Γερμανός Β

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1222 - 1240). Λόγιος, αλλά και δραστήριος κληρικός, καταγόταν από φτωχή οικογένεια (γεννήθηκε περί το 1175 στο Ανάπλι της Προποντίδος). Χειροτονήθηκε πατριάρχης το 1222 στη Νίκαια (η Κωνσταντινούπολη είχε αλωθεί από τους Φράγκους το 1204), ύστερα από επιμονή του αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη. Κατά το διάστημα της πατριαρχείας του, ο Γερμανός Β' χειρίστηκε κυρίως τα πολλά και δύσκολα προβλήματα πολλών Ορθοδόξων Εκκλησιών που προέκυψαν εξαιτίας της κατάληψης της αυτοκρατορίας από τους Φράγκους και των διωγμών των Ορθοδόξων από τους Λατίνους ιερωμένους. Μεταξύ των Εκκλησιών που αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα εξαιτίας των διωγμών αυτών, ήταν και η Κυπριακή Εκκλησία.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νεόφυτος (1220/21 -1251) απέστειλε δυο αντιπροσώπους του στον πατριάρχη Γερμανό στη Νίκαια για να ζητήσει την υποστήριξή του, μετά τις δυο συνόδους των Λατίνων κληρικών της Κύπρου (στη Λεμεσό στις 17.10.1220 και στην Αμμόχωστο στις 12.9.1222) οι οποίες είχαν αποφασίσει διάφορα καταπιεστικά μέτρα ενάντια στην Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία. Την κυπριακή αντιπροσωπεία που πήγε στη Νίκαια αποτελούσαν ο επίσκοπος Σολέας Λεόντιος και ο ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας Αψινθιώτισσας Λεόντιος. Ο πατριάρχης και η σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου άκουσαν τους δυο Κυπρίους αντιπροσώπους, που συνόψισαν τις απαιτήσεις των Λατίνων σε τρεις:

 

α) Οι Ορθόδοξοι κληρικοί της Κύπρου έπρεπε να ομολογούν πίστη στους Λατίνους κληρικούς, υποκλινόμενοι και γονατίζοντας μπροστά τους.

β) Κάθε εκλογή Ορθόδοξου ιερωμένου, οποιουδήποτε βαθμού, προϋπέθετε και έγκρισή της από τον αντίστοιχο Λατίνο επίσκοπο

γ) Κάθε Έλληνας, κληρικός ή λαϊκός, εδικαιούτο να εφεσιβάλει οποιαδήποτε απόφαση του Ορθόδοξου επισκόπου του, προσφεύγοντας στον αντίστοιχο Λατίνο επίσκοπο, που αναγνωριζόταν έτσι ως ο ανώτατος εκκλησιαστικός ηγέτης στην περιφέρειά του.

 

Ο πατριάρχης και η σύνοδος αποφάσισαν να συστήσουν στους Κυπρίους Ορθοδόξους ιεράρχες ν' ακολουθήσουν πολιτική «εικονικής υποταγής» στους Λατίνους, προκειμένου ν' αποφευχθούν συγκρούσεις και διωγμοί. Η σύσταση όμως αυτή του πατριάρχη και της συνόδου προκάλεσε την οργή πλήθους Ορθοδόξων, κυρίως προσφύγων κληρικών και λαϊκών από την κατεχόμενη από τους Λατίνους Κωνσταντινούπολη, που απαίτησαν και πέτυχαν την ακύρωσή της.

 

Ύστερα από περίοδο 6 χρόνων, ο πατριάρχης Γερμανός έστειλε επιστολή που απευθυνόταν προς τους Ορθοδόξους της Κύπρου, Έλληνες και Σύρους, με την οποία τους συνιστούσε να αποφεύγουν κάθε επαφή και επικοινωνία με εκείνους τους κληρικούς που είχαν υποταχθεί στην εξουσία των Λατίνων κι είχαν αναγνωρίσει την κυριαρχία του πάπα. Με την ίδια επιστολή ο Γερμανός καλούσε τους Κυπρίους να παραμείνουν πιστοί στην Ορθοδοξία και να υπακούουν στους Ορθοδόξους επισκόπους. Δεν είναι γνωστό πόσο μεγάλη υπήρξε στην Κύπρο η απήχηση από τις συμβουλές του οικουμενικού πατριάρχη. Πάντως η καταπίεση των Ορθοδόξων από τους Λατίνους εντάθηκε και τον επόμενο χρόνο, το 1231, αποκορυφώθηκε με το μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας* που συγκλόνισε ολόκληρη την Ορθοδοξία. Το γεγονός αυτό ήταν ένα από εκείνα που ανάγκασαν τον πατριάρχη Γερμανό να απευθυνθεί στον πάπα Γρηγόριο Θ', με επιστολή του στα 1232, καταδικάζοντας τις βιαιότητες των Λατίνων στην Ανατολή ως μη συνάδουσες προς τη χριστιανική διδασκαλία. Ο πάπας απάντησε στον πατριάρχη με δυο επιστολές του, απέστειλε δε προς αυτόν διμελή αντιπροσωπεία για διαπραγματεύσεις. Δεν υπήρξε θετικό αποτέλεσμα από τις διαπραγματεύσεις αυτές που έγιναν στα 1234, ωστόσο επακολούθησε κάποια ηρεμία που διάρκεσε λίγα μόνο χρόνια.