Κωνσταντινούπολη

Image

Η Κωνσταντινούπολη είναι διηπειρωτική πόλη στην Ευρασία, με το ιστορικό και εμπορικό κέντρο να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά και περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού να ζει στην ασιατική πλευρά της Ευρασίας.

 

Η Κωνσταντινούπολη (Πόλη) είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το 330μ.Χ., στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε Κωνσταντινούπολις, διατηρώντας την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Είναι κτισμένη στις δύο πλευρές του Κερατίου Κόλπου στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου, ο οποίος με μήκος περίπου 35 χλμ. συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα στον βορρά με τη θάλασσα του Μαρμαρά στον νότο. Αποτελεί κατά αυτό τον τρόπο τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία.

 

Η μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, έγινε από τον Μέγα Κωνσταντίνο ο οποίος, μέχρι ν' ανέλθει στον θρόνο, είχε διεξαγάγει σκληρούς αγώνες με πιο καθοριστικό τον πόλεμο κατά του αντιπάλου του Λικινίου (τον τελευταίο είχαν ενισχύσει και οι Κύπριοι με 30 πλοία). Η νέα πρωτεύουσα, που άρχισε να κτίζεται από το 324 μ.Χ., εγκαινιάστηκε στις 11 Μαϊου 330 μ.Χ. και ονομάστηκε Κωνσταντινούπολις. Τα εγκαίνιά της το 330, θεωρούνται ως όριο που καθορίζει το τέλος της Αρχαιότητας και την έναρξη των Μεσαιωνικών χρόνων.

 

Η μεγάλη πυρκαγιά στον Γαλατά

Στις 25 Απριλίου του 1696 μεγάλη πυρκαγιά που ξεσπά στην Κωνσταντινούπολη καταστρέφει την περιοχή του Γαλατά. Την πυρκαγιά περιγράφει ο Βαρνάβας, Κύπριος συντάκτης έμμετρης αφήγησης. Η αφήγηση αποτελείται από 118 στίχους και φέρει τον τίτλο:

«Ριμάδα στολισμένη

σε διάστιχα βαρμένη

διά τον Γαλατά καημένον

τον απ’ όλους παινεμένον».

Το κείμενο αυτό σώθηκε σε κώδικα που σήμερα φυλάσσεται στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ο Βαρνάβας δεν είχε ιδιαίτερες σπουδές, όπως ο ίδιος αναφέρει στο τέλος του κειμένου του, και είχε διδαχθεί μόνο τα λεγόμενα «κοινά γράμματα», δηλαδή ανάγνωση και γραφή.

 

Πρωτεύουσα τεσσάρων αυτοκρατοριών

 

Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τεσσάρων διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 -1453), της βραχύβιας Λατινικής (1204-1261) και της Οθωμανικής (1453-1922). Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για περισσότερο από χίλια χρόνια. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης ανήκουν η Αγία Σοφία, το Επταπύργιο και τα βυζαντινά τείχη, ο ναός και η πηγή της Ζωοδόχου Πηγής, το κτίριο του Πατριαρχείου, το Φανάρι καθώς και το ανάκτορο Τοπ Καπί, το τζαμί του Σουλεϊμάν και το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ («Μπλε τζαμί»).

 

Το 1203, στα πλαίσια της Δ' Σταυροφορίας, έλαβε χώρα η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β' στον θρόνο. Στις 13 Απριλίου 1204, εισέβαλαν στην πόλη, η λεηλασία της οποίας διήρκεσε για αρκετά χρόνια. Η περίοδος της εφήμερης εγκατάστασης της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-61) χαρακτηρίζεται ως η πλέον καταστροφική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης και ειδικότερα η λεηλασία της πόλης ως άνευ προηγουμένου. Τον Απρίλιο του 1453 ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η τελική επίθεση, κατά την οποία σκοτώθηκε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου, όταν, παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην πόλη και την κατέλαβαν. Είχαν προηγηθεί συνολικά 54 ημέρες πολιορκίας.

 

Κύπρος και Κωνσταντινούπολη

Με τη φημισμένη πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κύπρος που ήταν τμήμα της, διατηρούσε ποικίλες σχέσεις καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο της Ιστορίας. Σχέσεις πολιτικές, πνευματικές (κυρίως εκκλησιαστικές) και άλλες.

 

Πέρα από τη Βυζαντινή περίοδο, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, σχέσεις εξακολουθούσαν να υφίστανται μεταξύ Κύπρου και Κωνσταντινουπόλεως, ως ένα βαθμό, που έγιναν στενότερες όταν έγινε βασίλισσα της Κύπρου η Ελένη Παλαιολογίνα. Επί ημερών της η Κωνσταντινούπολη  αλώθηκε από τους Τούρκους (1453). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι σχέσεις Κύπρου και Κωνσταντινούπολης ήταν κυρίως εκκλησιαστικές, αλλά οι αρχιερείς της Κυπριακής Εκκλησίας ανέπτυσσαν και πολιτικές δραστηριότητες, όπως και οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Στην Κωνσταντινούπολη κατέφευγαν συχνά Κύπριοι εκκλησιαστικοί ηγέτες, σε θρησκευτικές και πολιτικές αποστολές (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).

 

Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλης περιελάμβανε στις τάξεις του κατά καιρούς και φωτισμένους Κυπρίους, μερικοί από τους οποίους ανήλθαν στον πατριαρχικό θρόνο ή έλαβαν άλλα υψηλά αξιώματα ή έγιναν σχολάρχες στην Πατριαρχική Ακαδημία και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.

 

Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης υπέστη πολλούς διωγμούς από τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να μειωθεί στο ελάχιστο. Τελευταίοι μεγάλης κλίμακας διωγμοί έγιναν εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης αμέσως μετά την έναρξη στην Κύπρο του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59, κι ως τουρκική αντίδραση στον αγώνα αυτόν. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 ξεσπά το πογκρόμ των Τούρκων, με αφορμή την προβοκάτσια στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε εννέα ώρες καταστρέφονται 4.500 ελληνικά καταστήματα, 1.000 σπίτια, 73 εκκλησίες και 37 σχολεία. Είναι η αρχή του τέλους για τον ελληνισμό της Πόλης. Στις 3 Φεβρουαρίου 1966 την  οριστική απέλαση και των τελευταίων από τους 12.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης εξαγγέλλει η τουρκική κυβέρνηση μετά την κοινή δήλωση Αθηνών-Λευκωσίας περί προσήλωσης στον κοινό στόχο της ένωσης. 

 

Στις συνειδήσεις του Ελληνισμού (περιλαμβανομένου και του Ελληνισμού της Κύπρου), η Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να παραμένει ως πνευματική και θρησκευτική πρωτεύουσα.

Το κόστος για την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης ήταν μεγάλο. Μέσα σε λίγες ώρες, σαράντα πέντε ελληνικές κοινότητες καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν.

 

Τα γεγονότα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου του 1955 προκάλεσαν:

 

  • Το θάνατο 16 Ελλήνων και τον τραυματισμό 32.
  • Το θάνατο ενός Αρμενίου.
  • Το βιασμό 12 Ελληνίδων.
  • Το βιασμό αδιευκρίνιστου αριθμού ανδρών (εξαναγκάστηκαν να υποστούν περιτομή).

 

Την καταστροφή:

 

  • 4.348 εμπορικών καταστημάτων,
  • 110 ξενοδοχείων,
  • 27 φαρμακείων,
  • 23 σχολείων,
  • 21 εργοστασίων,
  • 73 εκκλησιών,
  • 1.000 περίπου κατοικιών, όλα ελληνικής ιδιοκτησίας.

 

Το οικονομικό κόστος των ζημιών ανήλθε σε 150 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τις υπολόγισε σε 500.000.000 δολάρια.

 

Η οικονομική αιμορραγία και ο φόβος ανάγκασαν χιλιάδες Ελληνες ομογενείς να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα.

 

Μετά το πογκρόμ πολλοί Ελληνες εκδιώχθηκαν από τις δουλειές τους: 2.000 τσαγκάρηδες, 2.000 επιπλοποιοί, 2.700 εργαζόμενοι σε εστιατόρια, 500 εργάτες σε σοκολατοποιίες, 400 τυπογράφοι, 400 εργάτες σε εργοστάσια ελαστικών, 350 εργαζόμενοι σε υφαντουργεία, 150 εργαζόμενοι σε χυτήρια.

 

Η φυγή των Ελλήνων

Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων λόγω του Κυπριακού, τα χρόνια μετά τα Σεπτεμβριανά, είχε άμεσο αντίκτυπο τόσο στην ελληνική μειονότητα όσο και στο Πατριαρχείο, η ύπαρξη του οποίου βρισκόταν συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Το 1957-1958, σε μια περίοδο που Έλληνες της Πόλης συλλαμβάνονταν για κατασκοπεία και ενίσχυση της ΕΟΚΑ και άρχιζε ένα νέο κύμα φυγής, η αμερικανική πρεσβεία στην Άγκυρα διαπίστωνε: «Η λαϊκή απαίτηση για πράξεις αντιποίνων εναντίον του Πατριαρχείου εκδηλώθηκε σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους τις τελευταίες ημέρες, ιδιαίτερα στον κωνσταντινουπολίτικο Τύπο». Μάλιστα, ο Αμερικανός γενικός πρόξενος στην Πόλη, Ρ. Μάινερ, έκανε δύο σημαντικές επισημάνσεις. Η πρώτη: «Το Πατριαρχείο είναι τώρα λιγότερο ασφαλές από κάθε άλλη περίοδο μετά το 1925». Και η δεύτερη: «Ο κύριος στόχος της διογκούμενης εχθρότητας ήταν το Πατριαρχείο. Μια ευρύτατη και επίμονη εκστρατεία απαιτούσε τη μεταφορά του στην Ελλάδα».

 

Οι εκβιασμοί και οι απειλές συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, παρά την προσωρινή ηρεμία στην Κύπρο, μετά τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εκβιασμοί για απομάκρυνση του Πατριαρχείου πολλαπλασιάστηκαν μετά την όξυνση της κατάστασης στην Κύπρο, το 1963. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν οι μαζικές απελάσεις Ελλήνων υπηκόων κατοίκων της Πόλης, που άρχισαν το 1964 και ολοκληρώθηκαν το 1966. Μέσα σε τρία χρόνια, από το 1964 έως το 1967, οι τουρκικές Αρχές εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα απαγορευτικών μέτρων, που κατέστησε αφόρητη την κατάσταση της μειονότητας και του Πατριαρχείου. Μητροπολίτες απελάθηκαν, οι κληρικοί δεν μπορούσαν να εισέλθουν ούτε στα μειονοτικά σχολεία. Οι εξευτελιστικοί έλεγχοι στο Φανάρι, με την απειλή απαγγελίας κατηγοριών, και οι προειδοποιήσεις για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης ήταν διαρκώς στην ημερησία διάταξη. Για να φτάσουμε, έτσι, στο 1971 και στο κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που στέρησε το Πατριαρχείο από το βασικό φυτώριο των στελεχών του. 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image