Νικοκρέων

Image

Κύπριος βασιλιάς της Αρχαιότητας, ο τελευταίος βασιλιάς της πόλης της Σαλαμίνος. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες περί αυτού, τόσο από επιγραφές όσο και από αρχαία φιλολογικά κείμενα. Η περίοδος της βασιλείας του τοποθετείται μεταξύ του 332/1 και του 312/10 π.Χ.

 

Ο Νικοκρέων ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά της Σαλαμίνος Πνυταγόρα*, θεωρούσε δε κι αυτός τον εαυτό του ως καταγόμενο από τη γενιά των Αιακιδών*, εκείνων δηλαδή που κατάγονταν από τον μυθικό Αιακό (γιο του Διός και της Αιγίνης), του οποίου απόγονος ήταν ο Τεύκρος*, ιδρυτής της κυπριακής Σαλαμίνος. Σε αναθηματικό επίγραμμα του 4ου π.Χ. αιώνα, αφιερωμένο στον Νικοκρέοντα, που βρέθηκε στο Άργος της Πελοποννήσου, αναφέρεται:

 

[Μ]ατ[ρόπολ]ίς μοι χθών Πέλοπος τό Πελαζγικόν Ἄργος

Πνυταγόρας δέ πατήρ Αἰακοῦ  ἐκ γενεᾶς˙

εἰμί δέ Νικοκρέων, θρέψεν δέ με γᾶ περίκλυστος

Κύπρις θειοτάτων ἐκ προγόνων βασιλῆ.

Στᾶσαν δ’ Ἀργεῖοί με χάριν χαλκοῖο τίοντες

Ἥρᾳ  ὅν εἰς ἔροτιν πέμπο[ν ἄε]θλα νέοις.

 

Όπως προκύπτει από τους δυο τελευταίους στίχους, οι Αργείοι έστησαν στην πόλη τους το άγαλμα του Νικοκρέοντος επειδή έστελνε έπαθλα για τους αθλητές κατά τους αγώνες προς τιμήν της Ήρας. Στο επίγραμμα, εκτός από τη μυθική καταγωγή του από τη γενιά του Αιακού, τονίζεται και το γεγονός ότι ο Νικοκρέων ήταν γέννημα και θρέμμα της θαλασσοζωσμένης κυπριακής γης που τον είχε βασιλιά της.

 

Ο Νικοκρέων διατήρησε και συντήρησε τους παραδοσιακούς δεσμούς της κυπριακής Σαλαμίνος με την κυρίως Ελλάδα, όπως προκύπτει και από το πιο πάνω επίγραμμα, που είχαν καταστεί ιδιαίτερα στενοί ήδη από την εποχή του Ευαγόρα Α΄ αλλά και μετά τον τερματισμό της περσικής κυριαρχίας με τη συντριβή των Περσών από τον Μέγα Αλέξανδρο. Έζησε όμως σε μια τραγική εποχή, που χαρακτηριζόταν από τις σκληρές διαμάχες μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου, από τις οποίες επηρεάστηκε ιδιαίτερα σοβαρά και η Κύπρος και στις οποίες αναμείχθηκε και ο ίδιος ο Νικοκρέων.

 

Σε φιλολογικά κείμενα μαρτυρούνται ήδη στενές σχέσεις του Νικοκρέοντος (και άλλων Κυπρίων βασιλιάδων) με τον ίδιο τον Μέγα Αλέξανδρο στο πλευρό του οποίου είχαν ταχθεί μετά τις πρώτες μεγάλες νίκες του. Ο Πλούταρχος, στον Βίο του Αλεξάνδρου (29,1-2), γράφει ότι οι Κύπριοι βασιλιάδες υπήρξαν χορηγοί σε θεατρικούς κι άλλους αγώνες που έγιναν στη Φοινίκη προς τιμήν του Αλεξάνδρου το 331 π.Χ., ιδιαίτερα δε ξεχώρισαν ο Νικοκρέων της Σαλαμίνος και ο Πασικράτης* των Σόλων. Τον Αλέξανδρο είχε συνδράμει στρατιωτικά (στην πολιορκία κι άλωση της Τύρου) ο πατέρας του Νικοκρέοντος, ο Πνυταγόρας. Για να τον τιμήσει, ο Αλέξανδρος εκχώρησε στο βασίλειο της Σαλαμίνος την Ταμασσό με τα πλούσια μεταλλεία της. Συνεπώς η πόλη αυτή ανήκε στη Σαλαμίνα και επί ημερών του Νικοκρέοντος.

 

Στη διαμάχη περί την κατοχή της Κύπρου μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αντιγόνου* και Πτολεμαίου Α΄*, ο Νικοκρέων ετάχθη ανεπιφύλακτα υπέρ του Πτολεμαίου. Όπως γράφει ο Αρριανός (Τά μετά Ἀλέξανδρον, 156.10,6), υπέρ του Πτολεμαίου είχαν ταχθεί εκτός από τον Νικοκρέοντα της Σαλαμίνος, καί οἱ  ὑπ’ αὐτῷ γενόμενοι Πασικράτης των Σόλων, Νικοκλής της Πάφου και Ανδροκλής της Αμαθούντος. Η φράση: καί οἱ  ὑπ’ αὐτῷ γενόμενοι, υποδηλώνει ότι οι τρεις άλλοι βασιλιάδες (Σόλων, Πάφου και Αμαθούντος) βρίσκονταν υπό την επιρροή του Νικοκρέοντος της Σαλαμίνος. Ποιας εκτάσεως και τι είδους ήταν αυτή η επιρροή, δεν γνωρίζουμε. Φαίνεται όμως ότι μετά την προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι ίσως εξαιτίας δικών του ρυθμίσεων και διευθετήσεων, η πόλη της Σαλαμίνος είχε κάποιο αυξημένο (διοικητικό;) ρόλο στην Κύπρο, κι ο βασιλιάς της πιθανότατα την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των Κυπρίων μοναρχών.

 

Ωστόσο μερικοί άλλοι βασιλιάδες της Κύπρου, ο Πράξιππος της Λαπήθου -Κυρηνείας, ο Πουμιάθων (Πυγμαλίων) του Κιτίου και ο Στασίοικος του Μαρίου, είχαν συμμαχήσει με τον Αντίγονο. Κατ’ αυτών, ο Νικοκρέων και οι λοιποί φιλοπτολεμαϊκοί βασιλιάδες διεξήγαγαν πολεμικές επιχειρήσεις (Αρριανός, ό.π.π., Διόδωρος Σικελιώτης, 19.62, 2-6). Ο Πτολεμαίος ενίσχυσε μάλιστα στρατιωτικά τους συμμάχους του βασιλιάδες της Κύπρου, στέλλοντας σ’ αυτούς και στρατιωτική δύναμη υπό τους Σέλευκο και Μενέλαο. Η Κυρήνεια και η Λάπηθος κατελήφθησαν ύστερα από πολιορκία, το δε Μάριον συνθηκολόγησε. Ο Διόδωρος δίνει και την πληροφορία ότι η Αμαθούς είχε επίσης εξαναγκαστεί να τοποθετηθεί υπέρ του Πτολεμαίου, δίνοντας μάλιστα και ομήρους ως εγγύηση, ενώ το Κίτιον πολιορκήθηκε στενά (περί το 315 π.Χ.).

 

Τελικά κι ο ίδιος ο Πτολεμαίος ήλθε στην Κύπρο με επί πλέον στρατιωτικές δυνάμεις, το 312 π.Χ., και ξεκαθάρισε την κατάσταση: Κατέλαβε το Κίτιον και σκότωσε τον βασιλιά του, ενώ συνέλαβε και τους φιλοαντιγονικούς βασιλιάδες του Μαρίου και της Λαπήθου - Κυρηνείας. Επί πλέον, κατέστρεψε πλήρως την πόλη του Μαρίου. Έτσι ο Πτολεμαίος κατήργησε τα περισσότερα από τα υφιστάμενα ως τότε βασίλεια της Κύπρου και ταῦτα διαπραξάμενος τῆς μέν Κύπρου κατέστησε στρατηγόν Νικοκρέοντα, παραδούς τάς τε πόλεις καί τάς προσόδους τῶν ἐκπεπτωκότων βασιλέων (Διόδ. Σικελιώτης, 19.79,5).

 

Γνωρίζουμε ότι με την καίρια κι αποφασιστική επέμβαση του Πτολεμαίου το 312 π.Χ., διατήρησαν για λίγο ακόμη την εξουσία τους οι βασιλιάδες των Σόλων και της Πάφου. Ιδιαίτερα δε ο Νικοκρέων της Σαλαμίνος, τον οποίο ο Πτολεμαίος φαίνεται ότι εκτιμούσε κι εμπιστευόταν πλήρως, κέρδισε τις πόλεις και τα έσοδα των έκπτωτων βασιλιάδων. Άρα η Σαλαμίς επεξέτεινε την εξουσία της σ’ ολόκληρη την ανατολική, βόρεια και κεντρική Κύπρο αφού υπήχθησαν σ’ αυτήν και το Κίτιον και η Λάπηθος, ενώ η Ταμασσός ανήκε από πριν σ’ αυτήν. Επιπλέον, ο Νικοκρέων της Σαλαμίνος ανέλαβε κι άλλο ύψιστο αξίωμα: έγινε, με την ευλογία του Πτολεμαίου, στρατηγός της Κύπρου˙ δηλαδή κυβερνήτης ολόκληρου του νησιού. Η κατάσταση όμως ήταν ρευστή, και γνωρίζουμε από τις πηγές ότι είχαν διατηρηθεί στην εξουσία (στα βασίλειά τους) οι ηγεμόνες των Σόλων και της Πάφου. Ωστόσο πολύ σύντομα ο Πάφιος βασιλιάς Νικοκλής θεωρήθηκε ύποπτος, πολιορκήθηκε κι αναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει, ακολουθούμενος κι από ολόκληρη την οικογένειά του στο θάνατο (312 π.Χ.).

 

Τον επόμενο χρόνο (311 π.Χ.) πέθανε κι ο Νικοκρέων της Σαλαμίνος, σύμφωνα προς επιγραφική μαρτυρία (Πάριον Μάρμαρον) που αναφέρει ότι: «από τότε που είχε πεθάνει ο Νικοκρέων κι ο Πτολεμαίος είχε γίνει κύριος της Κύπρου, πέρασαν 47 χρόνια όταν στις Αθήνες ήταν άρχων ο Σιμωνίδης». Η αναφορά είναι για το έτος 264 π.Χ., συνεπώς προσθέτοντας τα 47 χρόνια που είχαν περάσει, βρίσκουμε ότι ο Νικοκρέων πέθανε το 311 π.Χ.

 

Μερικοί μελετητές και ιστορικοί (όπως ο George Hill), πιστεύουν ότι ήταν ο Νικοκρέων της Σαλαμίνος κι όχι ο Νικοκλής της Πάφου που είχε ξαφνικά καταστεί ύποπτος στον Πτολεμαίο και βρήκε τόσο τραγικό τέλος μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του. Θεωρούν δε ότι ο Διόδωρος Σικελιώτης (που σαφώς τοποθετεί την τραγωδία αυτή στον βασιλικό οίκο της Πάφου), είχε συγχύσει τον Νικοκλή με τον Νικοκρέοντα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε κι ο Βάσος Καραγιώργης, επειδή ανέσκαψε στην Έγκωμη (περιοχή Σαλαμίνος) ένα κενοτάφιο που το αποδίδει στον Νικοκρέοντα και την χαμένη οικογένειά του.

 

Ωστόσο η ανακάλυψη ενός κενοταφίου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι καθορίζει και το τέλος του Νικοκρέοντος και τον τρόπο του θανάτου του, ούτε ότι διαψεύδει τον Διόδωρο Σικελιώτη, πολύ περισσότερο επειδή δεν ήλθαν στο φως αδιάσειστες αποδείξεις ότι αυτό ανήκε αναμφίβολα στον Νικοκρέοντα. Από λογικής, εξάλλου, πλευράς (όπως παρατηρεί κι ο Κ. Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ , Ε΄, 162), ο Νικοκρέων δεν είχε απολύτως κανένα λόγο να συμμαχήσει κρυφά με τον Αντίγονο και να θεωρηθεί έτσι εχθρός του Πτολεμαίου˙ επειδή ο τελευταίος του είχε δώσει τα περισσότερα βασίλεια με τις προσόδους τους, και τον είχε κάμει κυβερνήτη ολόκληρης της Κύπρου. Αντίθετα, ο Νικοκλής της Πάφου είχε λόγους να στραφεί κατά του Πτολεμαίου, αφού είχε παραγνωριστεί απ’ αυτόν κι αφού τα ύψιστα αξιώματα και οι τιμές είχαν αποδοθεί μόνο στον Νικοκρέοντα. Συνεπώς λογικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως πολύ σωστά ο Διόδωρος Σικελιώτης γράφει ότι το τραγικό τέλος ολόκληρης βασιλικής οικογένειας συνέβη στον οίκο της Πάφου. Όσο για το κενοτάφιο που ανέσκαψε ο Βάσος Καραγιώργης, αυτό μπορεί ίσως ν’ αποδοθεί σε θύματα της μεγάλης σύγκρουσης που έγινε στη Σαλαμίνα λίγο αργότερα (στα 307/6 π.Χ.), όταν κτύπησε την πόλη αυτή ο Δημήτριος* ο Πολιορκητής (γιος του Αντιγόνου), που αναφέρεται ότι είχε θάψει «μεγαλοπρεπώς» τους νεκρούς μετά τη λαμπρή νίκη του (Κ. Χατζηιωάννου, ό.π.π.).

 

Η σύγχυση για την τραγωδία της βασιλικής οικογένειας της Πάφου φαίνεται ότι ξεκίνησε από το όνομα της συζύγου και του Σαλαμινίου και του Παφίου βασιλιά: Η σύζυγος του Νικοκλή της Πάφου, πρωταγωνίστρια στη μεγάλη οικογενειακή τραγωδία, ονομαζόταν Αξιοθέα*, όπως μαρτυρείται στις πηγές (Διόδωρος, Πολύαινος). Στον Αθήναιο, ανευρίσκεται και το όνομα της συζύγου του Νικοκρέοντος της Σαλαμίνος, που ήταν Βιοθέα. Αυθαίρετα, το Βιοθέα μετετράπη σε Αξιοθέα, απ’ όπου και η σύγχυση.

 

Για τη Βιοθέα, σύζυγο του Νικοκρέοντος, κάνει αναφορά ο Αθήναιος (Δειπνοσοφισταί, 8.349e), λέγοντας ότι σ’ ένα συμπόσιο αυτή φέρθηκε απρεπώς. Ο παρευρισκόμενος κιθαρωδός Στρατόνικος έκαμε σχόλιο γι’ αυτό, με αποτέλεσμα η Βιοθέα να αξιώσει τον θάνατό του που συνέβη με πνιγμό του στη θάλασσα. Σε άλλο σημείο, ο Αθηναίος αναφέρει πως ο Στρατόνικος (που ήταν Αθήναιος) είχε εξαναγκασθεί από τον βασιλιά Νικοκλή της Πάφου (αντί τον Νικοκρέοντα) να πιει δηλητήριο και να πεθάνει, επειδή είχε κοροϊδεύσει τους γιους του βασιλιά.

 

Για τον Νικοκρέοντα υπάρχουν κι άλλες φιλολογικές αναφορές που τον παρουσιάζουν να οργανώνει συμπόσια με συμμετοχή φιλοσόφων και καλλιτεχνών, αλλά που τον κατηγορούν και για πρωτοφανή σκληρότητα.

 

Ο Πλούταρχος ( Ἠθικά, 838F) αναφέρει ότι ο γνωστός Αθηναίος ρήτωρ Ισοκράτης είχε κάποτε πάρει μέρος σε συμπόσιο του Νικοκρέοντος, βασιλιά της Κύπρου.

 

Ο Διογένης Λαέρτιος (Βίων καί γνωμῶν τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 9, 58-59) αναφέρεται σε ένα συμπόσιο στο οποίο παρευρίσκονταν ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Νικοκρέων κι ο φιλόσοφος Ανάξαρχος˙ ο τελευταίος πρόσβαλε τον Νικοκρέοντα όταν, σχολιάζοντας την χλιδή του συμποσίου, ζήτησε να του σερβίρουν και «το κεφάλι κάποιου σατράπη», εννοώντας τον Κύπριο βασιλιά. Αργότερα, μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Ανάξαρχος βρέθηκε στην Κύπρο ταξιδεύοντας με καράβι· τότε τον συνέλαβε ο Νικοκρέων και τον εκτέλεσε κοπανίζοντάς τον σ’ ένα μεγάλο γουδί, κι αφού προηγουμένως του είχε κόψει τη γλώσσα. Τον τραγικό αυτό θάνατο του Αναξάρχου μνημονεύει κι ο Πλούταρχος ( Ἠθικά, 449 Ε).

 

Ο Αντωνίνος Λιβεράλις (Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 39, 1-2) αναφέρει μια κόρη του Νικοκρέοντος, που την είχε ερωτευθεί ένας φτωχός νέος, ο Αρκεοφών. Πρόκειται για την ΑρσινόηΑναξαρέτη) που τιμωρήθηκε από την Αφροδίτη εξαιτίας της υπεροπτικής στάσης της αλλά και της σκληρότητας του πατέρα της προς τον ερωτευμένο νέο (βλέπε λήμματα Αρσινόη, Αναξαρέτη και Αρκεοφών). Στο επεισόδιο αυτό αναφέρονται και ο Οβίδιος και ο Ερμησιάναξ και σχετίζεται προς τη λατρεία της Αφροδίτης Παρακυπτούσης στη Σαλαμίνα.

 

Μια άλλη αναφορά για τον Νικοκρέοντα, σχετική μάλιστα προς τη σχέση του με την κυρίως Ελλάδα, παραδίδεται από τον Αιλιανό (Περί ζῲων ἰδιότητος, 11.40). Γράφει ότι σ’ ένα κυνήγι του ο Νικοκρέων είχε συλλάβει ένα ελάφι με πολύπλοκα τετραπλά κέρατα, και το είχε αφιερώσει στον Απόλλωνα στους Δελφούς συνοδεύοντάς το με το εξής επίγραμμα:

 

Σῆς ἔνεκεν, Λητοῦς τοξαλκέτα κοῦρ΄,ἐπινοίας

τήνδ’ ἔλε Νικοκρέων τετράκερων ἔλαφον.

 

Δηλαδή:

 

Με τη δική σου βοήθεια, τοξοδυνάστη γιε της Λητούς

έπιασε ο Νικοκρέων αυτό το τετρακέρατο ελάφι.

 

Ο Αθήναιος αναφέρει πάλι ένα άλλο συμπόσιο του Νικοκρέοντος, στο οποίο μετείχε κι ένας διάσημος αυλητής, ο Δωρίων, που επαίνεσε την τέχνη κατασκευής ενός θαυμάσιου κυπέλλου. Ο Νικοκρέων απάντησε πως ο ίδιος τεχνίτης μπορούσε να φτιάξει κι άλλο για τον Δωρίωνα. Το επεισόδιο αυτό υποδηλώνει ότι επί Νικοκρέοντος άκμαζαν οι τέχνες (όπως η αγγειοπλαστική) στην πόλη του Σαλαμίνα.