Ανάκτορα

Image

Μεγάλα, ενιαία οικοδομικά συγκροτήματα σε δεσπόζουσες και επιβλητικές θέσεις των αρχαίων πόλεων (συνήθως πάνω στις ακροπόλεις) ή σε ιδεώδεις υπαίθριες τοποθεσίες, που αποτελούνται από την κατοικία του βασιλιά — μονάρχη — και των άλλων μελών της βασιλικής οικογένειας, τα διαμερίσματα της βασιλικής φρουράς και του υπηρετικού προσωπικού, τα δωμάτια των φιλοξενουμένων, τα συμπλέγματα των λουτρών και των αποχωρητηρίων, τις υδατοδεξαμενές και τους διάφορους άλλους συναφείς αποθηκευτικούς και βοηθητικούς χώρους. Τα ανάκτορα, που βρίσκονταν στις προνομιούχες, υπαίθριες τοποθεσίες, αποτελούσαν την εξοχική βασιλική κατοικία και συνήθως καταλάμβαναν μικρότερη έκταση με περιορισμένο αριθμό δωματίων και βοηθητικών χώρων, σε σύγκριση με τα ανάκτορα των πόλεων, που ήταν η μόνιμη βασιλική κατοικία. Τα βασιλικά αυτά καταλύματα, κτισμένα με περίτεχνη λιθοδομή και συμπληρωμένα με επιμελημένη εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση, χαρακτηρίζονται από αυστηρή αρχιτεκτονική συμμετρία, μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα.

 

Τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, στη διάρκεια των Προϊστορικών χρόνων, από την Προκεραμεική Νεολιθική περίοδο μέχρι τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., τα μεγαλοπρεπή βασιλικά ανάκτορα ήταν ανύπαρκτα και τη θέση τους, μέσα στους πρωτόγονους νεολιθικούς και μεταγενέστερους συνοικισμούς, καταλάμβαναν οι εξέχουσες κατοικίες του προύχοντα αρχηγού της κοινότητας ή του τοπάρχη. Παρόλο που στην γενική τους μορφή οι κατοικίες αυτές ακολουθούσαν το απλό οικοδομικό σύστημα των υπόλοιπων κατοικιών του συνοικισμού, παρουσιάζονται πάντοτε πολύ πιο επιμελημένες, ασύγκριτα μεγαλύτερες και με περισσότερες λεπτομέρειες στην εσωτερική διαρρύθμισή τους.

 

Στον ελλαδικό χώρο τα πρώτα δείγματα των κατοικιών των αρχηγών των προϊστορικών κοινοτήτων παρουσιάζονται στους θεσσαλικούς νεολιθικούς συνοικισμούς του Σέσκλου και Διμηνίου, κοντά στο Βόλο. Πρόκειται για μεγάλες λιθόκτιστες κατοικίες ορθογώνιου σχήματος — μέγαρα — με τις προσόψεις πάντοτε στραμμένες προς νότο, που χωρίζονταν σε τρεις μικρότερους χώρους: τον πρόδομο, που ήταν μια μικρή ανοικτή στοά (υπόστεγο) με δυο ξύλινους στύλους στην πρόσοψη μεταξύ των παραστάδων, το κυρίως δωμάτιο —δώμα — με κυκλική εστία στο μέσο και το δεύτερο δωμάτιο —θάλαμο — στο βάθος.

 

Αντιπροσωπευτικό δείγμα προυχοντικής κατοικίας στην προϊστορική Κύπρο αποτελεί η μεγαλύτερη λιθόκτιστη κυκλική κατοικία στο κάτω τμήμα του νεολιθικού συνοικισμού της Χοιροκοιτίας που η διάμετρος του δαπέδου της είναι περίπου 7 μέτρα, ενώ ο μέσος όρος των διαμέτρων των δαπέδων των άλλων παρόμοιων κυκλικών κατοικιών στον ίδιο συνοικισμό δεν ξεπερνά τα 3,50 μέτρα. Εκτός του ότι η κατοικία αυτή έχει καταφανέστατα διπλάσιο μέγεθος από τις άλλες, το γήινο δάπεδό της είναι εφοδιασμένο με δυο λίθινους πεσσούς, που πιθανό να υποβάσταζαν ένα μεσοπάτωμα (είδος σοφίτας — «σέντε») και στο βόρειο και δυτικό εξωτερικό της τμήμα υπάρχει μικρός διάδρομος, που αρχικά ήταν στεγασμένος και χρησίμευε ως επιπρόσθετος βοηθητικός χώρος.

 

Τα θεσσαλικά νεολιθικά μέγαρα και τις προυχοντικές κυκλικές κατοικίες της Χοιροκοιτίας διαδέχθηκαν, γύρω στο 2000 π.Χ., τα πρώτα μνημειώδη ανάκτορα της μινωικής Κρήτης στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια. Τα θεμελιώδη κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πρώτων αυτών μινωικών ανακτόρων, που καταστράφηκαν το 1700 περίπου π.Χ., είναι: α) Οι δυο μεγάλες αυλές, η ορθογώνια κεντρική, γύρω από την οποία είναι συγκεντρωμένα όλα τα διαμερίσματα, και η δυτική, χωρίς ορισμένο σχήμα. β) Η κατεύθυνση του μεγάλου άξονα της κεντρικής αυλής από βορρά προς νότο, που μ' αυτό τον τρόπο πετύχαινε την αντιστοιχία των τεσσάρων πλευρών του ανακτόρου με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

 

Από το 1700 μέχρι το 1600 π.Χ., πάνω στα ερείπια των πρώτων μινωικών ανακτόρων, συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε η οικοδόμηση των δευτέρων ανακτόρων με πολλούς αρχιτεκτονικούς νεωτερισμούς, πολυάριθμες επεκτάσεις και προσθήκες και αμύθητη πολυτέλεια. Το σημαντικότερο από τα τρία νέα κρητικά ανάκτορα ήταν αναμφίβολα το περίφημο, πολυδαίδαλο ανάκτορο της Κνωσού, που κάλυπτε συνολικά μια έκταση 20.000 τετρ. μέτρων και που είχε τουλάχιστον τρεις ορόφους.

 

Σύμφωνα με τη θεωρία του καθηγητή Σπ. Μαρινάτου, που έγινε παγκόσμια αποδεκτή, και τα τρία αναντικατάστατα ανάκτορα του χρυσού αιώνα της Κρήτης καταστράφηκαν ολότελα μαζί με τον υπόλοιπο μινωικό πολιτισμό το 1520, περίπου, από την τρομερή έκρηξη και τη συνεχή πυριγενή λάβα του ηφαιστείου της Θήρας.

 

Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του μινωικού πολιτισμού και τη διαδοχή του από τον μυκηναϊκό, στις ακροπόλεις της Ηπειρωτικής Ελλάδας δεσπόζουν τα πρώτα μυκηναϊκά ανάκτορα, που χρονολογούνται από το 1425 μέχρι το 1100 π.Χ. Τα σημαντικότερα απ' αυτά είναι τα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου και των Θηβών. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα είναι πολύ μικρότερα των κρητικών. Το αρχιτεκτονικό σχέδιό τους είναι απλό και απέριττο και απ' αυτό αναπτύχθηκε η λιτή μορφή του ελληνικού ναού. Η όλη ζωή του ανακτόρου συγκεντρώνεται γύρω από τον κεντρικό χώρο του μεγάρου, που τα πρότυπά του είναι τα νεολιθικά μέγαρα της Θεσσαλίας. Το μυκηναϊκό μέγαρο είναι σχεδόν τετράγωνο και αποτελείται από τρία διαμερίσματα. Το πρώτο ονομάζεται αίθουσα και αποτελεί την πρόσοψη, στην οποία υπάρχουν δυο κίονες μεταξύ δυο παραστάδων. Ακολουθεί ο προθάλαμος του κυρίου δωματίου με το ομηρικό όνομα πρόδομος. Από τον πρόδομο μια μεγάλη είσοδος οδηγεί στον τελευταίο μεγαλοπρεπή χώρο, το καθαυτό μέγαρο, που ονομάζεται και δόμος. Στο μέσο του μεγάρου υπήρχε χαμηλή, αλλά πολύ μεγάλη κυκλική εστία, με διάμετρο που σε μερικές περιπτώσεις φθάνει τα 3,70 και 4 μέτρα (Μυκήνες και Πύλος). Απέναντι από την εστία και πάντοτε στον δεξιό τοίχο του μεγάρου βρισκόταν ο βασιλικός θρόνος. Η αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια και ο εσωτερικός διάκοσμος του μεγάρου συμπληρωνόταν με διάφορες πολύχρωμες τοιχογραφικές συνθέσεις από σκηνές μάχης και κυνηγιού σε μορφή ζωφόρου.

 

Παρόλο που ο μυκηναϊκός πολιτισμός μεταλαμπαδεύτηκε ατόφιος στην Κύπρο από Αχαιούς αποίκους, στα τέλη του 13ου αιώνα, ούτε στην Έγκωμη Αμμοχώστου, ούτε σε οποιαδήποτε άλλη μυκηναϊκή πόλη έχουν ακόμη επισημανθεί τα ίχνη των μυκηναϊκών ανακτόρων. Τούτο πιθανό να οφείλεται στο γεγονός ότι στις πόλεις αυτές οι ανασκαφές δεν έχουν ολοκληρωθεί. Μόνο στο Βουνί στη βορειοδυτική περιοχή του νησιού, αποκαλύφθηκε ολότελα ένα ανάκτορο των Κυπρο-Κλασσικών χρόνων, που θυμίζει τα μυκηναϊκά πρότυπα, και στους Σόλους τμήμα παρόμοιου ανακτόρου, που η ανασκαφή του διακόπηκε με την τουρκική εισβολή του 1974. 

(Λεπτομερή περιγραφή των καταλοίπων και των δυο αυτών ανακτόρων βλέπε στα ανάλογα λήμματα).

Φώτο Γκάλερι

Image