όχι μόνο κατόρθωσε ν' αντισταθεί αλλά κι όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να νικήσει, πέτυχε δια της συνδιαλλαγής να διατηρήσει και την εξουσία και την αυτονομία της πόλης του. Με έξυπνους χειρισμούς, κατόρθωσε να ξεσηκώσει κατά των Περσών τους Αιγυπτίους και τους Κίλικες, κρατώντας έτσι σε αναβρασμό την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και, βέβαια, διασπασμένες τις περσικές δυνάμεις, προς όφελος του ιδίου και της Κύπρου. Η φιλοδοξία του να ενώσει όλες τις κυπριακές πόλεις (υπό τη δική του, πάντως, εξουσία) φανερώνει ευρύτερους οραματισμούς. Η επιρροή του επεκτάθηκε και σ' αυτό το Κίτιον, προπύργιο των Φοινίκων, στον θρόνο του οποίου ανέβασε   Έλληνα βασιλιά.   Άσκησε, επίσης, ορθή οικονομική πολιτική και κατέστησε τη Σαλαμίνα ισχυρή δύναμη, παρά τους πολυδάπανους αγώνες του κατά των Περσών που τελικά άδειασαν το θησαυροφυλάκιό του.

 

Ο Αθηναίος Ισοκράτης δίκαια ομιλεί με ενθουσιασμό για τον Ευαγόρα (στο ομώνυμο κείμενό του) και για τα επιτεύγματά του. Αναφέρει ο Ισοκράτης πως όχι μόνο την πόλη του πλείονος ἀξίαν ἐποίησεν, ἀλλά καί τόν τόπον ὅλον τόν περιέχοντα τήν νῆσον ἐπί πρᾳότητα καί μετριότητα προήγαγε. Λέγει ακόμη ο Ισοκράτης ότι ο Ευαγόρας έκαμε τους Κυπρίους να αμιλλώνται ως προς το ποιος ήταν περισσότερο φιλέλληνας από τον άλλο, και να νυμφεύονται συζύγους από την Ελλάδα.

 

Αν και η φιλοδοξία του Ευαγόρα να ενώσει υπό το σκήπτρο του ολόκληρη την Κύπρο τελικά απέτυχε εξαιτίας των αντιδράσεων που συνάντησε (κι ασφαλώς και της αντίδρασης των Περσών προς μια τέτοια δυσμενή γι’ αυτούς κι επικίνδυνη εξέλιξη), πάντως η Σαλαμίς ήταν, επί των ημερών του, η ηγέτιδα πόλη της Κύπρου και n πιο σημαντική, ακόμη και της γύρω από το νησί περιοχής.

 

Η δολοφονία του Ευαγόρα το 374 π.Χ. δεν ανέκοψε την εξέλιξη της Σαλαμίνος ως ελληνικής πόλης. Την πολιτική του Ευαγόρα, ιδίως σε σχέση προς τον ελληνικό χαρακτήρα της πόλης, ακολούθησε ο γιος και διάδοχός του Νικοκλής*, σπουδασμένος στην ίδια την Αθήνα και μάλιστα μαθητής του Ισοκράτη. Στα νομίσματά του βλέπουμε να εικονίζονται ελληνικές θεότητες (Αθηνά, Αφροδίτη).

Φώτο Γκάλερι

Image
Image