Πήλινο δοχείο για πόσιμο νερό, που κατασκευαζόταν από τους Κυπρίους αγγειοπλάστες κι εχρησιμοποιείτο εκτεταμένα σε παλαιότερες εποχές. Βλέπε λήμμα βάττα.
Η λέξη κουκκουμάρα ίσως προήλθε από τον χαρακτηριστικό ήχο κουκ-κουκ που δημιουργείται όταν το νερό τρέχει από το δοχείο αυτό που έχει στενόμακρο λαιμό, αλλά ίσως κι από τη λατινική cucuma απ’ όπου και κουκουμάς (=κουμπαράς).