Κάρολος Εμμανουήλ Α'

Image

Δούκας της Σαβοΐας από το 1580 μέχρι το 1630. Τρία χρόνια μετά την ανάρρησή του στο δουκικό θρόνο άρχισε να ενδιαφέρεται για την Κύπρο, που από το 1570/71 βρισκόταν κάτω από τουρκικό ζυγό. Το ενδιαφέρον του εδικαιολογείτο από το γεγονός ότι η τελευταία νόμιμη βασίλισσα της Κύπρου επί Φραγκοκρατίας Καρλόττα* είχε πωλήσει τα δικαιώματά της στο βασίλειο της Κύπρου στον οίκο της Σαβοΐας το 1485. Τυχόν κατάληψη της Κύπρου από τον δούκα της Σαβοΐας θα συνέβαλλε αποφασιστικό στην αναγνώριση του βασιλικού τίτλου στον οίκο της Σαβοΐας, τίτλου που πολύ επίμονα επιζητείτο από τον οίκον εκείνο, αλλά χωρίς επιτυχία μέχρι τότε.

 

Ταυτόχρονα και οι υπόδουλοι Κύπριοι, που πολύ γρήγορα είχαν περιπέσει σε μεγάλη δυστυχία και απογοήτευση κάτω από τον στυγνό οθωμανικό ζυγό, άρχισαν να στρέφουν με αγωνία τα βλέμματά τους προς τη χριστιανική Ευρώπη σε αναζήτηση κάποιας βοήθειας για αποτίναξη του ζυγού τους. Μια από τις πρώτες γνωστές εκκλήσεις των Κυπρίων προς τον Κάρολο Εμμανουήλ ήταν εκείνη που έγινε το 1583 μέσω του Κυπρίου Ευγενίου Πενάκη (Eugene Penacchi) που βρισκόταν στο Παρίσι. Ο Πενάκης έγραψε μια επιστολή προς τον δούκα, στην οποία ισχυριζόταν ότι ο σουλτάνος, όταν οι Βενετοί είχαν προβάλει δικαιώματα πάνω στην Κύπρο, τους είχε πει ότι τέτοια δικαιώματα είχε μάλλον ο δούκας της Σαβοΐας παρά η Βενετία. Ο Πενάκης ισχυριζόταν επίσης πως πολλοί και ιδιαίτερα οι καταπιεζόμενοι Κύπριοι απορούσαν γιατί δεν είχε ακόμη εγείρει τις διεκδικήσεις του και πως ο σουλτάνος ευχαρίστως θα του παραχωρούσε την Κύπρο υπό μορφή υποτέλειας, επειδή, εξαιτίας της εξαθλίωσης στην οποία είχαν περιπέσει οι Κύπριοι, το νησί δεν του απέφερε ικανοποιητικές προσόδους. Ο Κάρολος Εμμανουήλ πείσθηκε με τα επιχειρήματα του Πενάκη και εξουσιοδότησε τον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη Καβαλλίνο να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο. Αν πράγματι έγιναν τέτοιες διαπραγματεύσεις θα πρέπει να απέτυχαν, γιατί ο σουλτάνος, αντίθετα με ό,τι υποστήριζε ο Πενάκης, δεν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει την Κύπρο.

 

Μια δεύτερη έκκληση προς τον Κάρολο Εμμανουήλ έγινε το 1590 από τον Μάρκο Μέμμο, γιο γνωστού εμπόρου της Πάφου, ο οποίος επισκέφθηκε το Τουρίνο, την πρωτεύουσα του δουκάτου της Σαβοΐας, συναντήθηκε με τον δούκα και προσπάθησε να τον πείσει να αναλάβει εκστρατεία για την απελευθέρωση της Κύπρου. Ο Μέμμος πίστευε πως μια τέτοια επιχείρηση είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας, διότι η τουρκική φρουρά της Κύπρου αποτελείτο από 4.800 μόνο στρατιώτες μοιρασμένους σε σώματα των 200 - 300 ανδρών.

 

Ο Κάρολος Εμμανουήλ δεν ήταν έτοιμος για μια τέτοια επιχείρηση, αλλά οι συνεχείς εκκλήσεις που έφθαναν προς αυτόν και από άλλα υπόδουλα μέρη του Ελληνισμού φαίνεται ότι τον ώθησαν ώστε να μελετήσει πιο σοβαρά το ενδεχόμενο ανάληψης μιας εκστρατείας προς την Κύπρο σε συνεργασία με τους Κυπρίους, εάν έκρινε ότι οι συνθήκες ήσαν πράγματι ευνοϊκές.

 

Γι' αυτό ανέθεσε στο Ρόδιο Φραγκίσκον Ακκίδα*, καθολικό ιερέα στη Μεσσήνη, να μεταβεί στην Κύπρο και να συναντήσει τον αρχιεπίσκοπο Βενιαμίν*. Ο Ακκίδας έφυγε από τη Μεσσήνη στις 5 Νοεμβρίου 1600. Πέρασε πρώτα από την Ιερουσαλήμ, όπου συναντήθηκε με τον πατριάρχη Σωφρόνιο Δ', ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε τους σκοπούς του ταξιδιού του έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό και του έδωσε επιστολές προς τον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου και προς τον δούκα. Σε λίγες μέρες ο Ακκίδας έφθασε στην Κύπρο και συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο. Ο Βενιαμίν αρχικά ήταν πολύ επιφυλακτικός, γιατί ο δούκας βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γαλλία, αλλά όταν πληροφορήθηκε ότι ο δούκας πολύ σύντομα θα υπέγραφε ειρήνη με τους Γάλλους και θα έμενε απερίσπαστος, αποκάλυψε στον Ακκίδα ότι και οι Κύπριοι ετοίμαζαν εξέγερση. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι οι αρχιερείς είχαν κάμει πρόσφατα μια σύνοδο και είχαν μελετήσει την εξέγερση των Κυπρίων, την οποία προγραμμάτισαν για το επόμενο Πάσχα, την ώρα που θα ψαλλόταν στις εκκλησίες ο Καλός Λόγος. Οι προετοιμασίες μάλιστα είχαν προχωρήσει αρκετά. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν η αποστολή στην Κύπρο μιας δύναμης από 3 - 4 χιλιάδες άνδρες. Σε περίπτωση που θα πετύχαινε η επανάσταση, οι Κύπριοι θα αποδέχονταν τον δούκα σαν βασιλιά της Κύπρου, ο οποίος όμως θα παραχωρούσε θρησκευτικές, πολιτικές και διοικητικές ελευθερίες. Για το σκοπό αυτό ετοίμασαν μια συμφωνία, το κείμενο της οποίας έγραψε ο Κλαύδιος Τσέκη ή Τσεκίνη (Claude Cechi ή Cechini), επιστάτης των Αλυκών και στρατιωτικός αρχηγός της σχεδιαζόμενης επανάστασης, το οποίο έδωσαν στον Ακκίδα για να το μεταφέρει στο Τουρίνο προς επικύρωση από τον δούκα. Του έδωσαν επίσης ένα αναλυτικό υπόμνημα του αρχιεπισκόπου για τις προσόδους της Κύπρου τις οποίες ο αρχιεπίσκοπος υπολόγιζε σε 3.000.000 δουκάτα τον χρόνο. Ο Ακκίδας έφυγε από την Κύπρο στις 3.12.1600 και έφθασε στην Ιταλία τον επόμενο μήνα. Συναντήθηκε με τον δούκα στις 11.4.1601. Ο δούκας προσυπέγραψε τη συμφωνία και την έστειλε με τρεις απεσταλμένους στην Κύπρο. Δεν προέκυψε όμως τίποτε μετά την επίσκεψη εκείνη, γιατί άλλες σκέψεις και περισπασμοί είχαν απορροφήσει την προσοχή του δούκα.

 

Αν και η συμφωνία ανάμεσα στους Κυπρίους και τον δούκα της Σαβοΐας δεν υλοποιήθηκε ποτέ, πρόκειται για ένα σημαντικό έγγραφο, στο οποίο εκφράζονται οι θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές τάσεις των Κυπρίων της εποχής εκείνης, και διαφαίνεται ο πολιτικός ρόλος που εγκαινίαζε τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου.

 

Η συμφωνία περιελάμβανε 24 άρθρα, που αναφέρονταν στη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε περίπτωση απελευθέρωσης της Κύπρου και υπαγωγής της στο δουκάτο της Σαβοΐας, στη διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στη φορολογία και στην εκπαίδευση.

 

Οι κυριότερες πρόνοιες της συμφωνίας σχετικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ότι ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος και οι επτά επίσκοποι καθώς και οι ηγούμενοι θα διατηρούσαν τις έδρες τους, οι οποίες και θα προικίζονταν με σημαντικά εισοδήματα που θα λαμβάνονταν από τις πρώην λατινικές επισκοπές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και πίστη των Κυπρίων θα ετύγχαναν απόλυτου σεβασμού. Δεν θα επιτρεπόταν η εγκατάσταση στην Κύπρο, ενός κατ' εξοχήν χριστιανικού βασιλείου, στους οπαδούς των νέων δογμάτων και αιρέσεων, δηλαδή των Λουθηρανών, των Καλβινιστών, των Ουσσιτών, των Αναβαπτιστών, των Ουγενότων, των Αρειανών και των Αθέων, ούτε και των Ιησουιτών. Ο αρχιεπίσκοπος, καθώς και οι συγγενείς του μέχρι του τέταρτου βαθμού, θα απαλλάσσονταν από κάθε φορολογία, υποχρέωση και πρόστιμο. Δεν θα επιτρεπόταν η εισαγωγή στην Κύπρο του θεσμού της Ιεράς Εξετάσεως σύμφωνα με τα ισπανικά πρότυπα, αλλά θα ίσχυε το σύστημα που εφαρμοζόταν επί Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας.

 

Σχετικά με τη διοίκηση: Ο δούκας υποχρεωνόταν να έλθει και να παραμείνει στο βασίλειο της Κύπρου που θα σχηματιζόταν για 3 4 χρόνια, να το οχυρώσει καλά και να αφήσει σαν βασιλιά ή τοποτηρητή κατά την απουσία του ένα από τους γιους του. Θα εξέλεγε τους αξιωματικούς, τους διοικητές και τους υπαλλήλους από τους κατοίκους της Κύπρου, αλλά θα είχε το δικαίωμα να διορίζει στο μεγάλο συμβούλιο του βασιλείου οποιασδήποτε εθνότητας άτομα ήθελε εκτός από Ισπανούς. Οι Ισπανοί αποκλείονταν επίσης και από τις άλλες κυβερνητικές θέσεις. Ο λαός θα εξέλεγε τους δημογέροντές του, οι οποίοι θα φρόντιζαν για τον επισιτισμό των κοινοτήτων τους. Κάθε κοινότητα με 100 σπίτια και άνω θα συντηρούσε έναν αξιωματικό, ο οποίος θα εκπαίδευε κατά τις γιορτές τους κατοίκους στη χρήση των όπλων, για να είναι σε θέση να υπερασπίζονται την πατρίδα τους σε ώρα ανάγκης. Δεν θα πουλούσε ούτε θα ενοικίαζε καμιά πόλη, ή πύργο, ή τελωνείο, ή αλυκή, ή δεκάτη, ή άλλο φόρο σε Γενουάτες, οι οποίοι θα δικαιούνταν μόνο να διεξάγουν εμπόριο στην Κύπρο. Οι πάροικοι θα ελευθερώνονταν. Θα πλήρωναν μόνο ένα φόρο τεσσάρων σκούδων και δεν θα πωλούνταν ή θα ανταλλάσσονταν.

 

Σχετικά με τη δικαιοσύνη: Στις δίκες για χρέη, όταν γινόταν εκχώρηση των υπαρχόντων, ο δημόσιος ταμίας δεν θα δίωκε ποινικά τους οφειλέτες, η δε ανάκριση έπρεπε να γίνεται σύμφωνα με το ισχύον επί Φραγκοκρατίας σύστημα.

 

Σχετικά με την εκπαίδευση: Ο δούκας υποχρεωνόταν να ιδρύσει και να συντηρεί δημόσια σχολεία στις κυριότερες πόλεις και ένα βασιλικό σεμινάριο ή πανεπιστήμιο στη Λευκωσία, για τη δημόσια εκπαίδευση του λαού και των ευγενών.

 

Ένα σημείο που αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα μέσα στη συμφωνία αυτή των Κυπρίων με τον Κάρολο Εμμανουήλ ήταν η αναφορά στους Ισπανούς, που οι Κύπριοι ζητούσαν να αποκλεισθούν από κάθε σημαντική διοικητική θέση και υπηρεσία στην Κύπρο. Δεν αποκλείεται η επιθυμία αποκλεισμού των Ισπανών να απέρρεε από το ότι η Ισπανία ήταν τότε η πιο φανατική καθολική χώρα και τυχόν εγκατάσταση και προώθηση Ισπανών στην Κύπρο θα μπορούσε να προκαλέσει σύγκρουση με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Ίσως πάλι η απογοήτευση που αισθάνθηκαν οι Κύπριοι από τη στάση της Ισπανίας στην έκκληση που είχε κάμει στις 24.10.1587 ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Τιμόθεος* προς τον Φίλιππο Β' για απελευθέρωση της Κύπρου, να έπαιξε κάποιο ρόλο στο θέμα αυτό του αποκλεισμού των Ισπανών.

 

Όταν όμως πέρασαν έξι σχεδόν χρόνια από τις διαβουλεύσεις με τον δούκα της Σαβοΐας και τίποτε δεν προέκυψε, οι Κύπριοι στην απελπισία τους στράφηκαν ξανά προς τους Ισπανούς για βοήθεια, ενώ παράλληλα συνέχισαν τις προσπάθειεέ τους προς την πλευρά του Καρόλου Εμμανουήλ. Συγκεκριμένα το 1606 εξ αφορμής νέου παιδομαζώματος που είχαν κάμει οι Τούρκοι, 12 χιλιάδες Κύπριοι επαναστάτησαν και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αρχηγού της επανάστασης Πέτρου Αβεντάνιου*, Κυπρίου ισπανικής καταγωγής, σκότωσαν 3.500 Τούρκους. Επειδή όμως ήσαν άοπλοι, νικήθηκαν και 4.000 επαναστάτες κατέφυγαν στα βουνά αναμένοντας βοήθεια. Ο Αβεντάνιος πήγε τότε στην Ισπανία παίρνοντας μαζί του εκκλήσεις των Κυπρίων προς τον Φίλιππο Γ' με τις οποίες ζητούσαν βοήθεια και εξέφραζαν την επιθυμία να καταστεί ο βασιλιάς της Ισπανίας ηγεμόνας τους.

 

Το 1607 ακόμη ένας Ευρωπαίος ηγεμόνας, ο μέγας δούκας της Τοσκάνης Φερδινάνδος Α', περιέλαβε στα μεσανατολικά σχέδιά του για την κατάληψη της Συρίας και την Κύπρο. Τον Μάιο του 1607 έστειλε ένα στόλο από 17 πλοία με 2.200 στρατιώτες εναντίον της Αμμοχώστου. Αναμενόταν ταυτόχρονα εξέγερση 6.000 Κυπρίων, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε γιατί οι Τούρκοι είχαν λάβει τα μέτρα τους. Μόνο 400 Κύπριοι επαναστάτησαν στην Πάφο, αλλά απέτυχαν και σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους. Ο στόλος του Φερδινάνδου εξ άλλου σκόρπισε και η επιχείρηση εναντίον της Αμμοχώστου κατέληξε σε πλήρη αποτυχία.

 

Από το 1608 μέχρι το 1617 οι παράλληλες εκκλήσεις των Κυπρίων προς τον δούκα της Σαβοΐας και τον βασιλιά της Ισπανίας θα διαδέχονταν η μια την άλλη.

 

Στις 8.10.1608 ο Κύπριος δραγομάνος του πασά της Κύπρου Πέτρος Γονέμης γράφει προς τον Κάρολο Εμμανουήλ εξ ονόματος των Χριστιανών της Κύπρου καλώντας τον να συνεργαστεί με τον Φίλιππο Γ' για απελευθέρωση της Κύπρου και λέγοντας πως υπήρχαν 35 χιλιάδες Κύπριοι έτοιμοι να πολεμήσουν και πως η τουρκική φρουρά δεν ξεπερνούσε τις 8 χιλιάδες.

 

Στις 3 Φεβρουαρίου του 1609 ο αρχιεπίσκοπος, οι επίσκοποι και άλλοι πρόκριτοι απευθύνονται προς τον Φίλιππο Γ' λέγοντας στην επιστολή τους πως οι Κύπριοι είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν μόλις εμφανισθεί η ισπανική αρμάδα στα νερά της Κύπρου και ότι περιμένουν «μέ μεγάλην ἐπιθυμίαν νά ἰδοῦσιν φλάμπουρον τῆς σῆς βασιλείας καί βοήθειαν ἀπό ἅρματα». Την έκκληση αυτή ενισχύουν, με ξεχωριστή επιστολή με την ίδια ημερομηνία, ο Πέτρος Γονέμης και ο επίσκοπος Σολέας Ιερεμίας, μαζί με τον ηγούμενο του μοναστηριού του Κύκκου Λεόντιο στις 5 Φεβρουαρίου. Ένα μήνα αργότερα στις 14.3.1609 το κρατικό συμβούλιο της Ισπανίας γνωματεύει πάνω στις προτάσεις που είχε κάμει ο Πέτρος Αβεντάνιος και που ήσαν παρόμοιες με τις τελευταίες προτάσεις των Κυπρίων του 1609, ότι οι Κύπριοι πρέπει να δείξουν αυτοσυγκράτηση μέχρις ότου δημιουργηθούν ευνοϊκότερες περιστάσεις. Την ίδια στάση θα τηρήσουν οι Ισπανοί και σε μελλοντικές εκκλήσεις των Κυπρίων.

 

Στις 5.10.1609 ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος* μαζί με τους επισκόπους και άλλους προκρίτους κάμνουν την ακόλουθη έκκληση, που είναι ανάλογη με εκείνη της 3ης Φεβρουαρίου 1609, αυτή τη φορά προς τον Κάρολο Εμμανουήλ:

 

Τῷ  Ὑψηλοτάτῳ δούκᾳ δέ Σαβοΐα ταπεινός Χριστόδουλος ἀρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου καί νέας Ἰουστινιανῆς.

 

Θεωρῶντας ταῖς καρδίαις τῶν ἀνθρώπων τόσον ἔξυπναις εἰς τό νησίν τῆς Κύπρου εἰς εὐλάβειαν τῆς σῆς ὑψηλότητος, ὡς ἀφέντης παλαιός ἐτούτου τοῦ ριάμου, τό ὁποῖον πλῆθος εὑρίσκεται εἰς τόση τυραννία ἀπό τους Τούρκους, καί διά τοῦτον ἀποστέλνομεν νά παρακαλέσωμεν τήν ὑψηλότητά σου νά ὑπηρετήσῃ μέ τήν δύναμιν τοῦ ρηγός Φιλίππου νά δώσῃ  ὀρδινίαν καί βοήθειαν νά ἐλευθέρωσῃ  ἐτοῦτον τόν τόπον από τά χέρια τοῦ τυράννου, ὅτι εἶναι μεγάλον ἁμάρτημα τέτοιον ριάμον νά εὑρίσκεται εἰς τά χέρια του, ὁποῦ  ἤτονε ἀφεντεμένον ἀπό τούς παλαιούς ἐδικούς τῆς Ὑψηλότητός σου, καί ἄν ἡ  ἁγία τριάς φωτίσῃ τήν βασιλείαν τοῦ ρέ Φιλίππου [και] τῆς ὑψηλότητός σου νά κάμετε ἅρματα, ἤξευρε ἡ  ὑψηλότητά σου πῶς εὑρίσκονται ἄνδρες τῶν ἁρμάτων τριάντα πέντε χιλιάδες, καί Τοῦρκοι δέν εἶναι πάρα μόνε ὀκτώ χιλιάδες˙ θυμῶντας τό πλέον τῆς ὑψηλότητάς σου νά φέρετε ἅρματα διά τούς Χριστιανούς, καί παρακαλοῦμεν τήν ὑψηλότητά σου νά μάς κάμῃς χάριν διά ἀπόκρισιν μέ τόν κομιστήν, ὅπου νά φέρῃ ταῖς γραφαῖς, ὀνόματι Λοΐζον, διά νά δώσωμεν πληροφορίαν ἐτούτου τοῦ λαοῦ, ὅπου στέκουν ἀναμένοντας μέ μεγάλην ἐπιθυμίαν νά γιδοῦν φλάμπουρον τῆς βασιλείας καί τῆς ὑψηλότητάς σου, ὅτι βλέποντας ἐτούτην τήν βοήθειαν εἶναι ἄξιοι μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ νά ἀφανίσουν τούς Τούρκους τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως, καί εἰς τοῦτονς εἶναι βέβαιη ἡ  ὑψηλότητά σου, καί θέλεις κερδίσειν ἐτοῦτον [τον] τόπον ὡσάν καί πρῶτα. Καί διά βεβαίωσιν θέλουν ὑπογράψει καί ἕτεροι ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς καί πρῶτοι τοῦ νησίου καθένας τό ὄνομά του, καί ἀπό πᾶσα πρᾶμα δίδομε εἴδησιν τῆς ὑψηλότητάς σου, ὀλπίζοντας ἀπό τόν θεόν πᾶσαν εὐχαριστίαν νά ἠμπορέσωμε νά σέ ἰδοῦμεν γλήγορα ρήγαν τῆς Κύπρου ὡσάν τους παλαιούς. Οὐχίτερον εἰμή κύριος ὁ θεός ἔστω σοι φύλαξ, καί ἡ εὐχή τῆς ἡμῶν μετριότητος ἔσται μεθ' ὑμῶν. Ὀκτωβρίῳ ε', τό ᾳχθ' ἔτος.

 

+ Χριστόδουλος ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ίνδ. ζ'. + Ταπεινός Μωϋςῆς ἐπίσκοπος Ἀμμοχούστου. + Ταπεινός Ἰάκωβος ἐπίσκοπος Λεμεσοῦ. + Ταπεινός Λεόντιος ἐπίσκοπος Πάφου. + Ταπεινός Ἱερεμίας ἐπίσκοπος Κυρήνης. + Ἰάκωβος μέγας πρωτοπαπάς Λευκάργων. + Τουμάζος πρωτοπαπάς Βατιλῆς. + Γερόλυμος Φραγκίσκου Βατιλή. + Μιχαγίλης Τουμάζου πρωτονοτάριος. + Ἡσαΐας ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος. + Κυριάκος μέγας πρωτοπαπάς Λαρνάκου. + Γερόλεμος Δαμιλάς χαρτοφύλαξ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Δελέβικος γραμματικός τῆς σκάλας Λεμεσού (Κ.Ν. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάς. 1453 - 1821, επανέκδοση, Αθήναι, 1962, σσ. 191-2).

 

Την έκκληση αυτή, που δεν έφερε, ως συνήθως, κανένα αποτέλεσμα διαδέχτηκε μια άλλη έκκληση του αρχιεπισκόπου, των ανώτερων κληρικών και του Πέτρου Γονέμη προς τον Φίλιππο Γ' την άνοιξη του 1610, ακόμη μια του αρχιεπισκόπου προς τον αυλάρχη του δούκα της Σαβοΐας κόμητα Monbasiglio στις 6 Απριλίου 1611 και άλλη από άλλους Κυπρίους προς τον Φίλιππο Γ' στις 17 Οκτωβρίου του 1611. Το φθινόπωρο του 1616 αποστέλλεται στην Ισπανία ο Φραγκίσκος Αγαπητός, για να πληροφορηθεί τις διαθέσεις του βασιλιά της Ισπανίας σχετικά με τις επανειλημμένες εκκλήσεις των Κυπρίων, τον δε Νοέμβριο του 1617, ύστερα από την ανεπιτυχή επανάσταση του καπετάνιου Βιττόριου Ζεπετού, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μαζί με τον επίσκοπο Πάφου Λεόντιο κάνουν ακόμη μιαν απόπειρα να συγκινήσουν τον δούκα της Σαβοΐας και να προκαλέσουν μιαν εκστρατεία εκ μέρους του για την απελευθέρωση της στενάζουσας κάτω από τον τουρκικό ζυγό πατρίδας τους. « Ἀφ' ἧς ἐσηκώθηκε ὁ καπιτάνιος Βετόριος [Ζεπετός] καί ἐχάλασε κάμποσους Τούρκους», γράφουν στην έκκλησή τους οι δυο ιεράρχες, «ἀγριώθησαν ἐπάνω μας σάν τούς ἄγριους λύκους, καί παίρνουν τά παιδιά μας ἀπό τάς ἀγκάλας μας, καί δέν ἔχομεν τό θάρρος μας...» (Κ.Ν. Σάθα, ἐνθ. αν., σσ. 189 - 190).

 

Οι αλλεπάλληλες αυτές εκκλήσεις των Κυπρίων προς τον Κάρολο Εμμανουήλ Α' όπως και προς τον Φίλιππο Γ' της Ισπανίας δεν κατέληξαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Θα συνεχίζονταν για λίγα ακόμη χρόνια, σποραδικά πια μέχρι το 1668, για να κοπάσουν κάτω από τα πλήγματα της τουρκικής τυραννίας. Ίσως το μόνο αποτέλεσμα που προέκυψε απ' αυτές τις δραματικές εκκλήσεις των Κυπρίων, τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις τους, ήταν η πικρή πείρα που κέρδισαν, ότι δεν έπρεπε να περιμένουν την ελευθερία τους από τη βοήθεια των Χριστιανών ηγεμόνων της Ευρώπης, οι οποίοι για το μόνο που ενδιαφέρονταν ήταν η εξασφάλιση των δικών τους συμφερόντων στο βαθμό που η δύναμή τους μπορούσε να τους τα εξασφαλίσει.

 

Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ