Σίγουρη

Το αξίωμα του καπιτάνου της Σίγουρης

Image

Η κώμη της Σίγουρης, ένας μεγάλος -κατά την Βενετοκρατία- οικισμός με φρούριο και εύφορη γη, στο κέντρο της Μεσαορίας, άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες, από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου μέχρι τον τελευταίο Φράγκο βασιλιά, αλλά και πολλούς διοικητές.

Κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας, ο διοικητής της περιοχής της Μεσαορίας έφερε τον τίτλο του καπιτάνου της Σίγουρης. Η ιστορία για το αξίωμα του καπιτάνου της Σίγουρης απαντά σε πηγές της Φραγκοκρατίας, όταν η κώμη της Σίγουρης ήταν ένας μεγάλος για την εποχή οικισμός και διέθετε και φρούριο, πριν σβήσει στο πέρασμα των αιώνων. Η παλαιότερη μνεία που έχουμε για τον οικισμό της Σίγουρης ανάγεται στο έτος 1193, γεγονός που μαρτυρεί ότι πρόκειται για προφραγκικό οικισμό, άρα υφίστατο από τα Βυζαντινά χρόνια. Η Σίγουρη ήταν οικοδομημένη στο κέντρο της εύφορης πεδιάδας της Μεσαορίας και δίπλα της περνούσε ο ποταμός Πεδιαίος. Κατά τη Φραγκοκρατία, η Σίγουρη ως εύφορη περιοχή πέρασε στην ιδιοκτησία του Λατίνου αρχιεπισκόπου της Κύπρου μαζί με άλλα φέουδα και κατά τον 13ο αιώνα η Μαρία, αδελφή του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου A΄ Lusignan, λάμβανε μέρισμα από τα ετήσια εισοδήματα της Σίγουρης. Έως τον 14ο αιώνα, όπως μαρτυρείται σε πηγή του 1354, οι απόγονοι της Μαρίας Lusignan εισέπρατταν μέρος από τα εισοδήματα της Σίγουρης. Στη Σίγουρη ή Σίβουρη, όπως απαντά στον χρονικογράφο μας Λεόντιο Μαχαιρά, υπήρχε εξοχική κατοικία του Λατίνου επισκόπου: “εις την Σίβουρην εις το απλίκιν το δεσποτικόν”, όπως ο ίδιος σημειώνει. Σε βενετική πηγή αναφέρεται ότι η Σίγουρη ασφαλώς και το φρούριό της ανήκαν στον τελευταίο Φράγκο βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄ έως τον θάνατό του.

 

Το φρούριο της Σίγουρης

 

Το 1391, ο Φράγκος βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Α΄ Lusignan, για να αντιμετωπίζει τους Γενουάτες που είχαν καταλάβει από το 1373 την Αμμόχωστο και διενεργούσαν επιδρομές στο υπόλοιπο βασίλειο, οικοδόμησε ένα φρούριο στη Σίγουρη, γνωστό ως φραγκικό φρούριο (Castel Franco) ή κάστρο της Σίγουρης (castello Sivori). Ο Φλώριος Βουστρώνιος περιγράφει το φρούριο αυτό ως οικοδομημένο σε επίπεδο χώρο, τετράγωνο και με τέσσερις πύργους στις γωνιές, με μια ανυψωμένη γέφυρα στην είσοδό του και περιβαλλόταν από μεγάλες και βαθιές τάφρους, που γέμιζαν νερό από τον ποταμό Πεδιαίο. Ήδη όμως από τον 16ο αιώνα είχε αχρηστευθεί και άρχισε να γκρεμίζεται, όπως αναφέρει και πάλι ο Φλώριος Βουστρώνιος. Κατά τη Φραγκοκρατία διορίζεται κάποιος με το αξίωμα του τσιβιτάνου της Σίγουρης και ένας υπεύθυνος του φρουρίου με τον τίτλο του καπιτάνου. Για παράδειγμα, στη μάχη της Χοιροκοιτίας το 1426, όπως αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς, είχε φονευθεί “ο τζιβιτάνος της Σίβουρης Τουμασής τε Λα Γριδία”. Το 1460 όταν ο βασιλιάς Ιάκωβος Β΄ Lusignan είχε καταλάβει το φρούριο της Σίγουρης αντικατέστησε τον Τουμάς Μαχέ (Thomas Mahe), καπιτάνο ή πυργοδεσπότη του κάστρου, με τον Βενετό Φίλιππο Πέζαρο. Αργότερα, αναφέρεται ως καπιτάνος του φρουρίου ο Φίλιππος Συγκλητικός, ο οποίος πρέπει να κατείχε το αξίωμα αυτό από το 1468 έως το1473.

Κατά τους χρόνους της βενετικής κυριαρχίας εξακολουθεί να υφίσταται το αξίωμα του καπιτάνου της Σίγουρης. Παρόλο ότι το φρούριο είχε παρακμάσει και άρχισε να γκρεμίζεται κατά τον 16ο αιώνα, εντούτοις το αξίωμα του καπιτάνου διατηρήθηκε. Το 1518, γίνεται αναφορά για το κάστρο της Σίγουρης από τον περιηγητή Jacques le Saige. Αρκετά σημαντικά λείψανα του φρουρίου υφίσταντο έως και το 1846, όπως είχε παρατηρήσει ο κόμης Louis de Mas Latrie. Τέλος, o Camille Enlart, στα τέλη του 19ου αιώνα, επιρρίπτει βαρύτατες ευθύνες στους Άγγλους αποικιοκράτες, οι οποίοι για τη δημιουργία ενός δρόμου με γέφυρες επέτρεψαν να γίνει μια πράξη βανδαλισμού εξαφανίζοντας κάθε ίχνος από το πάλαι ποτέ κάστρο της Σίγουρης.

 

Κατά τα πρώτα χρόνια της Bενετοκρατίας, οι κάτοικοι της Αμμοχώστου μέσω των εκπροσώπων της Κοινότητάς τους είχαν διεκδικήσει όπως το αξίωμα του καπιτάνου της Σίγουρης και το αξίωμα του βαΐλου της Καρπασίας, δηλαδή των δύο περιοχών που υπάγονταν στην Αμμόχωστο, παραχωρούνται σε κατοίκους της Αμμοχώστου. Ο καπιτάνος Αμμοχώστου Polo Antonio Miami περί το 1505 είχε διορίσει στο αξίωμα του καπιτάνου της Σίγουρης τον Domenego Calbo, έναν Βενετό και όχι κάτοικο Αμμοχώστου και μάλιστα πρόσωπο που είχε εξοριστεί από τη Βενετία στην Κύπρο, για κάποιο αδίκημα που είχε διαπράξει. Η αντίδραση της Κοινότητας της πόλης προς τις βενετικές αρχές ήταν άμεση και είχε ως αποτέλεσμα ο Calbo να κηρυχθεί έκπτωτος από το αξίωμα αυτό.

Το 1546, επίσης, η Κοινότητα της Αμμοχώστου με νέο αίτημά της ζητούσε τα εξής για τα δύο αξιώματα του βαΐλου Καρπασίας και του καπιτάνου της Σίγουρης. Επειδή τα δύο αυτά αξιώματα συνήθως κατείχαν πρόσωπα με οικονομική ευρωστία, που μπορούσαν να τα αγοράσουν σε υψηλή τιμή, η Κοινότητα ζητούσε όπως τεθεί κάποιο φρένο στην όλη κατάσταση. Έτσι, πρότειναν όπως απαγορευθεί η ανάληψη δημοσίου αξιώματος σε όποιον κατείχε ένα από τα δύο αξιώματα για οκτώ χρόνια, μετά τη λήξη της θητείας του. Η Γερουσία απάντησε στο σχετικό αίτημα ότι συμφωνούσε.

 

Καπιτάνοι της Σίγουρης

 

Από μία δικογραφία που είχε γίνει εναντίον του Θωμά Φικάρδου για σφετερισμό γαιών στην περιοχή του διαμερίσματος της Σίγουρης πληροφορούμαστε αρκετές ειδήσεις για τη Σίγουρη σχετικές με τους εκμισθωτές και τους καπιτάνους της. Η υπόθεση αυτή καλύπτει τα έτη 1522 έως και 1530 και μεταξύ άλλων μνημονεύεται και ο καπιτάνος της Σίγουρης Ιωάννης Ανδρούτσης. Πρόκειται για μέλος της τότε επιφανούς οικογένειας Ανδρούτση της Αμμοχώστου. Ο γαλαζοαίματος ιστορικός Στέφανος Lusignan μας πληροφορεί ότι μία από τις αδελφές του, η Λουζινιάνα, είχε παντρευτεί τον Δομίνικο Ανδρούτση. Ένας πύργος της Αμμοχώστου, επίσης, φέρει το όνομα της οικογένειας αυτής. Ο πύργος Ανδρούτση είναι μεταξύ των πύργων του Κοιμητηρίου (Campo Santo) και της Αγίας Νάπας. Ο καπιτάνος της Αμμοχώστου Lorenzo Bembo στην καταγραφή το 1567 των υδατίνων πόρων της πόλης αναφέρεται και σ’ ένα σημαντικό πηγάδι της, γνωστό ως πηγάδι του Ανδρούτση.

 

Ένας πλοιοκτήτης

 

Η αμμοχωστιανή οικογένεια Bargas, όπως τεκμηριώνεται από τις πηγές, ήταν πλοιοκτήτες. Το 1553 και το 1558, ο Πέτρος και ο Αβραάμ Bargas ζητούσαν βοήθεια από τη Γερουσία της Βενετίας, γιατί είχαν απολέσει τα πλοία τους που συνόδευαν νηοπομπή, η οποία μετέφερε σιτάρι για λογαριασμό της βενετικής διοίκησης της Κύπρου το 1543 και το 1544. Για αποζημίωση ζητούσαν κάποιο αξίωμα και έτσι ο Νικόλαος, γιος του Αβραάμ Bargas, διορίστηκε στη θέση του καπιτάνου της Σίγουρης. Ο πατέρας του καπιτάνου της Σίγουρης Αβραάμ Bargas είχε στραφεί δικαστικώς το 1558 εναντίον του Φραγκίσκου Καλλέργη, μετέπειτα βαΐλου Καρπασίας, γιατί είχε χρησιμοποιήσει βία εναντίον του Μιχαήλ Αγγέλου Bargas, εκπροσώπου της εβραϊκής κοινότητας. Προφανώς η οικογένεια Bargas ήταν εβραϊκής καταγωγής.

Σ’ ένα έγγραφο του 1562 για πρώτη φορά το αξίωμα του καπιτάνου της Σίγουρης απαντά ως καπιτάνος της Μεσαορίας, γεγονός που μαρτυρεί ότι μπορεί να είχε επικρατήσει το αξίωμα ως καπιτάνος της Σίγουρης, αλλά ήταν επίσης γνωστό και ως καπιτάνος της Μεσαορίας.

 

Εκμισθωτές της Σίγουρης

 

Η περιοχή της Σίγουρης ως τμήμα της πεδιάδας της Μεσαορίας ήταν εύφορη και ως εκ τούτου οι Κύπριοι φεουδάρχες ενδιαφέρονταν να την εκμισθώσουν. Από ανέκδοτα έγγραφα πληροφορούμαστε τα ονόματα κάποιων εκμισθωτών της Σίγουρης, οι οποίοι ασφαλώς ανήκαν σε διακεκριμένες οικογένειες. Το 1473, όταν είχε πεθάνει ο βασιλιάς Ιάκωβος Β΄, εκμισθωτής της Σίγουρης αναφέρεται ο Ιωάννης de Ragona, που πρέπει να ταυτιστεί με τον Ιωάννη de Aragonia, με καταγωγή από την Αραγωνία. Ο Ιωάννης de Ragonia είχε καταλάβει και την υψηλή θέση του βισκούντη Λευκωσίας. Στη συνέχεια συναντούμε σε βενετική πηγή ως εκμισθωτή της Σίγουρης τον Ιωάννη Mina, που είχε κληρονομήσει σύμφωνα με ένα άλλο έγγραφο στον Άγιο Δομέτιο, έναν αμπελώνα και ένα περιβόλι. Εκμισθωτής, επίσης, της Σίγουρης ήταν και ο Bernardo Συγκλητικός, πολύ πιθανόν γιος του καπιτάνου της Σίβουρης, Φιλίππου Συγκλητικού.

Εκμισθωτής του διαμερίσματος της Σίγουρης κατά τα έτη 1544-1545 ήταν ο φεουδάρχης Ματθαίος Παλαιολόγος, ο οποίος παρουσιάζεται ως δωρητής μαζί με την οικογένειά του σε εικόνα του ένθρονου Χριστού, που απόκειται σήμερα στο Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Η περίπτωση ενός απλήρωτου χρέους είχε απασχολήσει το Συμβούλιο των Δέκα, όταν εκμισθωτής της Σίγουρης ήταν ο Ματθαίος Παλαιολόγος, γιατί δεν τα κατάφερε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, επειδή εκείνη την περίοδο φυσικά φαινόμενα όπως ανομβρία, ξηρασία ή και επιδρομή ακρίδας έγιναν αιτία ώστε η παραγωγή των κτημάτων να είναι μηδαμινή. Τέλος, ένα ανέκδοτο έγγραφο της τελευταίας δεκαετίας της Βενετοκρατίας, με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 1565, μας αποκαλύπτει μάλλον τον τελευταίο εκμισθωτή του διαμερίσματος της Σίγουρης. Πρόκειται για τον Ιωάννη Φλάτρο, μέλος της επιφανούς κυπριακής οικογένειας των Φλάτρων και ανεψιό του εμπόρου και φεουδάρχη Έκτορα Φλάτρο. Ο Ιωάννης Φλάτρος ζητούσε με αίτημά του διευκολύνσεις για αποπληρωμή του ποσού της εκμίσθωσης της Σίγουρης και το Συμβούλιο των Δέκα εισάκουσε το αίτημά του. Το 1565 ο γενικός προνοητής Κύπρου Bernardo Sagredo έγραφε στην έκθεσή του για την Κύπρο τα εξής για το διαμέρισμα της Σίγουρης. Η εκμίσθωση του διαμερίσματος (baliazo) της Σίγουρης προσφέρει ετησίως στο Δημόσιο Ταμείο της Κύπρου τρεις χιλιάδες και είκοσι ένα δουκάτα, οκτώ χιλιάδες μόδια σιτάρι, δέκα χιλιάδες μόδια κριθάρι και εξακόσια φορτώματα υποζυγίων άχυρο. Το χωριό Σίγουρη υφίστατο έως τον 18ο αιώνα και οι κάτοικοί του φαίνεται να μετακινήθηκαν στο γειτονικό χωριό Πραστιό. Άλλωστε, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο το ίδιο χωριό είναι γνωστό και ως Πρασκιόν της Σίουρης. Ο George Jeffery, στις αρχές του 20ού αιώνα, αναφέρει ότι από το κάστρο αυτό μόλις διασωζόταν η τάφρος και το περίγραμμα του τείχους του. Τα τοπωνύμια όμως του Πραστιού της Σίγουρης ή Μεσαορίας τα Πυρκώτικα και τα Ρογιάτικα απηχούν οπωσδήποτε ίχνη από την ύπαρξη κάποτε του κάστρου της Σίγουρης ή Castel Franco στην περιοχή.

Και τα ερείπια του κάστρου της Σίγουρης η κυπριακή λαϊκή μούσα, ως συνήθως, τα απέδωσε στη Ρήγαινα και σύμφωνα με μία παράδοση η ίδια η Ρήγαινα κατοικούσε στο κάστρο της Σίουρης και οι κάτοικοι της γύρω περιοχής έδειχναν την τάφρο του πύργου και ισχυρίζονταν ότι η Ρήγαινα και η ακολουθία της: “εμπαιννοφκαίννασιν με την βάρκαν”.

Τέλος, το εύφορο της Σίγουρης και του Πραστιού της Μεσαορίας υμνούνται στο κυπριακό Άσμα του Χριστοφή και της Εμινές:

Ο καημένος ο Πηδκιάς όσον να ξησιειλίση

Να πα’ς τα Πρασκιοσίουρα τζι’ούλα να τα ποτίση…

 

 

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ