Κύπριοι εθελοντές στους αγώνες του Έθνους

Image

Η συμμετοχή των Κυπρίων εθελοντών στους αγώνες της Ελλάδας κατά τον 20ο αιώνα ήταν πολύ μεγάλη, τόσο στους Βαλκανικούς πολέμους όσο και στους παγκόσμιους πολέμους.

Οι Κύπριοι εθελοντές των Βαλκανικών πολέμων υπολογίζονται σε 1500-1800. Από τον Σεπτέμβριο του 1912 άρχισαν οι πρώτες μεμονωμένες αναχωρήσεις εθελοντών για τον Πειραιά, ενώ σε δύο περιπτώσεις ναυλώθηκαν ειδικά ατμόπλοια για τη μεταφορά 500 συνολικά Κυπρίων. Mέχρι σήμερα έχουν συγκεντρωθεί  850 περίπου ονόματα, η  πλειοψηφούν των οποίων ήταν αγρότες, φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, κληρικοί και δασκάλοι, οι πλείστοι από την επαρχία Λεμεσού. Η μέση ηλικία των εθελοντών του 1912-1913 ήταν τα 18-22 έτη. Δέκα έπεσαν πολεμώντας στην πολιορκία του Μπιζανίου, ενώ οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο.

Η μορφή που χαρακτηρίζει τον κυπριακό εθελοντισμό είναι ο Δήμαρχος Λεμεσού (1908- 1912), μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου και βουλευτής (1901-1911), Χριστόδουλος Σώζος, που αναχώρησε για την Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1912, μαζί με τον Κρητικό Μητροπολίτη Κιτίου Μελέτιο Μεταξάκη, τον βουλευτή Λάρνακας - Αμμοχώστου Ευάγγελο Χατζηιωάννου, βετεράνο εθελοντή της Κρητικής επανάστασης του 1897 και μια ομάδα γιατρών και νοσοκόμων. Με ειδικό φύλλο πορείας έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, την 1η Νοεμβρίου. Δύο εβδομάδες αργότερα, στάλθηκαν στην Ήπειρο, όπου στις 6 Δεκεμβρίου του 1912, στην πρώτη τους μάχη στο Μπιζάνι, στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, ο Σώζος σκοτώθηκε και ο Χατζηιωάννου τραυματίστηκε σοβαρά. 

 

Ανάμεσα στους εθελοντές του 1912-1913, ήταν ο  αρχιμανδρίτης Μακάριος Μυριανθεύς, κατόπιν Μητροπολίτης Κυρηνείας και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β΄, οι Λεμεσιανοί βουλευτές Ευγένιος Ζήνων, Ιωάννης Κυριακίδης και Νικόλαος Κλ. Λανίτης, οι τότε νεαροί φιλόλογοι και αργότερα διαπρεπείς ερευνητές Γιάγκος Τορναρίτης και Χρήστος Παντελίδης, ο γυμνασιάρχης της Λεμεσού Αργυρός Δρουσιώτης, ο υπαξιωματικός του ιππικού και μετέπειτα στρατηγός Ιωάννης Τσαγγαρίδης, οι λόγιοι Αριστείδης Ζήνων, Γεώργιος Ζήνων, Ευέλθων Πιτσιλλίδης, Χριστόδουλος Χουρμούζιος, ο ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης (τότε 16χρονος μαθητής του Γυμνασίου Λεμεσού).

Την ίδια εποχή εκδηλώθηκε αμέριστη η κυπριακή συμπαράσταση προς την Ελλάδα, με τη μορφή εράνων υπέρ των «εθνικών αναγκών». Το ποσό που στάλθηκε από την Κύπρο στην Αθήνα έφτανε τις 16.000 λίρες (400.000 δραχμές), περίπου το 5% της οικονομικής βοήθειας που δέχθηκε η ελληνική κυβέρνηση. Οι Κύπριοι χωρικοί πρόσφεραν στους εράνους εργόχειρα, χρυσαφικά, γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Βρέθηκαν στοιχεία ότι έγιναν έρανοι στο 63% των κυπριακών χωριών με πληθυσμό πάνω από 100 κατοίκους. Το ποσοστό αυτό έφθανε το 78% στις επαρχίες Λεμεσού και Λάρνακας και το 84% στη φτωχότερη και πιο απομακρυσμένη επαρχία της Πάφου.

 

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Το καλοκαίρι του 1916 άρχισε η μαζική κατάταξη Κυπρίων στον βρετανικό στρατό, στο ειδικό σώμα των έμμισθων ημιονηγών που δημιουργήθηκε (Macedonian Mule Corps – Μακεδονικό Μεταγωγικό Σώμα). Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μετά το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, αρκετοί Έλληνες Κύπριοι κατατάχθηκαν εθελοντικά στον στρατό της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, ενώ προηγουμένως άλλοι είχαν καταταχθεί σε διάφορα εθελοντικά σώματα του γαλλικού στρατού. Ο αριθμός των Κυπρίων ημιονηγών, (μουλαράδες ή μουλάρηδες) στοιχεία, μέχρι τον Μάρτιο του 1919 στρατολογήθηκαν 15910 Κύπριοι (ο ανδρικός πληθυσμός, στην απογραφή του 1921, ήταν 150.000 περίπου). Η μεγάλη πλειοψηφία των στρατολογηθέντων υπηρέτησε στο Μακεδονικό Μέτωπο, ως ημιονηγοί, και μερικές δεκάδες ως μεταφραστές ή γραφείς. Ο μηνιαίος μισθός των ημιονηγών έφτανε τις τρεις λίρες και τα δώδεκα σελίνια, αρκετά σημαντικό ποσό για την εποχή, ενώ οι επιστάτες ή «αρχιεργάτες», οι σαγματοποιοί (σαμαράδες), οι πεταλωτές και οι αμαξάδες έπαιρναν μεγαλύτερη αμοιβή.

Οι Κύπριοι «μουλάρηδες», μετά από σύντομη στρατιωτική εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη, υπηρέτησαν στη Δοϊράνη, στις Σέρρες, στη Ροδόπη, στην Καλλίπολη, στη Σερβία και κάποιοι εισήλθαν νικητές στη Βουλγαρία ή την Κωνσταντινούπολη ή συνέχισαν την υπηρεσία τους στη συμμαχική εκστρατεία της Κριμαίας. Αρκετοί από αυτούς ανανέωσαν το δωδεκάμηνο συμβόλαιό τους, και υπηρέτησαν μέχρι και τρία χρόνια στο Μακεδονικό σώμα. Στη στρατολόγηση του 1916-1918 ανταποκρίθηκαν και πολλοί Τούρκοι της Κύπρου (το ποσοστό τους, μέχρι το 1918, υπολογίστηκε σε 11% περίπου), παρότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να βρεθούν αντιμέτωποι με τους ομοεθνείς τους, και παρά τις προσπάθειες της πολιτικής τους ηγεσίας να αποτραπεί η κατάταξή τους. Οι ημιονηγοί είχαν δικαίωμα, βάσει του συμβολαίου τους, να μη φέρουν όπλα. Σε διάφορα συμμαχικά νεκροταφεία της Μακεδονίας αλλά και στη Σόφια, στην Κωνσταντινούπολη και στη Γεωργία, βρίσκονται σαράντα περίπου τάφοι Κυπρίων, που έχασαν τη ζωή τους υπηρετώντας στον βρετανικό στρατό, στο διάστημα 1916-1920. Πέντε Κύπριοι εθελοντές έχασαν τη ζωή τους στη Γαλλία, ενώ στη μάχη του Σκρα, το 1918, σκοτώθηκαν πέντε Κύπριοι εθελοντές του ελληνικού στρατού.

 

Ο Μικρασιατικός Πόλεμος

Από αριθμητικής πλευράς, η κυπριακή συμμετοχή στη Μικρασιατική εκστρατεία ήταν σχετικά μικρή, με βασική αιτία την αυστηρή απαγόρευση της τοπικής κυβέρνησης (παρότι η Βρετανία ήταν σύμμαχος της Ελλάδας που απέτρεψε μαζική έξοδο εθελοντών από το νησί, το καλοκαίρι του 1920 επί κυβέρνησης Ελευθέριου Βενιζέλου), τον Μάρτιο του 1921, αλλά και τον Μάιο του 1922. Στην πρώτη περίπτωση, είχε προκληθεί παγκύπριος συναγερμός και στους σχετικούς καταλόγους είχαν γραφεί, μέχρι τον Ιούλιο του 1920, 10.000 εθελοντές. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η προσφορά δεκάδων Κυπρίων γυναικών ως νοσοκόμων. Τον Μάιο του 1922, όταν έγιναν προσπάθειες για την αποστολή κυπριακού εθελοντικού σώματος για ενίσχυση της Μικρασιατικής Άμυνας, διάταγμα του Αρμοστή που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης απαγόρευε "την στρατολογίαν διά στρατιωτικήν και ναυτικήν υπηρεσίαν οιουδήποτε κράτους." Σχετική έρευνα έχει εντοπίσει και καταγράψει τα ονόματα 145 Κυπρίων εθελοντών: 30 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους σε διάφορες μάχες του πολέμου, ενώ άλλοι 22 τραυματίστηκαν. Αντίθετα, στη Μικρασία ήταν διακριτή η παρουσία Κυπρίων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων ή παλαιών υπαξιωματικών: Ο υπίατρος Ιωάννης Μαρσέλλος, από τη Λάρνακα, που είχε πάρει μέρος και στην εκστρατεία στην Ουκρανία, το 1919, σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1922, κατά την ελληνική υποχώρηση, στη μάχη του Αλή Βεράν. Ο επίλαρχος Ιωάννης Τσαγγαρίδης, από τη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας, διακρίθηκε ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις της Προύσας ως επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και τον Αύγουστο του 1921 τραυματίστηκε σοβαρά στην πολύνεκρη μάχη του Καλέ-Γκρότο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Άγκυρα. Από τους νεότερους αξιωματικούς, τους πρώτους Κύπριους που είχαν εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων στη δεκαετία του 1910, ξεχώρισαν ο υπολοχαγός Μενέλαος Παντελίδης, από την Αμμόχωστο (αργότερα πρώτος αρχηγός του στρατού της Κυπριακής Δημοκρατίας) και ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Γρίβας, από το Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου, ο κατοπινός στρατιωτικός αρχηγός της ΕΟΚΑ.

Στη διάρκεια του Μικρασιατικού πολέμου, η απαγόρευση αποστολής εθελοντών περιόρισε την κυπριακή συμπαράσταση σε υλικούς τρόπους βοήθειας, που εκδηλώθηκε με συχνούς εράνους που οργάνωναν η Εκκλησία και διάφοροι Σύλλογοι και Λέσχες σε όλη την Κύπρο.

 

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, σήμανε για την Κύπρο, βρετανική αποικία από το 1925, την άμεση εμπλοκή στη σύρραξη. Η πρώτη πρόσκληση για κατάταξη 500 Κυπρίων στον αγγλικό στρατό έγινε στις 8 Σεπτεμβρίου 1939 και αφορούσε οδηγούς ή μηχανικούς αυτοκινήτων, γραφείς και μαγείρους. Το Κέντρο Εκπαίδευσης στα Πολεμίδια, το μεγαλύτερο στην Κύπρο, άρχισε να δέχεται εθελοντές από τον Νοέμβριο του 1939, ενώ τον Φεβρουάριο του 1940 δημιουργήθηκε το «Κυπριακό Σύνταγμα» (Cyprus Regiment). Η «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» (Cyprus Volunteer Force) ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1940 και αναλάμβανε την κατασκευή οχυρωματικών έργων, τη μεταφορά υλικών και τη φρούρηση στρατιωτικών κτιρίων. Μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησαν στο «Κυπριακό Σύνταγμα» και την «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» γύρω στους 16.000 στρατιώτες. Εκτός από αυτούς, εκατοντάδες Κύπριοι μετανάστες κατατάχθηκαν στους συμμαχικούς στρατούς, στους τόπους διαμονής τους, στην Αίγυπτο, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία, ενώ άλλες 800 Κύπριες εντάχθηκαν σε βοηθητικές υπηρεσίες. Το «Κυπριακό Σύνταγμα» αποτελούσαν λόχοι ημιονηγών, σκαπανέων, μεταγωγικού, κινητών πλυντηρίων, Πεζικού και Μηχανικού.  Οι Kύπριοι ημιονηγοί διακρίθηκαν στην εκκένωση της Δουγκέρκης, στη μάχη του Κερέν, στην Αβησσυνία, και στο Κασσίνο της Ιταλίας. Η Κύπρος ήταν η πρώτη βρετανική Αποικία που έστειλε άνδρες της σε πολεμικές επιχειρήσεις, τον Ιανουάριο 1940, στη Γαλλία. Οι πεσόντες στρατιώτες του «Κυπριακού Συντάγματος» και άλλων σωμάτων/μονάδων του βρετανικού στρατού ήταν 374. Μια από τους θανόντες ήταν εθελόντρια, η Θεοδώρα Ιωάννου, που είναι θαμμένη σε στρατιωτικό κοιμητήριο της Αιγύπτου. Τάφοι και κενοτάφια Κυπρίων στρατιωτών του βρετανικού στρατού, που έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου υπάρχουν στην Κύπρο και σε διάφορα κοιμητήρια 23 άλλων χωρών (ακόμη και στην Κίνα και την Ινδία), σε 71 στρατιωτικά κοιμητήρια και μνημεία πολέμου. Η μεγαλύτερη διασπορά τάφων Κυπρίων πεσόντων υπάρχει στην Ιταλία, όπου εντοπίζονται «κυπριακοί» στρατιωτικοί τάφοι του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου σε δεκαοκτώ διαφορετικά κοιμητήρια. Στα κοιμητήρια της Ελλάδας είναι θαμμένοι οι περισσότεροι Κύπριοι στρατιώτες, 100 συνολικά. 79 Κύπριοι είναι θαμμένοι σε δώδεκα στρατιωτικά κοιμητήρια της Αιγύπτου. Αυτό οφείλεται στην κυπριακή συμμετοχή στις μάχες της Βόρειας Αφρικής αλλά και στη μόνιμη παρουσία βάσης - στρατοπέδου του «Κυπριακού Συντάγματος» στη χώρα του Νείλου. Το  κυπριακό ενδιαφέρον για τον πόλεμο αναθερμάνθηκε μετά την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Μια συνέπεια του λαϊκού ενθουσιασμού ήταν η έξαρση του εθελοντικού ρεύματος: Μετά από έκκληση του Τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου, Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου, τον Δεκέμβριο του 1940, χιλιάδες Κύπριοι - ανάμεσά τους δεκάδες γυναίκες, αλλά και Τούρκοι - γράφτηκαν σε ειδικούς καταλόγους, ως εθελοντές για τον ελληνικό στρατό. Όμως, οι Βρετανοί απέφυγαν να διευκολύνουν την κατάταξη των Κυπρίων στον ελληνικό στρατό και, αφού η ιδιωτική μετάβαση στην Αθήνα ήταν σχεδόν αδύνατη, το σύνολο, σχεδόν, των στρατολογηθέντων στελέχωσε τελικά το «Κυπριακό Σύνταγμα». Νέα μαζική κατάταξη εκατοντάδων Κυπρίων στον βρετανικό στρατό σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1943, μετά από απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, που είχε ιδρυθεί τον Απρίλιο του 1941. Στην Ελλάδα μέχρι τη γερμανική εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, μεταφέρθηκαν γύρω στους 3.000 - 4.000 άνδρες του «Κυπριακού Συντάγματος» (Έλληνες και Τούρκοι), που ανήκαν σε λόχους Σκαπανέων και Μηχανικού. Οι  κυπριακές μονάδες είχαν τεράστιες απώλειες, 2256 άνδρες: 5 νεκρούς, 2 τραυματίες, 1426 «ελλείποντες» και 823 αιχμαλώτους, σύμφωνα με τους πρώτους επίσημους υπολογισμούς, τον Οκτώβριο του 1941. Εκατοντάδες Κύπριοι συνελήφθηκαν ομαδικά σε διάφορα πελοποννησιακά λιμάνια κατά την υποχώρηση, ενώ το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στην Κρήτη, αφού οι Βρετανοί φρόντιζαν πρώτα για την αποχώρηση των μάχιμων τμημάτων. Οι αιχμάλωτοι συγκεντρώθηκαν σταδιακά στη Θεσσαλονίκη, από όπου μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη.

 

Μέχρι το τέλος του πολέμου 35 Κύπριοι αιχμάλωτοι των Γερμανών και των Ιταλών απεβίωσαν από τις κακουχίες ή εκτελέστηκαν. Ο αριθμός των Κυπρίων που κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό το 1940-1941, δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς. Στην Αθήνα στρατεύθηκαν 50 περίπου εθελοντές, κυρίως φοιτητές. Δύο συμφοιτητές στην Ιατρική σχολή, από την Αμμόχωστο, οι Βαρνάβας Σιερίφης και Λουκής Λιασίδης, απεβίωσαν λόγω βαρύτατων τραυματισμών σε μάχες στο Τεπελένι. Δύο άλλοι εθελοντές του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο φιλόλογος Ροδίων Γεωργιάδης και ο αδελφός του Μιλτιάδης, δραστήρια μέλη της μικρής αντιστασιακής οργάνωσης «Εθνικόν Επαναστατικόν Κομιτάτον», χάθηκαν στις ναζιστικές φυλακές του Βραδεμβούργου. Ένας πέμπτος εθελοντής της φοιτητικής ομάδας, ο λεμεσιανός Ανδρέας Δρουσιώτης, συνέχισε τη δράση του και στην Αντίσταση, στις γραμμές του ΕΛΑΣ, και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Πιερία, στις 19 Οκτωβρίου 1944. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, η κυπριακή οικονομική συμπαράσταση προς την Ελλάδα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου  συγκεντρώθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά και εκατοντάδες κιβώτια με τρόφιμα και είδη ρουχισμού, ενώ χιλιάδες Κύπριοι, άνδρες και γυναίκες, πρόσφεραν τα δακτυλίδια τους και άλλα προσωπικά είδη και χρυσαφικά, μεγάλης υλικής και συναισθηματικής αξίας, στους δίσκους που περιφέρονταν στους ναούς για την ελληνική στρατιωτική ενίσχυση. Οι πρώτοι κυπριακοί έρανοι υπέρ της Ελλάδας έγιναν τον Αύγουστο 1940, μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» και συνεχίστηκαν στο διάστημα της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας. Οι μετριότεροι υπολογισμοί για το συνολικό χρηματικό ποσό των κυπριακών εράνων υπέρ των αναγκών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του πολέμου κυμαίνονται στις 300 - 350 χιλιάδες λίρες, χωρίς να συνυπολογίζεται η αμέριστη βοήθεια στους 6.000 περίπου πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, στις αρχές του 1942 οι περισσότεροι, προερχόμενοι από τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου, κυρίως από τη Χίο και τη Σάμο.

 

Πηγές:

1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

2. Η συμμετοχή των Κυπρίων στους εθνικούς αγώνες, Πέτρος Παπαπολυβίου

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image