Σαλαμίνα

Αρχαιολογικός χώρος

Image

Τα αρχιτεκτονικά οικιστικά κατάλοιπα και το εκτενέστατο νεκροταφείο της Σαλαμίνας, το μεγαλύτερο σ' ολόκληρη την αρχαία Κύπρο, κατέχουν συνολική έκταση 6 περίπου τ. χμ. και βρίσκονται σε μια από τις πιο εκλεκτές πεδινές παραλιακές περιοχές του ανατολικού τμήματος του νησιού. Ο περίφημος αυτός αρχαιολογικός χώρος του μυθικού κτίσματος του Τεύκρου, του σημαντικότερου αρχαίου κυπριακού βασιλείου, της αρχαίας κυπριακής πρωτεύουσας και της γενέτειρας του αποστόλου Βαρνάβα, απέχει γύρω στα 8 χμ. από τα βόρεια περίχωρα της σημερινής πόλης της Αμμοχώστου και συνορεύει στ' ανατολικά με μια από τις γραφικότερες κυπριακές αμμουδερές ακρογιαλιές, στα δυτικά με τον αγροτικό χωματόδρομο, που συνδέει τα χωριά  Έγκωμη και   ’γιος Σέργιος με το ενδιάμεσο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, στα βόρεια με τα νοτιοανατολικά περίχωρα του χωριού   ’γιος Σέργιος και μ' ένα πυκνό κυβερνητικό δάσος, και στα νότια με μια προσχωσιγενή κοιλάδα στις εκβολές του ποταμού Πεδιαίου και με τα βορειοανατολικά περίχωρα του χωριού  Έγκωμης. 

 

Το περίτεχνο μαρμάρινο και ασβεστολιθικό οικοδομικό υλικό των ερειπωμένων δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων στον οικιστικό χώρο της Σαλαμίνας και ο ανεκτίμητος αρχαιολογικός πλούτος των πολυποίκιλων κτερισμάτων στους πολυάριθμους λαξευτούς θαλαμοειδείς και σ' όλους ανεξαίρετα τους κτιστούς μνημειακούς τάφους του αχανούς νεκροταφείου της ένδοξης αυτής πόλης έγιναν κατά καιρούς το έρμαιο επιτήδειων και μανιακών τυμβωρύχων, θησαυροθήρων, αρχαιοκάπηλων και λιθωρύχων από τις αρχές του Μεσαίωνα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Το αυθαίρετο έργο της ανεξέλεγκτης τυμβωρυχίας και αρχαιοκαπηλίας διαδέχθηκαν επίσημα, με τη συγκατάθεση της τότε τουρκικής κυβέρνησης του νησιού, οι εκτεταμένες ερασιτεχνικές και ανεύθυνες ανασκαφικές δραστηριότητες των αδελφών Cesnola μεταξύ των ετών 1866 και 1879. Πρώτος ο Luigi Palma di Cesnola, ύπατος αρμοστής της Αμερικής στην Κύπρο από το 1866 μέχρι το 1873, ανέσκαψε πολυάριθμους ασύλητους λαξευτούς και μερικούς κτιστούς τάφους και αποκόμισε τεράστιες ποσότητες πήλινων αγγείων, χρυσών και αργυρών κοσμημάτων και διαφόρων άλλων σημαντικών μικροτεχνικών έργων, που σήμερα αποτελούν ένα εκλεκτό τμήμα των εκθεμάτων του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Συνεχίζοντας σε μικρότερη κλίμακα το θησαυροθηρικό έργο του αδελφού του, ο Alexander Palma di Cesnola, από το 1873 μέχρι το 1879 ανέσκαψε αρκετούς άλλους ασύλητους τάφους, που απέδωσαν πλούσια συγκομιδή παρόμοιων πολύτιμων κτερισμάτων.

 

Στη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, με τη θέσπιση του σχετικού περί Αρχαιοτήτων Νόμου και την ίδρυση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, η τυμβωρυχία κηρύχθηκε παράνομη και τις ανεύθυνες ερασιτεχνικές ανασκαφές των αδελφών Cesnola στη Σαλαμίνα διαδέχθηκε η συστηματική επιστημονική ανασκαφική έρευνα, που ετέθη υπό τον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες της αγγλικής κυβέρνησης αναλήφθηκαν από το Βρετανικό Μουσείο μεταξύ των ετών 1880 και 1882, υπό την επίβλεψη του Γερμανού μελετητή Max Ohnefalsch Richter, στον οποίο ανετέθη και η δενδροφύτευση του αρχαιολογικού χώρου της Σαλαμίνας. Αποτέλεσμα των ανασκαφών αυτών ήταν ο εντοπισμός του γυμνασίου της πόλης και η έρευνα αρκετών λαξευτών θαλαμοειδών τάφων στην τοποθεσία «Τζιελλάρκα» και του κτιστού μνημειακού τάφου με αριθμό 50, του γνωστού με την επωνυμία «φυλακή της Αγίας Αικατερίνης». Οι ανασκαφές του Βρετανικού Μουσείου συνεχίστηκαν το 1882-1883, από το Μουσείο του South Kensington Λονδίνου - το σημερινό Victoria and Albert Museum - υπό τη συνδιεύθυνση των Kitchener και G.G. Hake, σε αρκετούς λαξευτούς τάφους των Κυπροκλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων κοντά στο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα. Μεταξύ των ετών 1890 και 1891 το Ταμείο Κυπριακών Ερευνών, με συνδιευθυντές τους J.A.R. Munro και Η. Α. Tubbs, επανέλαβε μεγάλης κλίμακας ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο της πόλης της Σαλαμίνας με αποτέλεσμα την αποκάλυψη της ανατολικής στοάς του γυμνασίου, της πρωτοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Επιφανίου, της μεγάλης αποθηκευτικής υδατοδεξαμενής - «Βούτας», της ρωμαϊκής αγοράς - forum και του ναού του Ολυμπίου Διός. Το 1896 η πρώτη στην Κύπρο Βρετανική Αρχαιολογική Αποστολή, υπό την διεύθυνση του Murrey και άλλων   ’γγλων αρχαιολόγων, ανέσκαψε τμηματικά στο νεκροταφείο της Σαλαμίνας τους δυο μεγάλους τύμβους, που κάλυπταν, αντιστοίχως, τον κτιστό κυπροαρχαϊκό τάφο με αριθμό 3 και το ελληνιστικό «κενοτάφιο» του Νικοκρέοντος. Αργότερα, μεταξύ των ετών 1923 και 1925, το Κυπριακό Μουσείο, υπό τη διεύθυνση του G. Jeffery, συνέχισε τις ανασκαφές στην πρωτοχριστιανική βασιλική του Αγίου Επιφανίου, στη μεγάλη αποθηκευτική δεξαμενή - «Βούτα» και στη ρωμαϊκή αγορά-forum της πόλης, και το 1933 με την επίβλεψη της Joan du Plat Taylor ανέσκαψε την υπόγεια τριμερή δεξαμενή, με τις εξαιρετικές τοιχογραφίες του 6ου αιώνα μ.Χ. Από το 1952 μέχρι το 1959 το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση των Β. Καραγιώργη και Α. Δικηγορόπουλου, συνέχισε και περάτωσε τις ανασκαφές στο γυμνάσιο και το θέατρο της Σαλαμίνας, και το 1956-57 με την επίβλεψη του Π. Δίκαιου ανέσκαψε τον πρώτο κτιστό τάφο με αριθμό 1 στο νεκροταφείο της πόλης.

 

Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960, το Τμήμα Αρχαιοτήτων συνέχισε σε ευρύτερη κλίμακα τις συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στο νεκροταφείο της Σαλαμίνας, υπό τη διεύθυνση του Β. Καραγιώργη και από το 1962 μέχρι το 1973 αποκάλυψε τους κτιστούς κυπρο-αρχαϊκούς τάφους με τους αριθμούς 2,3,19,31,47,50, 79 και 80, τους λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους των Κυπρο-Αρχαϊκών και Κυπρο-Κλασσικών χρόνων στην τοποθεσία «Τζιελλάρκα», που ανέρχονται σε 99, οκτώ παρόμοιους τάφους σε διάφορα άλλα σημεία του νεκροταφείου και στην τοποθεσία «Κουφόμερο», στα βορειοδυτικά περίχωρα του χωριού Έγκωμη, το ελληνιστικό «κενοτάφιο» του Νικοκρέοντα, στα ανατολικά οικιστικά σύνορα του ίδιου χωριού, και τον μνημειακό λαξευτό τάφο των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων στην τοποθεσία «Αρχάγγελος», στα νότια περίχωρα του χωριού ’γιος Σέργιος (βλέπε βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ). Παράλληλα με τις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων στο νεκροταφείο της Σαλαμίνας, από το 1964 μέχρι το 1973 η Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή του Πανεπιστημίου της Λυών, υπό τη διεύθυνση του J. Pouilloux, ανέλαβε την εξερεύνηση του νοτιοανατολικού τμήματος του αρχαιολογικού χώρου της πόλης και έφερε στο φως την πρωτοχριστιανική βασιλική της «Καμπανόπετρας», ένα σημαντικό κτίριο κι ένα ελαιοτριβείο των Πρωτοχριστιανικών χρόνων, οικιστικά κατάλοιπα της κυπρο-αρχαϊκής πόλης και τα πλούσια κτερίσματα ενός λαξευτού τάφου του 11ου αιώνα π.Χ. Οι τελευταίες ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων, που συνεχίζονταν από το 1971 στα παρασκήνια του θεάτρου και στο αμφιθέατρο της πόλης υπό τη διεύθυνση του Δ. Χρήστου, διεκόπησαν από την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974 (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).  

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image