Γουϊδος ντ' Ιμπελέν

Γκυ (Γουΐδος) ντ' Ιμπελέν γιος του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού Ιωάννη ντ' Ιμπελέν, υποστηρικτή των δικαίων των Λουζινιανών στην Κύπρο κατά των απαιτήσεων του Φρειδερίκου Β' αυτοκράτορα της Γερμανίας. Μετά την άφιξη του βασιλιά Ερρίκου Α' Λουζινιανού στη Συρία ο Ιωάννης άφησε μικρή δύναμη στο Casal Imbert, 17 χμ. στα βόρεια της Άκρας, με τον βασιλιά και τους τρεις γιους του Βαλδουίνο, Ούγο και Γκυ ντ' Ιμπελέν, τον sir Jean d' Ibelin 17 χρόνων και αργότερα διάσημο νομομαθή και κόμητα της Γιάφφας. Επικεφαλής ήταν ο Anseau de Brie, που πήγε στην Άκρα παραπλανημένος από τον Alberto de Rezzato Λατίνο πατριάρχη για ειρήνευση προς τους αυτοκρατορικούς που διοικούσε ο στρατάρχης Ριχάρδος Φιλαγκιέρι και είχαν ήδη χάσει τη Βηρυτό προς όφελος του γιου του Γηραιού Κυρίου, Βαλιάν ντ' Ιμπελέν. Οι νεαροί αυτοί ιππότες δεν πήραν τις αναγκαίες προφυλάξεις στο Imbert και οι αντίπαλοι με 22 πλοία έπλευσαν από την Τύρο και κατέλαβαν το στρατόπεδό τους εξ απίνης στη διάρκεια της νύκτας (Μάιος 1232). Οι νεαροί ιππότες επέδειξαν υπεράνθρωπο ηρωισμό, μαζί και ο Γκυ, και διέσωσαν τον βασιλιά με άλογο στην Άκρα, απ' όπου ο Γηραιός Ιωάννης έσπευσε στο Impert εκεί βρήκε τους γιους του ζωντανούς κι όχι νεκρούς όπως είχε ακουσθεί. Οι αυτοκρατορικοί («Λογγοβάρδοι») έφυγαν τότε στην Τύρο με λεία, που απ' εκεί μετέφεραν στην Κύπρο. Το νησί βρισκόταν ήδη στα χέρια των αυτοκρατορικών εκτός του Dieudamour (=Αγίου Ιλαρίωνος) και του Βουφαβέντο, και αρκετοί ευγενείς είχαν προσχωρήσει σ' αυτούς μετά την ήττα του Imbert. Την αποβίβαση του βασιλιά Ερρίκου Β΄, του Γηραιού Ιωάννη και 233 ανδρών στην Αμμόχωστο λίγο μετά την Πεντηκοστή (30 Μαϊου 1232) ακολούθησαν σκληρές μάχες των δυο παρατάξεων όταν ο Ερρίκος και ο Ιωάννης έφθασαν αργά έξω από τη Λευκωσία, στον Τράχωνα, και κυνηγούσαν τους Λογγοβάρδους προς την Κερύνεια. Στη μάχη του Αγριδίου* (15 Ιουνίου 1232) ο Ούγος Ιβελίνος και ο Anseau de Brie διοικούσαν το πρώτο «στράτευμα» (echelle), ο Βαλδουίνος ντ' Ιμπελέν το δεύτερο, ο Ιωάννης της Καισαρείας το τρίτο, ο Βαλιάν ντ' Ιμπελέν αν και αφορισμένος ήταν στο εμπρόσθιο, ενώ το οπίσθιο διοικούσαν ο Γηραιός Ιωάννης, ο νέος ανεψιός του Ιωάννης ντ’ Ιμπελέν (ο νομομαθής), και οι δυο γιοι του Ιωάννης και Γκυ, μαζί και ο βασιλιάς. Οι αυτοκρατορικοί ηττήθηκαν, το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος που κατείχαν οι βασιλικοί ανακουφίσθηκε από την πίεσή τους, και έχασαν πέραν των 300 αιχμαλώτων, ενώ η Κερύνεια αντιστάθηκε κατά των βασιλικών - ιβελινικών για 10 μήνες.

 

Αργότερα, στα 1249, βρίσκουμε τον Γκυ κοντοστάβλη της Κύπρου και τον αδελφό του Βαλδουίνο σινεσκάρδο του νησιού· και οι δυο μετείχαν στη δύναμη του Αγίου Λουδοβίκου Θ' της Γαλλίας που εισήλθε στη Δαμιέττη της Αιγύπτου στις 6.6.1249 μαζί με τον βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Α΄. Όταν ο τελευταίος απεσύρθη, οι Γκυ και Βαλδουίνος παρέμειναν επικεφαλής του σώματος ιπποτών από την Κύπρο και τη Συρία που μετείχαν της σταυροφορίας. Ανάμεσά τους ήταν 120 ιππότες Κύπριοι που με βάση τη συμφωνία Ερρίκου Α -Λουδοβίκου Θ' θα υπηρετούσαν τον τελευταίο για ένα χρόνο. Μετά την πανωλεθρία του σώματος, που είχε διακριθεί στη μάχη του Bahr al-Saghir (11 Φεβρουαρίου 1250), όταν όλος ο στρατός παρεδόθη, ο Βαλδουίνος, ο Γκυ κι ο Ζουανβίλ μόλις διέφυγαν τον θάνατο, διότι ο Βαλδουίνος, ξέροντας αραβικά, άκουσε τη διαταγή εκτελέσεως των αιχμαλώτων από τους Μαμελούκους και ειδοποίησε σχετικά τον Ζουανβίλ. Ο Γκυ τότε εξομολογήθηκε στον Ζουανβίλ τις αμαρτίες του, αλλά αυτός δεν θυμόταν αργότερα τίποτε!, αν και θαύμαζε το θάρρος και τα ταλέντα του Γκυ καθώς και τη μεγάλη αγάπη του για τους Γάλλους και τον γαλλικό πολιτισμό. Ο Γκυ μαζί με τον αδελφό του Βαλδουίνο, τον Γουλιέλμο κόμητα της Φλάνδρας και τον Ιωάννη κόμητα της Σουασσόν διαπραγματεύθηκαν την ανανέωση της συμφωνίας του Λουδοβίκου Θ΄ με τον διάδοχο του δολοφονημένου από τους Μαμελούκους σουλτάνου Turan Shah. Οι Γκυ και Βαλδουίνος επέστρεψαν με άλλους αιχμαλώτους μετά την απόλυσή τους στις 6 Μαϊου 1250 (ο αρχιεπίσκοπος Ευστόργιος δεν επέστρεψε από την αιχμαλωσία και πέθανε στις 28 Απριλίου 1250 λίγο μετά την παράδοση). Όταν ο βασιλιάς Ερρίκος πέθανε στη Λευκωσία στις 18 Ιανουαρίου 1253, με τη διαθήκη του όριζε εκτελεστές της τον Γκυ ντ' Ιμπελέν, τον Φίλιππο ντε Νοβάρε και τον Ροβέρτο ντε Μονγκεζάρ, που όμως αρνήθηκαν να εκτελέσουν τουλάχιστον μια πρόνοιά της: να δώσουν λογαριασμό για μερικές δεκάτες και εισοδήματα που ο βασιλιάς είχε παρακρατήσει από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κύπρου και τη Λατινική Εκκλησία της Λευκωσίας. Ως το 1255 η υπόθεση εκκρεμούσε και ο πάπας Αλέξανδρος Δ' έδωσε εντολή στον επίσκοπο και στον αρχιδιάκονο της Άκρας να φροντίσουν ώστε οι εκτελεστές να πράξουν το καθήκον τους με ποινή αφορισμού. Εφόσον δεν έχουμε πληροφορίες για αφορισμό οποιουδήποτε από τους εκτελεστές της διαθήκης του Ερρίκου Α', φαίνεται ότι αυτοί, ανάμεσά τους κι ο Γκυ, συμμορφώθηκαν με την παπική διαταγή και ρύθμισαν το λογαριασμό.