Σόλοι

Αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα

Image

Ο αρχαιολογικός χώρος της πόλης των Σόλων βρίσκεται στην κορφή και στις παρυφές μεγάλου κι επιβλητικού λόφου στην τοποθεσία Παλιά Χώρα, που ατενίζει μια από τις γραφικότερες και ευφορότερες κοιλάδες της βορειοδυτικής Κύπρου, ανάμεσα στις κοινότητες Ποταμός του Κάμπου και Καραβοστάσι και πολύ κοντά στα περίφημα αρχαία μεταλλεία του χαλκού στη Φουκάσα — την ομηρική Βούκασα — και στο Μαυροβούνι. Εκτός από τον καθαυτό χώρο της αρχαίας πόλης, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των Σόλων κατακλύζουν και τις γειτονικές περιοχές στις τοποθεσίες Φίσα, Άγιος Κουρνούτας, Παγκαλλέρι, Χολλάδες και Μερσινάκι και επεκτείνονται σποραδικά μέχρι το Bουνί, τον πιο ψηλό και απόκρημνο λόφο της παραλιακής ορεινής περιοχής, που απέχει έξι περίπου χιλιόμετρα από τα δυτικά σύνορα των Σόλων.

 

Τα πρώτα αρχιτεκτονικά οικιστικά κατάλοιπα στο Βουνί, που αποκαλύφθηκαν ερασιτεχνικά από τον Cesnola το 1876, αποδόθηκαν από τον ίδιο και αργότερα από τον Oberhummer και από άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς στην κυπρο-μυκηναϊκή πόλη Αιπεία-Αίπεια με τη σημερινή παρατονισμένη ονομασία της, που ήταν μυθική αποικία των Μυκηναίων-Αχαιών και συνώνυμη της ομηρικής μυκηναϊκής πόλης στην Πελοπόννησο, που, σύμφωνα με το εδάφιο Α, 162 της Ἰλιάδος, ήταν ένα από τα εὐναιόμενα πτολίεθρα, τα οποία ο Αγαμέμνων υποσχέθηκε να δώσει σαν προίκα σ' εκείνη από τις τρεις κόρες του που θα διάλεγε ο Αχιλλέας για σύζυγό του με τον όρο να απέβαλλε την οργή του ο Αχιλλέας και να ξαναγύριζε στην Κυδιάνειρα μάχη. Η σχετική μαρτυρία για τη κτίση της κυπρο-μυκηναϊκής πόλης Αιπείας διασώθηκε από τον Πλούταρχο (46-127 μ.Χ.), ο οποίος στο έργο του Σόλων XXVI, 1-4, αναφέρεται και στην επίσκεψη του διάσημου αυτού Αθηναίου σοφού και νομοθέτη στην Κύπρο και τονίζει χαρακτηριστικά ότι ο τότε βασιλιάς της Αιπείας Φιλόκυπρος (γύρω στο 600 π.Χ.), ύστερα από τη συμβουλή και προτροπή του εκλεκτού φιλοξενούμενού του, του Σόλωνος, μετατόπισε την πόλη του, που κτίστηκε από τον Δημοφώντα τον γιο του Θησέως, πάνω σε ψηλό και απόκρημνο λόφο. Και με την προσωπική επίβλεψη και καθοδήγηση του ίδιου του Σόλωνος έκτισε νέα μεγαλύτερη, καλύτερη και απόλυτα ασφαλισμένη πόλη την οποία μάλιστα ονόμασε Σόλους προς τιμήν του Σόλωνος. Ο Στράβων όμως (65 π.Χ.-23 μ.Χ.), που επισκέφθηκε την Κύπρο το 20 περίπου π.Χ., στα Γεωγραφικά του, XIV, 683, αποδίδει την ίδρυση των Σόλων σε δυο Αθηναίους ήρωες του Τρωικού πολέμου, τον εγγονό του Ερεχθέα Φάληρο και τον αδελφό του Δημοφώντος Ακάμαντα. Η διαφωνία αυτή του Στράβωνος με τον Πλούταρχο για τους ιδρυτές και την αρχική ονομασία των Σόλων απετέλεσε αντικείμενο αρκετών φιλολογικών και ιστορικών μελετών, που τελικά αποδείχτηκαν ατεκμηρίωτες και ανακριβείς, γιατί στηρίζονταν μόνο σε αμφίβολες μυθολογικο-ιστορικές πηγές και υποθετικούς συλλογισμούς και στερούνταν από τις αδιάσειστες αρχαιολογικές και ανασκαφικές μαρτυρίες.

 

Η βαθύριζη και πολυκύμαντη ιστορία των Σόλων και ο συσχετισμός των αρχαιολογικών καταλοίπων της πόλης με εκείνα του λόφου στο Βουνί, που ταυτίζονταν με την αποικία των Αχαιών, την κυπρο-μυκηναϊκή πόλη Αιπεία, άρχισαν να διαλευκαίνονται από το 1927 με την εξονυχιστική αρχαιολογική επισκόπηση και την επιστημονική ανασκαφική έρευνα της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής, υπό τη διεύθυνση του Einar Gjerstad. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες της Σουηδικής Αποστολής περιορίστηκαν στην κορφή του λόφου στην Παλιά Χώρα και είχαν σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη του θεάτρου της πόλης. Σύμφωνα με τα γενικά αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα το θέατρο των Σόλων κτίστηκε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. και καταστράφηκε από σεισμό στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. Από τότε εγκαταλείφθηκε οριστικά, το δε περίτεχνο οικοδομικό υλικό του, που αποτελείτο από πελεκητούς ασβεστόλιθους, χρησιμοποιήθηκε για τα μεταγενέστερα κτίρια της πρωτοχριστιανικής πόλης. Πρόκειται για το τρίτο σε μέγεθος ρωμαϊκό θέατρο στην Κύπρο μετά τα σύγχρονά του ρωμαϊκά θέατρα στη Σαλαμίνα και το Κούριον. Το κοίλο του θεάτρου, διαμέτρου 52 μ., είχε λαξευθεί μέσα στο φυσικό αργιλλώδες βράχωμα στην πλαγιά του λόφου και φιλοτεχνηθεί με ομοιόμορφες σειρές κτιστών κερκίδων από πελεκητούς ασβεστόλιθους. Η ημικυκλική ορχήστρα του, διαμέτρου 17 μ., χωριζόταν από το κοίλο με χαμηλό τοίχο κι επικοινωνούσε απ' ευθείας με τις δυο παρόδους, που αποτελούσαν την είσοδο και την έξοδο των θεατών. Το δάπεδο της ορχήστρας είναι κατασκευασμένο από υπόστρωμα χαλίκων και αργόλιθων, καλυμμένων με σκυροκονίαμα. Η σκηνή του θεάτρου είχε ορθογώνιο σχήμα, διαστάσεων 36,15μ.Χ13,20 μ., κι απ' αυτή διασώθηκε μόνο το υπόβαθρο. Το θέατρο επισκευάστηκε και αναστηλώθηκε μέχρι του διαζώματός του από το Τμήμα Αρχαιοτήτων μεταξύ των ετών 1961-1964.

 

Παράλληλα με τις ανασκαφές του θεάτρου, η Σουηδική Αποστολή εντόπισε τον χώρο του φυσικού λιμανιού της πόλης, που σήμερα είναι ολοκληρωτικά καλυμμένο με προσχωσιγενές έδαφος, επεσήμανε το μεγαλύτερο τμήμα του αμυντικού τείχους της πόλης και ερεύνησε αρκετά άλλα σημεία του αρχαιολογικού της χώρου, ιδιαίτερα τη βορειοδυτική πλευρά του λόφου, όπου εντελώς τυχαία είχε παλαιότερα αποκαλυφθεί το περίφημο μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης των Σόλων. Το αριστουργηματικό αυτό γλυπτικό έργο του 1ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε στη διάρκεια καλλιέργειας ιδιωτικής γης στην Παλιά Χώρα, αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο εκλεκτά εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου. Με τις πιο πάνω συμπληρωματικές έρευνες, εκτός από την ανεύρεση συνεχών οικιστικών καταλοίπων, αποκαλύφθηκαν και πολλά κινητά ευρήματα, ανάμεσα στα οποία πολύ σημαντικά θεωρούνται μια ασβεστολιθική κεφαλή αγάλματος κανιστροφόρου γυναίκας με μακριά βοστρυχωτή κόμμωση και δυο άλλες ασβεστολιθικές κεφαλές των αγαλμάτων του σοφού της αρχαίας Ελλάδος Σωκράτη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που φανερώνουν τη γνησιότητα των φιλελληνικών φρονημάτων των Σολίων.

 

Μετά την περάτωση των ανασκαφών του θεάτρου και των μικρών δοκιμαστικών ερευνών στον αρχαιολογικό χώρο των Σόλων, η ανασκαφική δραστηριότητα των Σουηδών αρχαιολόγων συγκεντρώθηκε στο Βουνί, με αποκλειστικό στόχο την αποκάλυψη των ερειπίων της κυπρο-μυκηναϊκής Αιπείας και την επαλήθευση της μυθικής μαρτυρίας που διασώθηκε από τον Πλούταρχο. Παραδόξως όμως, αντί της Αιπείας του Δημοφώντος, οι ανασκαφές αυτές, που τερματίστηκαν το φθινόπωρο του 1929, έφεραν στο φως ένα μεγάλο ανακτορικό σύμπλεγμα, το περίφημο ανάκτορο του Βουνιού, με τέσσερις αρχιτεκτονικές φάσεις, που εντάσσονται σε δυο περιόδους των Κυπρο-Κλασσικών χρόνων. Η πρώτη περίοδος χρονολογείται από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και η δεύτερη από το 450 περίπου μέχρι το 380 π.Χ. Στην κορφή του ίδιου λόφου στο Βουνί και σε ελάχιστη απόσταση από τη νότια πλευρά του ανακτόρου αποκαλύφθηκαν και τα κατάλοιπα του ναού της Αθηνάς. (Λεπτομερή περιγραφή του ανακτόρου στο Βουνί και του ναού της Αθηνάς βλ. στα ανάλογα λήμματα).

 

Στα πλαίσια των εντατικών ανασκαφικών εργασιών της Σουηδικής Αποστολής στο Βουνί για την εντόπιση και αποκάλυψη της Αιπείας, περιλαμβάνονται και αρκετές δοκιμαστικές έρευνες σε πολλά σημεία της βορειοανατολικής και βορειοδυτικής πλευράς του απόκρημνου λόφου από το Μερσινάκι μέχρι τον Κόρακα και την Παραδεισιώτισσα, που συνορεύει με την αρχαία πόλη Λιμενία, τον σημερινό Λιμνήτη. Από το σύνολο όμως των πορισμάτων των ενδελεχών αυτών δοκιμαστικών ερευνών συμπεραίνεται ότι τα αρχαιότερα δείγματα των οικιστικών και των άλλων αρχαιολογικών καταλοίπων της περιοχής αυτής χρονολογούνται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.   Έτσι η γνωστή θεωρία για την ταύτιση των ερειπίων του Βουνιού με τον χώρο της Αιπείας του Δημοφώντος αποδείχθηκε αβάσιμη και λανθασμένη. Ανάμεσα στα πολυάριθμα κινητά ευρήματα, που προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή του Βουνιού σημαντικότατο και μοναδικό στο είδος του είναι ένα μικρό ασβεστολιθικό ανάγλυφο σύμπλεγμα του 5ου αιώνα π.Χ., που παριστάνει τη θεά Αθηνά να οδηγεί τέθριππο. Τούτο προέρχεται από μικρό λιθόκτιστο ιερό, που αποκαλύφθηκε στην παραλιακή τοποθεσία Μερσινάκι, τρία περίπου χιλιόμετρα δυτικά των Σόλων. Από το ίδιο ιερό προέρχονται και διάφορα άλλα λίθινα και πήλινα αγάλματα, αναθηματικά αντικείμενα και δείγματα ασβεστολιθικών επιγραφών, που μαρτυρούν ότι σ' αυτό λατρεύονταν από κοινού η Αθηνά Ιππία και ο Απόλλων Λύκιος. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα σ' αυτά κατέχει ένα περίτεχνο μαρμάρινο άγαλμα της Αθηνάς, των Κυπρο-Κλασσικών χρόνων.

 

Γύρω στα τέλη του 1930 οι ανασκαφικές δραστηριότητες της Σουηδικής Αποστολής συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία Χολλάδες, που βρίσκεται πάνω σε ύψωμα, σε απόσταση 250 μ. από τη δυτική πύλη των τειχών της πόλης των Σόλων. Στην επιλογή της τοποθεσίας αυτής οδήγησε η εκεί τυχαία ανακάλυψη μεγάλου, λίθινου αγάλματος Σφίγγας. Με τις ανασκαφές στους Χολλάδες, που τερματίστηκαν τον Φεβρουάριο του 1931, αποκαλύφθηκε μεγάλο σύμπλεγμα πέντε διαδοχικών ναών, που χρονολογούνται από το 250 π.Χ. μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Οι δυο πρώτοι ναοί, που είχαν πανομοιότυπο αρχιτεκτονικό σχήμα και αποτελούνταν από δυο συνεχόμενες, ορθογώνιες, υπαίθριες αυλές, που επικοινωνούσαν με μικρούς, τετράγωνους λατρευτικούς χώρους-σηκούς, ήταν αφιερωμένοι στην Αφροδίτη Ορεία και στην Κυβέλη. Στον τρίτο και τον τέταρτο ναό, που είχαν παρόμοιο σχήμα ορθογώνιων ανοικτών αυλών, αλλά έφεραν από δυο λατρευτικούς, τετράγωνους, χώρους - σηκούς, λατρευόταν η Ίσις. Ο πέμπτος ναός, που ήταν μικρότερος σε μέγεθος, αλλά παρόμοιος με τους άλλους και που βρισκόταν στο τέλος του ναϊκού συμπλέγματος, ήταν αφιερωμένος στον Σέραπι. Η μεγάλη ποικιλία των κινητών ευρημάτων, που προέρχονται από το όλο ναϊκό σύμπλεγμα των Χολλάδων, περιλαμβάνει μαρμάρινες και ασβεστολιθικές κεφαλές θεϊκών αγαλμάτων και επιγραφές, που επιβεβαιώνουν την ταύτιση των θεοτήτων που λατρεύονταν σε κάθε ναό, καθώς και διάφορα άλλα εκλεκτά αφιερώματα. Τα πολύτιμα αυτά ευρήματα αντιπροσωπεύονται από μια ασβεστολιθική κεφαλή της Ίσιδος με κάνιστρο και βοστρυχωτή κόμμωση, μια άλλη ασβεστολιθική κεφαλή του Σέραπι, νεαρού και γενειοφόρου, ένα ασβεστολιθικό άγαλμα όρθιας ιέρειας, μια πήλινη κεφαλή γυναικείου αγάλματος με διάδημα, ένα ασβεστολιθικό άγαλμα γονυπετούς γυναίκας κι ένα ασβεστολιθικό ομοίωμα φιδιού γύρω από το μυθικό κέρας της Αμαλθείας, που βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο.

 

Εκτός από την αποκάλυψη των προαναφερθέντων μνημειακών κτιρίων, η αρχαιολογική έρευνα της Σουηδικής Αποστολής στις περιοχές των Σόλων και του Βουνιού επεκτάθηκε και στη συστηματική ανασκαφή εκατοντάδων λαξευτών, θαλαμοειδών τάφων, που απέδωσαν πολυάριθμα και πολυποίκιλα δείγματα κεραμικής, χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας, σφραγιδογλυφίας και άλλα μικροτεχνικά έργα. Τα περισσότερα απ' αυτά εντάσσονται μεταξύ του 600 και του 475 π.Χ. Μερικά όμως ανάγονται και μέχρι το 700 π.Χ., που αποτελεί και το αρχαιότερο χρονολογικό όριο των κινητών ευρημάτων από τις γενικές ανασκαφικές έρευνες των Σουηδών αρχαιολόγων.

 

Ύστερα από μια συνεχή διακοπή 35 χρόνων η ανασκαφική έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο της πόλης των Σόλων επαναλήφθηκε το 1965 από την Καναδική Αρχαιολογική Αποστολή του Πανεπιστημίου Λαβάλ, του Κεμπέκ, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή J. de Gagniers. Οι νέες αυτές ανασκαφικές έρευνες, που διακόπηκαν με την τουρκική εισβολή του 1974, έφεραν στο φως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλης πρωτοχριστιανικής βασιλικής στη βορειοανατολική πλαγιά του λόφου, κοντά στο ρωμαϊκό θέατρο της πόλης, μέρος της ρωμαϊκής αγοράς με μαρμαρόκτιστο νυμφαίο στο νότιο τμήμα του πλακόστρωτου τμήματός της, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατοικιών και εργαστηρίων, μέρος του ελληνιστικού ανακτόρου στην κορφή του λόφου της Παλιάς Χώρας και μεγάλο αριθμό πήλινων αγγείων, ειδωλίων, κοσμημάτων και άλλων ταφικών κτερισμάτων από 28 συνολικά τάφους, που σκάφτηκαν στην τοποθεσία Φίσα, κοντά στα νοτιοανατολικά σύνορα της πόλης.

 

Από τη μελέτη των διαφόρων νομισμάτων και των άλλων ανασκαφικών μαρτυριών, που αποκαλύφθηκαν στον χώρο της βασιλικής, καταφαίνεται ότι αυτή κτίστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για πεντάκλιτη πρωτοχριστιανική εκκλησία. Η σημαντική αυτή εκκλησία, που θεωρείται η αρχαιότερη και μεγαλύτερη στο είδος της παλαιοχριστιανική βασιλική σ' ολόκληρη την Κύπρο, πιθανό να ταυτίζεται με την πρώτη επισκοπική εκκλησία των Σόλων, που κτίστηκε από τον άγιο Αυξίβιο, τον πρώτο επίσκοπο της πόλης, του οποίου η χριστιανική δράση εντάσσεται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. (Για τη βασιλική των Σόλων βλ. χωριστό υποκεφάλαιο πιο κάτω).

 

Το νυμφαίο των Σόλων καταλαμβάνει μικρό χώρο στο νότιο τμήμα της πλακόστρωτης αγοράς της πόλης και διακρίνεται από υπέροχη αρχιτεκτονική διάπλαση. Από τα κατάλοιπά του, που έχουν διασωθεί, εξαιρετικής τεχνοτροπίας είναι μια ορθογώνια δεξαμενή με τοιχώματα πλαισιωμένα με κορινθιακούς κίονες της εποχής των Σεβήρων (193-235 μ.Χ.), των οποίων το επιστύλιο ήταν διακοσμημένο με ανάγλυφα φυτικά μοτίβα και με επιγραφή αφιερωμένη στον Καρακάλλα, τον γιο του Μάρκου Αυρηλίου. Οι κρουνοί της δεξαμενής, επιδέξια φιλοτεχνημένοι, παριστάνουν ομοιόμορφες κεφαλές λιονταριών, που χαρακτηρίζονται από αυστηρό νατουραλισμό και απόλυτη συμμετρία.

 

Μεταξύ της αγοράς κι ενός λιθόστρωτου δρόμου της πόλης αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα ενός μεγάλου δημόσιου κτιρίου, που ταυτίστηκε με στοά των Ελληνιστικών χρόνων, και διάφορα άλλα κτίσματα των τελευταίων Ρωμαϊκών χρόνων (250-450 μ.Χ.) πάνω στα θεμέλια προγενέστερων βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, που χρονολογούνται από το 50 μέχρι το 250 μ.Χ. Ανάμεσα στα δείγματα των παλαιότερων βιοτεχνικών εγκαταστάσεων επιβεβαιώθηκαν τα ερείπια των εργαστηρίων ενός υαλοτεχνίτη κι ενός βαφέα. Σε ψηλότερο σημείο του ίδιου ανασκαφικού χώρου αποκαλύφθηκε το κατώτερο τμήμα μεγάλης ρωμαϊκής κατοικίας. Στο δάπεδο της κατοικίας αυτής βρέθηκε μια χάλκινη κεφαλή αγάλματος εφήβου, φυσικού μεγέθους, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα των Σόλων και τα ομοειδή εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου. Στο πιο ψηλό σημείο του ανασκαφικού χώρου, που υπάγεται στην ακρόπολη των Σόλων, οι ανασκαφικές έρευνες, της ίδιας Καναδικής Αποστολής, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας L. Kahili, έφεραν στο φως εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλου κτιρίου από επιμελημένους πελεκητούς ασβεστόλιθους, που ταυτίστηκε από την ανασκαφέα με το ανάκτορο των Σόλων. Η βίαιη, όμως, διακοπή της ανασκαφής του από την τουρκική εισβολή του 1974 ματαίωσε την ολοκληρωτική αποκάλυψή του και στέρησε από την πόλη των Σόλων την αξιοποίηση και προβολή του σημαντικότερου αρχαιολογικού της μνημείου.

 

Οι 28 ανασκαφέντες τάφοι στην τοποθεσία Φίσα είναι όλοι λαξευτοί θαλαμοειδείς και χρησιμοποιήθηκαν για μια ή περισσότερες ταφές. Δυο από τους τάφους αυτούς, που βρέθηκαν εντελώς άθικτοι, χρονολογούνται στη δεύτερη περίοδο της Κυπρο-Γεωμετρικής εποχής (950-850 π.Χ.) και οι υπόλοιποι 26 στην Κυπρο-Αρχαϊκή εποχή (750-475 π.Χ.). Εκτός από τα πλούσια κτερίσματά τους, που περιλαμβάνουν εκλεκτά δείγματα αγγειοπλαστικής και μικροτεχνίας, οι τάφοι της Φίσας χύνουν άπλετο φως στα ταφικά έθιμα των Σολίων: Για πρώτη φορά μέσα στον «δρόμο» ενός κυπρο-αρχαϊκού τάφου βρέθηκαν ταφές ζώων, ενός ίππου κι ενός μικρότερου ζώου, που αναμφίβολα είχαν θυσιαστεί προς τιμήν του νεκρού. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ομοιογένεια που υπήρχε στα ταφικά έθιμα του βασιλείου των Σόλων και των βασιλείων της Σαλαμίνος και της Ταμασσού, όπου αποκαλύφθηκαν ταφές παρόμοιων ζώων σε «δρόμους» τάφων των νεκροπόλεών τους.

 

Το μεγάλο επίτευγμα της ανακάλυψης κυπρο-γεωμετρικών τάφων στο νεκροταφείο της Φίσας από την Καναδική Αποστολή επαναλήφθηκε μέσα στο ίδιο νεκροταφείο από το Τμήμα Αρχαιοτήτων τον Ιανουάριο του 1972. Στη διάρκεια ισοπεδώσεων με μηχανικό εκσκαφέα αποκαλύφθηκαν σταδιακά 28 νέοι τάφοι, που σκάφτηκαν υπό τη διεύθυνση του υπογράφοντος.   Όλοι ανεξαίρετα οι τάφοι ήσαν λαξευτοί θαλαμοειδείς μέσα στο φυσικό ασβεστολιθικό βράχωμα και είχαν ακανόνιστο κυκλικό σχήμα και ορθογώνιο δρόμο με κάθετα πλευρικά τοιχώματα. Οκτώ απ' αυτούς βρέθηκαν άθικτοι και οι υπόλοιποι συλημένοι. Από τη μελέτη και χρονολογική ταξινόμηση της αγγειοπλαστικής προκύπτει ότι οι τάφοι χρονολογούνται από την Πρωτογεωμετρική περίοδο μέχρι τα τέλη των Κυπρο-Αρχαϊκών χρόνων, δηλαδή μεταξύ των ετών 1050-475 π.Χ. Έτσι οι ανακαλύψεις κυπρο-γεωμετρικών τάφων από την Καναδική Αποστολή και αρχαιότερων πρωτογεωμετρικών τάφων με τις πιο πάνω ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων στη Φίσα έχουν προσθέσει άλλα 350 χρόνια στα προαναφερθέντα αρχαιότερα χρονολογικά συμπεράσματα των Σουηδών αρχαιολόγων, που ανεβάζουν την ιστορική παράδοση των Σόλων στο 1050 π.Χ. και διαλύουν τα νέφη αμφιβολίας για τη μακραίωνη πολιτιστική κληρονομιά του σημαντικού αυτού αρχαίου κυπριακού βασιλείου.

 

Τα πλούσια κτερίσματα των τάφων, που σκάφτηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, περιλαμβάνουν και μερικά εκπληκτικά δείγματα αγγειοπλαστικής, που αποτελούν μοναδικό φαινόμενο στα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα των Σόλων. Πρόκειται για ένα μικρό τρίωτο αγγείο του μυκηναϊκού ρυθμού IIIΒ, που χρονολογείται μεταξύ του τέλους του 13ου και των αρχών του 12ου αιώνα π.Χ., και μερικά κεραμικά όστρακα, που ανήκουν στα «Πρωτο-Λευκά Γραπτά»-«Proto-White Painted» αγγεία και χρονολογούνται στο 1050 περίπου π.Χ. Τα μυκηναϊκά και πρωτογεωμετρικά αυτά κεραμικά δείγματα βρέθηκαν μέσα σε τρεις τάφους, στους οποίους η πλειονότητα των κτερισμάτων εντάσσεται στα τέλη της Κυπρο-Γεωμετρικής και στις αρχές της Κυπρο-Αρχαϊκής εποχής. Η παρουσία τους όμως όχι μόνο μέσα σε ένα αλλά σε τρεις πανομοιότυπους νεκρικούς θαλάμους του ίδιου νεκροταφείου δεν μπορεί λογικά να θεωρηθεί εντελώς τυχαία ή συμπτωματική περίπτωση επανειλημμένης αφιέρωσης στον νεκρό παλαιών πολύτιμων κειμηλίων. Λογικότερο φαίνεται να είναι το γεγονός ότι και οι τρεις τάφοι στη Φίσα, που απέδωσαν τα πιο πάνω παλαιότερα κτερίσματα και που θυμίζουν τους καρδιόσχημους μυκηναϊκούς λαξευτούς τάφους άλλων περιοχών του νησιού, ανήκουν στο αρχικό νεκροταφείο της πόλης, που εντάσσεται στην τρίτη φάση της Υστέρας εποχής του Χαλκού, δηλαδή στην καθαυτό Κυπρο-Μυκηναϊκή περίοδο (1230-1050 π.Χ.). Οι τάφοι όμως αυτοί, όπως μαρτυρούν τα πλεονάζοντα κτερίσματά τους, επαναχρησιμοποιήθηκαν για ταφές και στα τέλη της Κυπρο-Γεωμετρικής και στις αρχές της Κυπρο-Αρχαϊκής εποχής (750-700 π.Χ.).

 

Η σημαντική αυτή αρχαιολογική ανακάλυψη στο νεκροταφείο της Φίσας συμβάλλει πολύ στην επίλυση του μέχρι σήμερα προβληματικού θέματος της κτίσης της αρχικής πόλης των Σόλων. Λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι η χρονολόγηση του μικρού τρίωτου μυκηναϊκού αγγείου, που ανάγεται στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., συμπίπτει με το τέλος του Τρωικού πολέμου και με το μεγάλο μεταναστευτικό και αποικιστικό ρεύμα των Μυκηναίων-Αχαιών στην Κύπρο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της ίδρυσης της πόλης των Σόλων και του παρακείμενου νεκροταφείου της από τους Μυκηναίους αυτούς μετανάστες ή από ήρωες του Τρωικού πολέμου, όπως επικροτεί και με τη σχετική μαρτυρία του ο Στράβων. Δυστυχώς όμως η ανασκαφική έρευνα του Τμήματος Αρχαιοτήτων, που, αμέσως μετά την ανεύρεση μυκηναϊκής αγγειοπλαστικής στο νεκροταφείο της Φίσας, στόχευε αποκλειστικά στον εντοπισμό και την αποκάλυψη της αρχικής πόλης των Σόλων πολύ κοντά στο νεκροταφείο αυτό, ματαιώθηκε από την τουρκική εισβολή του 1974.   Έτσι η διαίσθηση και άποψή μας για την ταύτιση της κρυμμένης αυτής κυπρο-μυκηναϊκής πόλης με την Αιπεία του Δημοφώντος και την κοντινή μετατόπιση ή επέκταση και μετονομασία της σε Σόλους στη διάρκεια της ιστορικής επίσκεψης του Σόλωνος στην Κύπρο, που αναμφίβολα θα επαλήθευε και την ευλογοφανή μαρτυρία του Πλουτάρχου, δεν πρόλαβε να επιβεβαιωθεί και να δικαιωθεί.