Κρανιδιώτης Νίκος

Βακχικό

ΒΑΚΧΙΚΟ

 

Κάπελα, βάλε γιορτινά

κι έβγα ψηλά στον τοπχανά,

να διαλαλήσεις βλάμικο κι ασίκικο μεθύσι!

Πλερώνω απόψε αρχοντικά

για τα δυο μάτια τα γλυκά

όπου μ' ανάψανε σεβντά και μ' έχουνε ζαλίσει.

 

Να 'ρθούνε γύρω οι μπιστικοί

κι οι ξώμαχοι οι περαστικοί

κι όποιος πονά και ξενυχτά κι απ' την αγάπη λιώνει.

γιατί βαθιά με τυραννά

μ' αγάπη για όλον το ντουνιά

με κάνει απόψε σαν παιδί και μ' όλους μ' αδελφώνει.

 

Κι αράδα να κερνάς κρασί,

να πηγαινοέρχεται η μισή

με της λατέρνας το γλυκό κι ανασυρτό τραγούδι.

Πω, πω! Μες τη ρεματαριά,

μού 'πε, για με θα καρτερά

της Ρούμελης και του Μωριά το ξώπρωτο λουλούδι!

 

Ω! Να κατέβαινε ο θεός       

να κάθονταν να πιει κι αυτός,        

κι απά στό δεύτερο κρασί να του κρυφομιλήσω,

και να του λέω ολονυχτίς

πόσο είν' αλήθεια μερακλής

για τα δυο μάτια πού 'φτιαξε, ώσπου νά τόν μεθύσω.

 

Κι όταν το μπρούσκο το κρασί      

κι η καλοσύνη η περισσή

μέσα στό υπόγειο καπηλειό θα 'χουν όλους μεθύσει,

να κλάψω πια αυτή τη χαρά

που θα ξαλλάξει η συμφορά

όπως η Μοίρα η ανθρώπινη σκληρά μας έχει ορίσει.

 

Κάπελα βάλε γιορτινά

κι έβγα ψηλά στον τοπχανά,

να διαλαλήσεις βλάμικο κι ασίκικο μεθύσι!

Πλερώνω απόψε αρχοντικά

για τα δυο μάτια τα γλυκά

όπου μ' ανάψανε σεβντά και μ' έχουνε ζαλίσει.

 

ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ («Σπουδές», 1951)