Διατήρηση μνημείων

Image

Εξέλιξη και νομικά πλαίσια: Το πρόβλημα της επισκευής, ανακαίνισης ή επανοικοδόμησης αρχιτεκτονικών έργων είναι πολύ παλιό.   Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχε αντίληψη της ανάγκης για διαφύλαξη της κληρονομιάς του παρελθόντος. Αλλά η διατήρηση σαν τέχνη προστασίας των μνημείων της αρχιτεκτονικής και οικοδομικής, με επιστημονικές βάσεις, άρχισε να εμφανίζεται το β' μισό του 19ου αιώνα. Οι ιδεολογικές της βάσεις διαμορφώθηκαν αφού προηγήθηκε η κατανόηση του ρόλου που διαδραματίζουν τα μνημεία στην ανάπτυξη του πολιτισμού. Κατά τον 18ο   αιώνα άρχισε να διαγράφεται στην Ευρώπη η έννοια της κοινωνικής αξίας των μνημείων και των ιστορικών κειμηλίων. Παρουσιάστηκαν οι πρώτες περιγραφές μνημείων και άρχισε η αρχειοθέτησή τους με σχέδια και περιγραφές. Προς το τέλος του αιώνα, πρώτα στη Γαλλία ψηφίστηκε νόμος για την κρατική προστασία των μνημείων, που αναγνωρίζονται σαν σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη των τεχνών, των επιστημών και της παιδείας. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα της Γαλλίας κατά τον 19ο αιώνα. Καθορίστηκε τότε η έννοια του μνημείου και ειδική νομοθεσία απαγόρευε την κατεδάφιση των πιο σημαντικών, κατονομάζοντας ταυτόχρονα τη χρήση τους.

 

Στην Κύπρο, κατά το τέλος της Τουρκοκρατίας ψηφίστηκε νόμος για την προστασία των σημαντικότερων μνημείων, που ήταν σε ισχύ μέχρι το 1905, οπότε αντικαταστάθηκε από τον πρώτο νόμο της περιόδου της Αγγλοκρατίας που αφορούσε μνημεία και αρχαιότητες. Βάσει του νόμου αυτού, ο κυβερνήτης μπορούσε να κηρύξει ως αρχαίο μνημείο οποιαδήποτε κατασκευή, οικοδομή ή περιοχή που παρουσίαζε δημόσιο ενδιαφέρον εξαιτίας της ιστορικής ή παραδοσιακής του σημασίας. Απαγόρευε δε την κατεδάφιση ή αλλοίωση των μνημείων χωρίς τη γραπτή άδεια της επιτροπής του Κυπριακού Μουσείου και του κυβερνήτη. Στις περιπτώσεις που το μνημείο αποτελούσε ιδιωτική περιουσία, υπήρχε πρόνοια για χρηματικές χορηγίες στον ιδιοκτήτη για τη συντήρηση και επισκευή του. Σαν πρώτα περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αρχαίων μνημείων τα κάστρα του Αγίου Ιλαρίωνος και του Βουφαβέντο, καθώς και διάφοροι αρχαιολογικοί χώροι (ναός Αφροδίτης στα Κούκλια, Ταμασσός, Δάλι, Αμαθούς, Σαλαμίς). Ακολουθούν μεσαιωνικά μνημεία, οχυρώσεις και άλλοι αρχαιολογικοί χώροι.

 

Τόσο οι πρώτοι αυτοί νόμοι όσο και ο Περί Αρχαιοτήτων Νόμος του 1935, που συμπίπτει με την ίδρυση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αντανακλούν τις τάσεις και ιδέες που διαμορφώνονταν στην Ευρώπη. Ο νόμος του 1935, που με κατά καιρούς συμπληρώσεις ισχύει μέχρι σήμερα, παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο τη δυνατότητα να κηρύσσει σε αρχαία μνημεία κάθε χώρο, οικοδόμημα ή αντικείμενο δημοσίου συμφέροντος λόγω του ιστορικού, αρχιτεκτονικού, παραδοσιακού, καλλιτεχνικού ή αρχαιολογικού ενδιαφέροντός του. (Για τα αρχαία μνημεία βλέπε λήμμα αρχαιότητες).

 

Οι πρώτες εργασίες συντήρησης μνημείων (τέλος 19ου - αρχές 20ού αιώνα) ήσαν στην πλειοψηφία τους λανθασμένες γιατί βασίζονταν στην οικειοθελή καλλιτεχνική αντίληψη και όχι σε επιστημονικές βάσεις. Μόνο μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο παρουσιάζονται σημαντικές αλλαγές στον τομέα διατήρησης. Σαν αποτέλεσμα των καταστροφών του πολέμου σ' όλη την Ευρώπη, γενικεύεται το κοινωνικό ενδιαφέρον για τη διατήρηση. Στη συνέχεια, με το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, παρουσιάζεται πιο επιτακτικά η ανάγκη επίλυσης των προβλημάτων που αφορούσαν τις μεθόδους διατήρησης και διερεύνησης των τεχνικών μέσων. Το πρόβλημα δεν αφορά πια τη διατήρηση μεμονωμένων μνημείων αλλά και ολόκληρων πολεοδομικών συμπλεγμάτων. Αναπτύσσονται νέες ιδέες και διεξάγονται εργασίες όχι μόνο σε εθνική αλλά και σε διεθνή κλίμακα, κατά τις οποίες σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η UNESCO και η ICOM (Διεθνής Επιτροπή Μουσείων). Στην Κύπρο εντείνεται η κήρυξη αρχαίων μνημείων και εμπλουτίζεται με τη συμπερίληψη μνημείων της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής περιόδου που ήταν επακόλουθο της επάνδρωσης του Τμήματος Αρχαιοτήτων με έφορο Μνημείων. Παράλληλα το ενδιαφέρον στρέφεται και προς τη λαϊκή αστική πρώτα και στη συνέχεια αγροτική αρχιτεκτονική.

 

Μεμονωμένα δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής κηρύχθηκαν σε μνημεία ήδη κατά τη δεκαετία του 1950. Μετά το 1960 η κρατική μέριμνα στρέφεται, πέρα από τις μεμονωμένες περιπτώσεις, σε ολόκληρα συμπλέγματα. Αυτό συμβάδιζε με τις διεθνείς εξελίξεις σ' αυτό τον τομέα (ο Χάρτης της Βενετίας του 1964 πρόβλεπε την προστασία χώρων ιστορικού ή αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και των λιγότερο σημαντικών κτισμάτων συνοδείας), αλλά οφειλόταν ταυτόχρονα στη διαπίστωση του κινδύνου αφανισμού της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είτε λόγω της εγκατάλειψης, είτε με την εισβολή νέων τεχνικών και υλικών. Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και ειδικά μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, σαν αποτέλεσμα της μεγαλύτερης οικονομικής άνεσης, παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα και εφαρμογή νέων τεχνικών και υλικών με αποτέλεσμα τα παραδοσιακά κτίσματα, συνήθως ετοιμόρροπα ή σε κακή κατάσταση, να εξαφανίζονται με γοργό ρυθμό. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων με τη βοήθεια του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας αρχίζει το 1966 την καταγραφή σπιτιών λαϊκής αρχιτεκτονικής με σκοπό τη συγκρότηση αρχείου και ταξινόμηση των μνημείων που θ' αποτελούσε τη βάση για τη λήψη μέτρων διάσωσής τους. Η καταγραφή και αποτύπωση συνεχίστηκε με διακοπές και μετά το 1974 και αρκετοί αγροτικοί οικισμοί και αστικά κέντρα κηρύχθηκαν σε ελεγχόμενες περιοχές (Κακοπετριά, Φικάρδου, Λεύκαρα, Όμοδος, Πέρα Ορεινής, τμήμα της Σκάλας [Λάρνακα]).

 

Εκτός από τα πιο πάνω νομικά μέτρα, ο Νόμος περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας του 1972 περιλαμβάνει ειδικό άρθρο για τη διατήρηση κάθε κτιρίου ή ομάδων κτιρίων ή περιοχής με ιδιαίτερο κοινωνικό, αρχιτεκτονικό, ιστορικό ή άλλο ενδιαφέρον. Το σχετικό άρθρο καλύπτει σχεδόν όλους τους τομείς της αγροτικής και αστικής διατήρησης και εξασφαλίζει τον έλεγχο και τον τρόπο ανάπτυξης. Η μέριμνα για τη διατήρηση διευρύνεται με τον πιο πάνω Νόμο με την προστασία αξιόλογων δέντρων και άλλων φυσικών καλλονών. Μετά το 1980 καταρτίστηκαν κατάλογοι αξιόλογων οικοδομών, πολλές από τις οποίες κηρύχθηκαν σε διατηρητέες και προωθείται η εφαρμογή οικονομικών κινήτρων που θα ενθαρρύνουν τη συντήρηση και αποκατάστασή τους.

 

Εξέλιξη της θεωρίας της διατήρησης: Για τη διαμόρφωση της θεωρίας, των κριτηρίων και των τεχνικών μεθόδων της διατήρησης, συνέβαλε η εργασία πολλών θεωρητικών και τεχνικών διαφόρων εθνικοτήτων. Οι διάφορες ιδέες άλλαζαν με το χρόνο ανάλογα με τις πολιτικές, ιδεολογικές και οικονομικές συνθήκες.

 

Στην πρώτη περίοδο (μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα) οι συντηρητές, που ήταν κυρίως αρχιτέκτονες και οικοδόμοι, είχαν σαν αρχή την παράταση της ύπαρξης του μνημείου, όχι διαμέσου της ενδυνάμωσης της κατασκευής και των υλικών αλλά διαμέσου της διατήρησης της μορφής του. Γι’ αυτό αδίσταχτα αφαιρούσαν τις αποδυναμωμένες κατασκευές και τις αντικαθιστούσαν με νέες. Με έλλειψη σεβασμού για την ιστορική και επιστημονική αξία της ουσίας του μνημείου, αντί να εξαλείφουν την αιτία του κακού, να ενδυναμώνουν και να σταθεροποιούν τα ετοιμόρροπα τμήματα, τα αφαιρούσαν και τα αντικαθιστούσαν με οικοδομικά υλικά χαρακτηριστικά για την οικοδομική της εποχής τους. Πολύ συχνά αυτό οδηγούσε, εκτός από την καταστροφή του χαρακτήρα του μνημείου, στη μεγαλύτερη καταστροφή του, αφού δεν λαμβάνονταν υπόψη οι τεχνολογικές δυνατότητες των νέων υλικών σε σχέση με τα παλαιά και η ανθεκτικότητά τους. Στη συνέχεια οι προσπάθειες των συντηρητών στράφηκαν στη δημιουργία καλλιτεχνικής αρμονίας, ομοιομορφίας και διαύγειας του ρυθμού του μνημείου παραμερίζοντας τις στατικές του ιδιότητες. Επακόλουθο της τάσης αυτής ήταν η αλλαγή της μορφής και της κατασκευής του μνημείου καθώς και η αφαίρεση των διαφόρων ιστορικών φάσεων που το είχαν συνθέσει. Αυτή η τάση που ονομάστηκε purism (καθαρότητα ρυθμού) εκτός από τις καταστροφές και αλλοιώσεις πολλών μνημείων προκάλεσε τη δημιουργία ατυχών απομιμήσεων ειδικά του γοτθικού ρυθμού.

 

Με το τέλος του 19ου αιώνα παρουσιάζεται κύμα αντίδρασης από οπαδούς της αρχής που υποστήριζε τη διατήρηση των μνημείων στη μορφή που βρίσκονται. Οι διάφορες φάσεις στην κατασκευή του φέρουν τα χαρακτηριστικά της δημιουργίας διαφόρων εποχών και δεν πρέπει ν' αφαιρούνται για να δημιουργηθεί διαύγεια του ρυθμού. Η τάση αυτή ονομάστηκε ιστορισμός και με το πνεύμα αυτό αναπτύσσονται μέθοδοι πιστής ανακατασκευής με τα ίδια ή παρόμοια υλικά. Σαν αποτέλεσμα τέτοιων επεμβάσεων οι συμπληρώσεις σε μνημεία δεν διέφεραν καθόλου από τις αυθεντικές κατασκευές. Διάφοροι επιστήμονες αντιλήφθηκαν έγκαιρα πόσο επιζήμια ήταν η πιο πάνω τάση για την επιστήμη και την ιστορία του πολιτισμού. Είχαν αντιληφθεί ότι η μνημειακή αξία των κτιρίων αποτελείται όχι μόνο από τις μορφολογικές τους ιδιότητες αλλά επίσης από όλα τα στοιχεία που τα συνθέτουν και κυρίως από τα δομικά υλικά και τις οικοδομικές μεθόδους των περασμένων εποχών.

 

Μέσα από την εμπειρία των ιδεών και επεμβάσεων του 19ου αιώνα γεννιούνται στην αρχή του 20ού αιώνα, νέες ιδέες και μέθοδοι διατήρησης. Σύμφωνα μ' αυτές επιτρέπονται λογικές αλλαγές ή συμπληρώσεις, αν είναι απαραίτητες, για την αποτροπή της καταστροφής του μνημείου και συντείνουν στην παράταση της ζωής του. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα νέα στοιχεία πρέπει να φέρουν τη σφραγίδα του σύγχρονου και ταυτόχρονα να συνδέονται αισθητικά με τις παλαιές μορφές.

 

Οι τάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω αναπτύχθηκαν στη Γαλλία και στη συνέχεια στην Ιταλία και άλλες χώρες της Ευρώπης.

 

Διεθνή μέτρα προστασίας των μνημείων: Οι δραστηριότητες στον τομέα της νομικής προστασίας των μνημείων επικράτησαν διεθνώς. Ήδη κατά τον 19ο αιώνα υπήρξαν πρωτοβουλίες ανάπτυξης διεθνούς συνεργασίας που οδήγησαν στη σύγκληση διεθνών συσκέψεων. Οι προσπάθειες αυτές αποσκοπούσαν επίσης στον καθορισμό νομικών πράξεων που θα προστάτευαν τα μνημεία σε καιρούς πολέμου. Κατ' αυτό τον τρόπο καταρτίστηκαν το 1907, μέσα στα πλαίσια της IV Συνθήκης της Χάγης, ειδικοί κανονισμοί για την προστασία των μνημείων που ίσχυαν κατά τον Α' και Β' Παγκόσμιο πόλεμο, δίχως όμως σημαντικά επιτεύγματα.

 

Το 1931 έγινε στην Αθήνα η Αθηναϊκή Σύσκεψη Συντηρητών κατά την οποία καταρτίσθηκε ο Χάρτης των Αθηνών που περιλαμβάνει τις βασικές αρχές διατήρησης. Για πρώτη φορά ο Χάρτης γίνεται διεθνώς αποδεκτός, γεγονός που οδήγησε στην εμβάθυνση των θεωρητικών και πρακτικών ενεργειών μέσα στα πλαίσια του πολυσύνθετου και διαφοροποιημένου προβληματισμού της διατήρησης στα διάφορα έθνη.

 

Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ο προβληματισμός αυτός εντάθηκε διεθνώς. Οι καταστροφές των μνημείων από τις πολεμικές επιχειρήσεις οδήγησε την UNESCO στην επεξεργασία σχεδίου διεθνούς προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σαν αποτέλεσμα εκδόθηκε η Συνθήκη της Χάγης το 1954 που όμως έγινε δεκτή μόνο από μερικές χώρες.

 

Ενδεικτική των προσπαθειών για διεθνή προστασία των μνημείων ήταν η δημιουργία διεθνούς σχολής διατήρησης στο τμήμα αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Ρώμης που οδήγησε στον καταρτισμό μόνιμης διεθνούς επιτροπής: το 1964 στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Αρχιτεκτόνων και Τεχνικών Προστασίας Μνημείων που έγινε στη Βενετία, αποφασίστηκε η ίδρυση Διεθνούς Επιτροπής Μνημείων και Χώρων του ICOMOS (International Council of Monuments and Sites). Βασικό επίτευγμα αυτού του Συνεδρίου ήταν ο καταρτισμός νέου Χάρτη Διατήρησης, του γνωστού Χάρτη της Βενετίας που περιέχει τις αρχές διατήρησης σε διεθνή κλίμακα, παρέχοντας σε κάθε έθνος τη δυνατότητα να ενεργεί σ’ αυτό τον τομέα μέσα στα πλαίσια του δικού του πολιτισμού και της ντόπιας παράδοσης.

 

Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω έγιναν και γίνονται διεθνώς προσπάθειες ώστε οι αρχές που διέπουν τη διατήρηση να προέρχονται από κοινή συμφωνία αφήνοντας ταυτόχρονα τη φροντίδα σε κάθε έθνος να προσαρμόσει τις διεθνείς αρχές στα πλαίσια του δικού του πολιτισμού και παράδοσης. Ενδεικτικός των προσπαθειών αυτών είναι ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς που δημοσίευσε η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, και ο οποίος επικροτήθηκε από το συνέδριο του Άμστερνταμ κατά το Ευρωπαϊκό   Έτος Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (1975). Ο χάρτης αυτός αναγνωρίζει ότι η μοναδική αρχιτεκτονική της Ευρώπης είναι η κοινή κληρονομιά όλων των λαών της. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση διαδραματίζει το ICCROM (Διεθνές Κέντρο Μελετών για τη συντήρηση και αποκατάσταση των πολιτιστικών αγαθών), που ιδρύθηκε από την UNESCO και εκπαιδεύει κάθε χρόνο ειδικούς απ' όλες τις χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, που είναι μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου. Η Κύπρος είναι επίσης τακτικό μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ICOMOS (Διεθνής Επιτροπή Μνημείων και Χώρων) και του ICOM (Διεθνής Επιτροπή Μουσείων). Κατά τα τελευταία χρόνια οι αρχαιολογικοί χώροι της Πάφου και της Παλαιπάφου έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς με σκοπό την καλύτερη διαφύλαξη και προβολή τους. Στον ίδιο κατάλογο έχουν συμπεριληφθεί το 1985 και οι σημαντικότερες εκκλησίες της περιοχής Τροόδους.

 

Επίσης με την τεχνική βοήθεια του Προγράμματος Αναπτύξεως των Ηνωμένων Εθνών ετοιμάζεται το Γενικό Ρυθμιστικό Σχέδιο Λευκωσίας με βάση συμφωνία του 1979 μεταξύ αντιπροσώπων των δυο κοινοτήτων του νησιού. Το Σχέδιο αυτό προβλέπει τη διατήρηση της εντός των τειχών Λευκωσίας και την ένταξή της στη γενική πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης. Επίσης οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης της πύλης Αμμοχώστου, που μετατράπηκε σε Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Λευκωσίας, βραβεύτηκαν από την Europa Nostra. Όλα τα πιο πάνω φανερώνουν τη μεγάλη σπουδαιότητα της κυπριακής πολιτιστικής κληρονομιάς και τη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλεται πάνω σε εθνική κλίμακα και από τους διεθνείς πολιτιστικούς οργανισμούς για την αποτελεσματική διατήρηση και περιφρούρησή της. Πρέπει, τέλος να σημειωθεί ότι από το καλοκαίρι του 1974 πολλά όσο και σημαντικά μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι βρίσκονται κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή, λεηλατούνται και η συντήρησή τους είναι αδύνατη, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν άμεσα.

 

Α. ΦΛΩΡΙΔΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image