Θόμσον ή Τόμσον Τζων John Thomson

Image

Περιηγητής, συγγραφέας και καλλιτέχνης φωτογράφος. Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1837 στη Σκωτία και πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 1921. Εκτός από ενθουσιώδης φωτογράφος και ταξιδευτής, ήταν και ερασιτέχνης αρχαιολόγος. Υπήρξε μέλος της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας και του Βασιλικού Ανθρωπολογικού Ινστιτούτου, και δημιουργός μερικών από τα πιο σημαντικά όσο κι εντυπωσιακά εικονογραφημένα ταξιδιωτικά βιβλία της εποχής του, όταν ακόμη η τέχνη και η τεχνική της φωτογραφίας παρουσίαζαν πολλές ελλείψεις και αρκετά προβλήματα. Μεγάλη φήμη είχε αποκτήσει μετά τη δημοσίευση της εξαιρετικής του εργασίας στην Άπω Ανατολή μεταξύ του 1862 και του 1872, για την οποία τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο από τη βασίλισσα Βικτόρια. Το κυριότερο έργο από τα ταξίδια του στην Άπω Ανατολή ήταν το τετράτομο βιβλίο του με τίτλο Εικόνες από την Κίνα και τον Λαό της (Illustrations of China and its People) που εξεδόθη το 1873 - 4. Γνωστή επίσης ήταν η εργασία του στην έκδοση της μηνιαίας εικονογραφημένης σειράς με τίτλο Η Ζωή στους δρόμους του Λονδίνου (Street Life in London) που εκδιδόταν κατά την περίοδο από τον Φεβρουάριο του 1877 μέχρι τον Ιανουάριο του 1878.

 

Βλέπε Χρονικόν:

Οι πρώτες Φωτογραφίες της Κύπρου

 

Το φθινόπωρο του 1878, δυο περίπου μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας στην Κύπρο από την Μεγάλη Βρετανία, ο Τζων Θόμσον έφθασε στο νησί, φέρνοντας και τη φωτογραφική μηχανή του, για να γνωρίσει και καταστήσει γνωστό και στους συμπατριώτες του το νέο αυτό έδαφος της Βρετανικής αυτοκρατορίας.

 

Στην Κύπρο έμεινε μερικές εβδομάδες. Επιστρατεύοντας την ευαισθησία του, την υπομονή και τη στοχαστικότητά του, περιήλθε την Κύπρο απαθανατίζοντας με το φακό της φωτογραφικής του μηχανής ανθρώπους, ζώα, μνημεία, τοπία, αντικείμενα. Μεταφορικό μέσο είχε τη μούλα, που με την καμήλα αποτελούσαν τότε τα γρηγορότερα μέσα μεταφοράς στο νησί.

 

Επιστρέφοντας στο Λονδίνο εμφάνισε τις φωτογραφίες του και έγραψε για την καθεμιά ένα σύντομο ή κάπως εκτενέστερο συνοδευτικό κείμενο που είναι κάτι ανάμεσα στο ιστορικό της φωτογραφίας, την άμεση εντύπωση, την περιγραφή, το σχόλιο, την ιστορική αναδρομή, την έξυπνη παρατήρηση, το χιούμορ, την πρόβλεψη για το μέλλον της Κύπρου. Φωτογραφίες και κείμενα εκδόθηκαν στα 1879 στο Λονδίνο σε ένα δίτομο βιβλίο με τον τίτλο Περιδιαβάζοντας στην Κύπρο με μια φωτογραφική μηχανή το φθινόπωρο του 1878 (Through Cyprus with the Camera in the Autumn of 1878). Η έκδοση ήταν πολυτελής και πρωτότυπη. Οι φωτογραφίες δεν είναι τυπωμένες αλλά επικολλημένες στα φύλλα του βιβλίου, με το συνοδευτικό κείμενο κάθε φωτογραφίας τυπωμένο σε ξεχωριστό φύλλο. Είναι άγνωστο πόσες σειρές φωτογραφιών εμφάνισε ο Θόμσον και επομένως πόσα αντίτυπα του βιβλίου έγιναν.

Στο Λονδίνο ο  Τόμσον έγινε ένας πετυχημένος φωτογράφος στο Γουέστ Εντ. Παράλληλα, συνέχισε τη μακρόχρονη σταυροφορία του, για να γίνει αποδεκτή η φωτογραφία ως «βοηθητικό μέσο για την επιστημονική έρευνα και τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις», μέχρι το θάνατο του στα 1921.

 

Λάρνακα

Η πορεία που ακολούθησε ο Θόμσον στην Κύπρο, όπως εξάγεται από τη σειρά των 59 φωτογραφιών της έκδοσής του και την περιγραφή των εντυπώσεών του, ήταν η ακόλουθη: Ξεκίνησε από τη Λάρνακα όπου είχε αποβιβασθεί, έφθασε στη Λευκωσία, διέσχισε μέρος της Μεσαορίας, πέρασε τον Πενταδάκτυλο και έφθασε στην Κερύνεια. Προχώρησε έπειτα στη Μύρτου, στη Λεύκα, στη Μαραθάσα, στο Τρόοδος, κατέβηκε στην Πάφο, γύρισε πίσω στη Λεμεσό και κατέληξε στην Αμμόχωστο, απ' όπου έφυγε από την Κύπρο.

 

Ο Θόμσον παρατήρησε με προσοχή και φωτογράφισε με ευαισθησία, κι έγραψε με αγάπη για την Κύπρο. Τα αγροτικά και τα αστικά σπίτια με το περιβάλλον και τον εξοπλισμό τους, τα μοναστήρια, οι εκκλησιές, τα άροτρα, τα αμάξια, τα πηγάδια, τα ζώα και πολλά άλλα, αποτελούν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του. Ό,τι όμως τράβηξε περισσότερο την προσοχή του ήταν οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, ιδιαίτερα οι απλοί άνθρωποι της γης και του μόχθου.

Ο Θόμσον περιγράφει άμεσα και με γνησιότητα καθώς έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο της Κύπρου, ο οποίος, συνεχίζοντας τη μακρόχρονη παράδοσή του αναδυόταν μέσα από μια δουλεία 700 τόσων χρόνων. Με την αμεσότητα των εντυπώσεων του συγγραφέα και τις φωτογραφίες που περιέλαβε στο βιβλίο του, ο Θόμσον έδωσε την αδιάψευστη μαρτυρία για μια σημαντική μεταβατική εποχή στην ιστορία της Κύπρου. Η σειρά των φωτογραφιών του, από τις πρώτες που τραβήχτηκαν στην Κύπρο του 19ου αιώνα, αποτελούν σήμερα, μεταξύ άλλων, και πολυτιμότατη πηγή πληροφοριών για την κυπριακή ζωή του τέλους της Τουρκοκρατίας, για το ίδιο το πρόσωπο του νησιού, για τους ανθρώπους και τη ζωή τους, για τις παραδοσιακές κυπριακές ενδυμασίες κ.α.

 

 

Αγάπη για την Κύπρο

Η έλξη που ένιωσε για την Κύπρο οφειλόταν σε δύο λόγους. Η γειτονική Αίγυπτος και οι Άγιοι Τόποι ήταν οικείοι στους ταξιδιώτες της βικτωριανής εποχής και οι συγκυρίες συντέλεσαν ώστε να ενδιαφερθούν γι' αυτές πρωτοπόροι φωτογράφοι από την εποχή της γέννησης της φωτογραφικής τέχνης. Τα φυσικά όμως χαρακτηριστικά και η σύγχρονη κατάσταση της Κύπρου ήταν ουσιαστικά άγνωστα στη δύση — ακόμα και σ' εκείνους, που η μυθώδης ιστορία του νησιού έφερνε στο νου μια σειρά σκέψεις, που χάνονταν βαθιά στην αχλύ του χρόνου. Μπορούμε, επομένως, να φανταστούμε τον ενθουσιασμό, με τον οποίο ο ονειροπόλος Τόμσον — όχι λιγότερο από τον άνθρωπο της χειροπιαστής πραγματικότητας Τόμσον — είδε τη δυνατότητα να εξερευνήσει το παρελθόν και να καταγράψει το παρόν ενός τέτοιου τόπου. Στην κυπριακή ύπαιθρο ο Τόμσον βρέθηκε ανάμεσα σ' άντρες και γυναίκες, των οποίων η εμφάνιση και ο τρόπος ζωής παρέμειναν αναλλοίωτα για εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες χρόνια. Ζούσαν κι ανέπνεαν, μνήμονες μιας θρυλικής ιστορίας, και κατοικούσαν μια χώρα διάσπαρτη από φθίνοντα κατάλοιπα παλιού μεγαλείου. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα μια παραμόρφωση της διάστασης του χρόνου, που εκφράζεται δυνατά με τον τρόπο που θεάται μια πεπλοφορούσα ασπροντυμένη μορφή (θα μπορούσε να ήταν η Παναγιά η Αφροδίτισσα;), που περιφέρεται ανάμεσα στα ερείπια της Νέας Πάφου. Στη Λεύκα, η θέα χωρικών, μαζεμένων κατά τρόπο βιβλικό γύρω από ένα παλιό πηγάδι, υπαινίσσεται μια μυστηριώδη κατάσταση παραμνησίας. Ο Τόμσον κάμνει επανειλημμένες αναφορές σε τέτοιους συσχετισμούς - η γυναίκα που βλέπουμε να έρχεται από το πηγάδι «μοιάζει με ζωντανό μοντέλο κάποιου ελληνικού αγάλματος». Οι γυναίκες από τις ορεινές περιοχές «είναι αντάξιες απόγονοι των περίφημων Κυπρίων παρθένων». Με το να συγκεντρώνει την προσοχή πάνω σ' αυτούς τους υπαινιγμούς αθανασίας, ήταν σαν να ήλπιζε ο Τόμσον να αποκρυσταλλώσει με εξωτερικά και ορατά σημάδια την άχρονη και άφθαρτη χάρη που εύκολα διακρίνει κανείς στους κατοίκους του νησιού.

 

Σύμφωνα με κείμενο της Ialeen Gibson Cowan από την εισαγωγή του καταλόγου της έκδοσης που οργάνωσε το Βρετανικό Συμβούλιο και η ομάδα Αρχαιολόγων, "για τον Thomson η Κύπρος δεν ήταν «άγονη», αλλά «παραμελημένη» χώρα. «Η φύση σ' αυτό το νησί», «δεν είναι μόνο όμορφη, αλλά και γενναιόδωρη, και ανταποδίδει αρκετό κέρδος στους επενδυτές χρημάτων και κόπου». Δεν ήταν καθόλου μόνος στην εκτίμησή του για τις φυσικές καλλονές της χώρας, την «κρυστάλλινη καθαρότητα», των υπόγειων πηγών της, τα γοτθικά της μνημεία, το θαυμάσιο Μπέλλαπαϊς και ούτω καθεξής".

 

 

 

Πηγή: 

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image