Μελέτιος Κρονίδης

Κύπριος αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου του πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Γεννήθηκε στο προάστιο της Λευκωσίας Ομορφίτα και το λαϊκό του όνομα ήταν Μιχαήλ Κρονίδης. Σε ηλικία μόλις 11 χρόνων μετέβη στα Ιεροσόλυμα όπου τέθηκε κάτω από την προστασία του θείου του μοναχού Χρυσάνθου. Εκεί φοίτησε αρχικά στην αλληλοδιδακτική σχολή του πατριαρχείου και στη συνέχεια γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού. Λόγοι υγείας όμως τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του και να αποχωρήσει από τη Σχολή. Στο μεταξύ εκάρη μοναχός και το 1872 χειροτονήθηκε διάκονος.

 

Το 1883 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Ιεροσολύμων διόρισε τον Μελέτιο αντιπρόσωπό της στο Ιεροσολυμιτικό μετόχιο της Μόσχας. Στην ρωσική πρωτεύουσα παρέμεινε μέχρι το 1895 και κατάφερε να αυξήσει τα εισοδήματα του μετοχίου σε μεγάλο βαθμό και να στηρίξει οικονομικά το πατριαρχείο Ιεροσολύμων που αντιμετώπιζε τότε μεγάλη οικονομική κρίση.

 

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρωσία χειροτονήθηκε ιερέας (1883) και χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης (1886). Παράλληλα επιτέλεσε αξιόλογο πνευματικό έργο ανάμεσα στον πληθυσμό, γεγονός που συνέτεινε ώστε να τιμηθεί από τη ρωσική κυβέρνηση με το παράσημο της Αγίας Άννας β' βαθμού.

 

Τον Φεβρουάριο του 1898 ο Μελέτιος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κυριακουπόλεως προς διαδοχήν του επίσης Κυπρίου Δανιήλ Ιωαννίδη (1833-1897) και διορίστηκε πρόεδρος του εκκλησιαστικού δικαστηρίου του πατριαρχείου. Την ίδια χρονιά επισκέφθηκε τη γενέτειρά του Ομορφίτα, όπου ανακοίνωσε σημαντική χρηματική εισφορά του για την ενίσχυση της λειτουργίας δημοτικού σχολείου και την ανέγερση ναού αφιερωμένου στον άγιο Δημητριανό. Ο ναός αποπερατώθηκε το 1902, αλλά τα εγκαίνιά του έγιναν από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ' (1916-1933) μόλις στα 1922.

 

Ο Μελέτιος προσέφερε και άλλες υπηρεσίες προς την ιδιαίτερή του πατρίδα, όπως το 1908 οπότε διέθεσε το ποσόν των 800 λιρών για την ανέγερση ορφανοτροφείου. Ανέλαβε επίσης τα έξοδα των σπουδών αρκετών νέων, όπως του μετέπειτα καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού Ιεροσολύμων αρχιμανδρίτη Νικόλαου Χριστοδούλου (1864-1909) και του μετέπειτα αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου Ιππόλυτου Μιχαηλίδη (1881 -1060).

 

Την ίδια εποχή στην Κύπρο είχε ξεσπάσει το λεγόμενο αρχιεπισκοπικό ζήτημα* και ο λαός είχε χωριστεί σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις που πρόσκειντο στους μητροπολίτες Κιτίου Κύριλλο Παπαδόπουλο και Κυρηνείας Κύριλλο Βασιλείου. Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ επιδιώκοντας να εξεύρει λύση στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε, πρότεινε την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Μελετίου (1902). Ο τελευταίος όμως απέρριψε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

 

Το 1908 ο Μελέτιος εξελέγη νέος αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου, διαδεχόμενος τον επίσης Κύπριο Επιφάνιο Ματτέου (1837 -1908). Παράλληλα η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου του ανέθεσε και τα καθήκοντα του πατριαρχικού επιτρόπου.

 

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου η Παλαιστίνη έγινε επίκεντρο πολεμικών επιχειρήσεων και οι Άγγλοι προσπάθησαν να την καταλάβουν. Οι Τούρκοι, οι οποίοι ήλεγχαν τότε την Παλαιστίνη, φοβούμενοι συμμαχία των Αγιοταφιτών με τους συμμάχους, απήγαγαν τον Νοέμβριο του 1917 τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανό και τους έντεκα συνοδικούς και τους μετέφεραν στη Δαμασκό. Ανάμεσά τους και τον Μελέτιο, ο οποίος, εξ αιτίας των κακουχιών και της κακής κατάστασης της υγείας του, πέθανε ένα χρόνο αργότερα, το Δεκέμβριο του 1918.