Αλασία ή Αλάσια

Image

Επίθετο θηλυκού γένους από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό αλς -αλός = γιαλός – θάλασσα. Το όνομα «Αλασία» εντοπίζεται σε πάνω από εκατό κείμενα γραφειοκρατικών αρχεία διαφόρων πολιτειών της ανατολικής Μεσογείου.

 

Στις πηγές αυτές η Αλασία αναφέρεται κατά κανόνα ως μια χαλκοφόρος περιοχή, η οποία προμήθευε τα συγκεντρωτικά κράτη της Μεσογείου με μεγάλες ποσότητες μετάλλου, στα πλαίσια του ανταλλακτικού εμπορίου στην περίοδο του «διεθνισμού».

 

Τα πρωιμότερα κείμενα που αναφέρουν την Αλασία χρονολογούνται στον 18ο αιώνα π.Χ. και προέρχονται από τα αρχεία πολιτειών στη Μεσοποταμία και τη Βόρεια Συρία, συγκεκριμένα από το Μάρι, τη Βαβυλώνα και το Αλαλάκ. Η πλειοψηφία των αρχείων χρονολογείται από τον 14ο μέχρι τον 12ο αιώνα π.Χ. και εντοπίστηκε στα αρχεία της Χαττούσας, πρωτεύουσας των Χετταίων, της Ουγαρίτιδας στη συροπαλαιστινιακή ακτή, της Αιγύπτου και σε πινακίδες της Γραμμικής Β΄ που βρέθηκαν σε μυκηναϊκά κέντρα του Αιγαίου.

 

Βλέπε λήμμα: Χετταίοι και Γραφή

 

Το αρχείο της Αμάρνα, της πρωτεύουσας της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αιρετικού φαραώ Ακενατέν τον 14ο αιώνα π.Χ. αποτελεί πλούσια πηγή πληροφοριών. Στο αρχείο αυτό διασώζεται η αλληλογραφία του Αιγυπτίου ηγέτη με τον βασιλιά της Αλασίας. Είναι σημαντικό ότι ο αρχηγός της Αλασίας αποκαλεί τον Αιγύπτιο φαραώ «αδερφέ μου», ένδειξη πως οι δύο ηγέτες βρίσκονταν στην ίδια ιεραρχική βαθμίδα και συνομιλούσαν ως ισότιμα πρόσωπα. Σε αλληλογραφία του 14ου αι. π.Χ. μεταξύ του βασιλιά της Αλασίας με τον Αιγύπτιο φαραώ, η οποία τεκμηριώνει πως το νησί εκείνη την περίοδο είχε πρωτεύοντα ρόλο στη οικονομία της Ανατολικής Μεσογείου, διασώζεται το όνομα του μοναδικού– μέχρι στιγμής – επώνυμου βασιλιά της Αλασίας. Ονομάζεται Kušmešuša και, σύμφωνα με τον Peltenburg πρέπει να ήταν στην εξουσία στο τέλος του 13ου αι. π.Χ. Ο Kušmešuša προσφωνεί το βασιλιά της Ουγκαρίτ «υιό», προσφώνηση που στη διπλωματική γλώσσα των αρχηγών της 2ης χιλιετίας τον τοποθετεί σε υψηλότερη ιεραρχικά θέση από το βασιλιά της Ουγκαρίτ. Η τελευταία αναφορά στην Αλασία χρονολογείται στον 11ο αι. π.Χ. με την ιστορία του Ουέν Αμούν, ενός Αιγύπτιου ιερέα που ταξίδεψε από την Αίγυπτο στη Βύβλο για να προμηθευτεί ξυλεία. Κατά την επιστροφή του, οι άνεμοι παρέσυραν το πλοίο του στην Αλασία. Ο πάπυρος που καταγράφει τις περιπέτειές του στο νησί αποτελεί μια δεύτερη πηγή πληροφόρησης για την ύπαρξη οργανωμένου πολιτειακού συστήματος στην Κύπρο, αφού ο Ουέν Αμούν αναφέρει ότι κατά την άφιξή του στην Αλασία, τον υποδέχτηκε η βασίλισσα Ηatbi. Τα δύο αυτά ονόματα, της βασίλισσας Hatbi και του βασιλιά Kušmešuša, είναι οι μοναδικές σχετικές αναφορές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.

 

Βλέπε λήμμα: Αμάρνα πινακίδες

 

Το νησί θα ξαναεμφανιστεί σε επιγραφές των Ασσύριων ηγεμόνων Εσσαρχαδόνα και Ασσουρμπανιπάλ μόλις τον 7ο αι. π.Χ., με το όνομα Ιατνάνα, και θα είναι πλέον κατακερματισμένο σε πόλεις-βασίλεια, τα οποία διοικούν τοπικοί επώνυμοι άρχοντες.

 

Δεκαετίες μετά την ανακάλυψη και ανάγνωση των αρχείων τα οποία αναφέρονται στην Αλασία, οι ερευνητές αποδέχονται πλέον σχεδόν ομόφωνα την ταύτισή της με μια πολιτική οντότητα που είχε ως έδρα την Κύπρο. Η άποψη αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται μέσα από τις πετρογραφικές και χημικές αναλύσεις που διενεργήθηκαν σε πινακίδες με αποστολέα την Αλασία προς την Αμάρνα και την Ουγαρίτιδα. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων σημειώνουν ως χώρο προέλευσης την Κύπρο και συγκεκριμένα τους νότιους πρόποδες του Τροόδους. Οι αναφορές από τα αρχεία των συγκεντρωτικών κρατών της ανατολικής Μεσογείου στην Αλασία, δηλαδή στην Κύπρο, παρουσιάζουν την εικόνα μιας ενιαίας πολιτικής οντότητας με έναν και μόνο αρχηγό.

 

Βλέπε λήμμα: Εποχή του Χαλκού στην Κύπρο

 

Η μαρτυρία των πηγών δεν υποστηρίζεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα της Ύστερης Κυπριακής Χαλκοκρατίας, τα οποία μαρτυρούν την παράλληλη λειτουργία πολλών και ισότιμων πολιτειών. Ένας αριθμός ερευνητών υποστηρίζει πως η Έγκωμη κατάφερε να δημιουργήσει την πρώτη πολιτειακή οντότητα στο νησί, το λεγόμενο «αρχαϊκό κράτος», ασκώντας έλεγχο σε ολόκληρο ή μεγάλο μέρος του νησιού κατά τις πρώιμες φάσης της Ύστερης Κυπριακής Χαλκοκρατίας (17ος-15ος αιώνας π.Χ.), και ως εκ τούτου έγινε η ταύτισή της με την Αλασία των πηγών. Εντούτοις σχεδόν ομόφωνα οι μελετητές συμφωνούν ότι η Κύπρος δεν φαίνεται να λειτουργούσε κάτω από ένα ενιαίο, συγκεντρωτικό κράτος από τον 14ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα.Τα υλικά κατάλοιπα μαρτυρούν την ύπαρξη διάφορων αστικών κέντρων που διαχειρίζονταν μια ευρύτερη περιφέρεια μέσα από ιδιάζοντες γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.

 

Βλέπε λήμμα: Έγκωμη

 

Σε μια προσπάθεια συγκερασμού των επιγραφικών δεδομένων με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, οι ερευνητές θεωρούν ότι ο βασιλιάς της Αλασίας λειτουργούσε ως εντεταλμένος αρχηγός που συνομιλούσε σε επίπεδο ηγετών εκτός του νησιού, χωρίς όμως να ασκεί εξουσία σε ολόκληρο το νησί.

 

 

Πηγές:

  • Ιωάννου, Χ.: «Κύπριοι και Φοίνικες», στον ιστότοπο: Κύπριος Χαρακτήρ - Ιστορία, Αρχαιολογία & Νομισματική της Αρχαίας Κύπρου.
  • Γεωργίου, Α. 2018: «Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ)», στο Σ. Νεοκλέους (επιμ.) Ιστορία της Κύπρου, τ. Α΄, Αθήνα, 78-103.
  • Iacovou, M. 2001: «Cyprus from Alashiya to Iatnana: The protohistoric interim», στο S. Bohm, K.V. von Eickstedt (επιμ.), ΙΘΑΚΗ, Festschrift für Jörg Schäfer, Würzburg, 85-92.
  • Peltenburg, Ε., Ιacovou, M. 2012: «Crete and Cyprus: Contrasting political configurations», στο G. Cadogan, M. Iacovou, K. Kopaka, J. Whitley (επιμ.), Parallel Lives: Ancient Island Societies in Crete and Cyprus (British School at Athens Studies 20), Λονδίνο, 345-363.
  • Pritchard, J.B. 1969: Ancient Near Eastern Texts in Relation to the Old Testament (ANET), 3η εκδ., Πρίνστον.