Σαλαμίνα

Το τέλος του θεσμού της βασιλείας

Image

Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα τα υφιστάμενα τότε κυπριακά βασίλεια επαναστάτησαν για μια ακόμη φορά κατά των Περσών. Στη Σαλαμίνα βασίλευε ο Ευαγόρας Β'* (πιθανώς γιος του Νικοκλέους κι εγγονός του Ευαγόρα Α'). Ο Ευαγόρας Β', ακολουθώντας φιλοπερσική πολιτική, βρέθηκε σε αντιπαράθεση προς τα αισθήματα των Σαλαμινίων που στράφηκαν εναντίον του. Αποτέλεσμα ήταν να απολέσει τον θρόνο του και να εκδιωχθεί από τον Πνυταγόρα που τον αντικατέστησε στον θρόνο της Σαλαμίνος. Ο Ευαγόρας Β' κατέφυγε τότε στον βασιλιά των Περσών, από όπου πήρε την αρχηγία (μαζί με ένα Αθηναίο στρατηγό, τον Φωκίωνα*) των δυνάμεων που εστάλησαν στην Κύπρο για καταστολή της επανάστασης. Ωστόσο ο Ευαγόρας Β' δεν κατόρθωσε να ανακτήσει τον θρόνο του, αν και πολιόρκησε τη Σαλαμίνα. Η πόλη, υπό τον Πνυταγόρα, αντιστάθηκε με επιτυχία. Μάλιστα ο Πνυταγόρας κατόρθωσε να πείσει τους Πέρσες περί των κακών προθέσεων του Ευαγόρα Β', ο οποίος κι ανακλήθηκε από την Κύπρο οριστικά. Του εδόθη, από τον βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη, η ηγεμονία κάποιας περιοχής της Περσικής αυτοκρατορίας, όπου όμως διακρίθηκε για κακοδιοίκηση και τιμωρήθηκε.

 

Ο Πνυταγόρας φαίνεται ότι ανήκε στην οικογένεια του Ευαγόρα Α', έφερε δε το όνομα του πρωτότοκου γιου του Ευαγόρα Α' που είχε δολοφονηθεί μαζί του. Κατόρθωσε να αντισταθεί στην περσική πολιορκία της Σαλαμίνος, τελικά δε να έλθει σε συμφωνία με τους Πέρσες, να διατηρήσει την εξουσία, αλλά να καταβάλλει, βέβαια, φόρους. Ωστόσο ακολούθησε τη φιλελληνική πολιτική του Ευαγόρα Α'. Μάλιστα στα δικά του νομίσματα εικονίζονται ελληνικές θεότητες (Αθηνά, Άρτεμις). Από επιγραφή γνωρίζουμε ότι είχε επισκεφθεί την Δήλο κι είχε κάμει προσφορές στο εκεί φημισμένο ιερό του Απόλλωνος, που περιελάμβαναν δυο χρυσά στεφάνια, ένα με φύλλα δάφνης κι ένα με φύλλα μυρσίνης.

 

Το τέλος της βασιλείας του Πνυταγόρα συμπίπτει και με το τέλος της περσικής κυριαρχίας στην Κύπρο, η οποία τερματίστηκε με τη θυελλώδη προέλαση των Ελλήνων, υπό τον Μέγα Αλέξανδρο, στην Ανατολή. Μετά τις πρώτες εντυπωσιακές νίκες του Αλεξάνδρου, μάλιστα μετά τη νίκη του στην Ισσό (332 π.Χ.), οι Κύπριοι βασιλιάδες έσπευσαν να ταχθούν με το μέρος του και να θέσουν τις δυνάμεις τους στη διάθεσή του. Ο Πνυταγόρας πολέμησε μάλιστα ο ίδιος, επικεφαλής του ναυτικού της Σαλαμίνος, στην Τύρο όπου κι άλλοι Κύπριοι βασιλιάδες βοήθησαν τον Αλέξανδρο. Ο τελευταίος, εκτιμώντας την προσφορά τους, τους άφησε να κυβερνούν ελεύθερα στις πόλεις τους. Τον Πνυταγόρα, κυρίως, αντάμειψε ο Αλέξανδρος παραχωρώντας του την Ταμασσό (στην κεντρική Κύπρο) με τα πλούσια μεταλλεία της (η Ταμασσός ανήκε, ώς τότε, στο βασίλειο του Κιτίου  αφότου έπαυσε να είναι ανεξάρτητο βασίλειο). Έτσι η κυριαρχία της Σαλαμίνος απλώθηκε μέχρι την κεντρική Κύπρο.

 

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (το 323 π.Χ.) η Κύπρος βρέθηκε κι αυτή μέσα στη δίνη και την αναστάτωση που προκάλεσε ο διαμοιρασμός της αυτοκρατορίας του μεταξύ των επιγόνων, και βέβαια δεν κατόρθωσε ν' αποφύγει τα δεινά του πολέμου. Συγκεκριμένα το νησί διεκδικούσαν ο Πτολεμαίος (κάτοχος της Αιγύπτου) και ο Αντίγονος (κάτοχος της Συρίας). Οι Κύπριοι βασιλιάδες βρέθηκαν μπροστά στη ν ανάγκη να επιλέξουν τους συμμάχους τους. Στη Σαλαμίνα βασίλευε τότε ο διάδοχος του Πνυταγόρα, ο βασιλιάς Νικοκρέων*. Αυτός επέλεξε την παράταξη του Πτολεμαίου, μαζί με τον Νικοκλή της Πάφου και τον Πασικράτη των Σόλων. Άλλοι Κύπριοι βασιλιάδες ετάχθησαν με το μέρος του Αντιγόνου. Σύντομα άρχισαν οι μεταξύ τους πολεμικές συγκρούσεις, λίγο δε αργότερα ο Πτολεμαίος έστειλε στην Κύπρο τον αδελφό του Μενέλαο, με ισχυρή δύναμη, που ενίσχυσε τον Νικοκρέοντα της Σαλαμίνος και τους άλλους Κυπρίους συμμάχους του. Σύντομα οι δυνάμεις του Πτολεμαίου και των Κυπρίων που τον υποστήριζαν επεβλήθησαν.

 

Ο Νικοκρέων τιμήθηκε από τον Πτολεμαίο Α', κι όταν ο δεύτερος κατήργησε τα κυπριακά βασίλεια (πλην εκείνων της Σαλαμίνος, των Σόλων και της Πάφου) το 312 π.Χ., τον Νικοκρέοντα διόρισε στρατηγό, δηλαδή κυβερνήτη της Κύπρου. Ο Νικοκρέων ήταν σημαντική, επίσης, πολιτική και στρατιωτική φυσιογνωμία. Αναφέρεται κι ως «βασιλεύς της Κύπρου» (αντί μόνο της Σαλαμίνος), κι ήταν κι αυτός προσηλωμένος στην Ελλάδα, έχοντας ασφαλώς επίγνωση της καταγωγής του. Μάλιστα σε σωζόμενο επίγραμμα από το Άργος της Πελοποννήσου (με την ευκαιρία χρηματοδότησης από τον Νικοκρέοντα αθλητικών αγώνων που έγιναν εκεί προς τιμήν της Ήρας) ο Νικοκρέων χαρακτηρίζεται ως Αργείος κι απόγονος του Αιακού. Προσφορές του αναφέρεται ότι έγιναν και στους Δελφούς και στη Δήλο (κατ' εξοχήν χώρους λατρείας του Απόλλωνος). Στα νομίσματά του εικονίζονται ελληνικές θεότητες (Απόλλων, Αφροδίτη). Ο Νικοκρέων συνέβαλε, ασφαλώς, κι αυτός στη διάσωση του ελληνικού πνεύματος στην πόλη του Σαλαμίνα και στην Κύπρο γενικότερα. Πέθανε το 311 π.Χ. Με τον θάνατό του καταργήθηκε και το βασίλειο της Σαλαμίνος. Την ίδια εποχή καταργήθηκε και το βασίλειο των Σόλων, όπως καταργήθηκε και το βασίλειο της Πάφου με τον θάνατο του Νικοκλή και τον τραγικό χαμό ολόκληρης της οικογένειάς του.

 

Λίγο αργότερα επετέθη στην Κύπρο ο γιος του Αντιγόνου, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Αποβιβάστηκε στη βόρεια ακτή της Κύπρου, κατέλαβε τις πόλεις της Καρπασίας και πολιόρκησε τη Σαλαμίνα. Η Σαλαμίς είχε γίνει πρωτεύουσα της Κύπρου όταν ο Νικοκρέων είχε διοριστεί στρατηγός του νησιού. Μετά τον θάνατό του, στην ίδια πόλη έδρευε ο νέος στρατηγός (=κυβερνήτης), που ήταν ο Μενέλαος, αδελφός του Πτολεμαίου Α'. Όταν, λοιπόν, ο Δημήτριος πολιόρκησε την πόλη, αυτή ήταν τότε πρωτεύουσα της Κύπρου. Η πολιορκία της Σαλαμίνος ήταν σκληρή, αλλά και η αντίστασή της πεισματική. Όταν όμως ο Δημήτριος νίκησε τον στόλο του Πτολεμαίου σε ναυμαχία στ' ανοικτά της Σαλαμίνος, κυριάρχησε τελικά και στη Σαλαμίνα και στην Κύπρο ολόκληρη (βλέπε λεπτομέρειες στο λήμμα Δημήτριος ο Πολιορκητής).

 

Τα επόμενα λίγα χρόνια, κατά τα οποία η Κύπρος παρέμεινε στην εξουσία του Δημητρίου, η Σαλαμίς φαίνεται να ήταν και πάλι η έδρα της διοίκησής του. Γιατί αναφέρεται ότι στην πόλη αυτή εγκατέστησε τη μητέρα του Στρατονίκη κι έφερε και το θησαυροφυλάκιό του. Ωστόσο οι μετέπειτα περιπέτειες του Δημητρίου στην Ελλάδα τον ανάγκασαν ν' αφήσει αφύλακτη την Κύπρο, που την ξαναπήρε αμέσως (κι οριστικά πλέον) ο Πτολεμαίος.