Παπάγος Αλέξανδρος

Image

Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός που σχετίστηκε και με την Κύπρο, αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού και πρωθυπουργός της Ελλάδος από το 1952 μέχρι τον θάνατό του το 1955. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές πήγε στο Βέλγιο όπου φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών (1902-1904) και στη Σχολή Εφαρμογών Ιππικού του Υπρ (1904-1906). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, κατετάγη στον στρατό με τον βαθμό του ανθυπιλάρχου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) υπηρέτησε ως διαγγελέας του διαδόχου και αργότερα βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, με τον οποίο συνδεόταν στενά. Το 1917, μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, συνελήφθη και κρατήθηκε σε νησιά του Αιγαίου. Το 1920 επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία ως επιτελάρχης μεραρχίας ιππικού στη Μικρά Ασία. Το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, εκδιώχθηκε από τον στρατό, όπου όμως επανήλθε το 1926. Το 1931 έγινε υποστράτηγος και το 1934 προήχθη σε αντιστράτηγο. Ήταν ένας από τους τρεις αρχηγούς του κινήματος του 1935 που επανέφερε την βασιλεία στην Ελλάδα (επαναφορά βασιλέως Γεωργίου Β΄). Τότε ο Παπάγος έγινε υπουργός των Στρατιωτικών, για ν’ αντικατασταθεί το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά. Ο τελευταίος, τρεις μήνες αργότερα (στις 4.8.1936) εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του. Ο Παπάγος ανέλαβε αρχηγός του γενικού επιτελείου, θέση που κατείχε και κατά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου. Κατά τη διάρκεια της κατοχής ίδρυσε την οργάνωση «Ιεραρχία» με στόχους αντικομμουνιστικούς. Συνελήφθη κι εστάλη από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο του Νταχάου. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά την απελευθέρωση, το 1945. Παραμερισμένος από τους Άγγλους από το 1936, προωθήθηκε τώρα από τους Αμερικανούς κι ανέλαβε την αρχιστρατηγία του ελληνικού στρατού κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Το Μάιο του 1951 ο Παπάγος αποστρατεύθηκε και δυο μήνες αργότερα ίδρυσε το κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού». Έχασε όμως τις εκλογές της 9.9.1951, οι οποίες με απαίτηση των Αμερικανών επαναλήφθηκαν στις 16.11.1952, οπότε ο Παπάγος κέρδισε και σχημάτισε κυβέρνηση ως πρωθυπουργός. Αμέσως συνέδεσε την χώρα με το NATO και υπέγραψε συμφωνία για στρατιωτικές διευκολύνσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι τον θάνατό του στις 4.10.1955.

 

Σχέσεις του με την Κύπρο: Επί πρωθυπουργίας Αλεξάνδρου Παπάγου άρχισε στην Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας (1.4.1955). Όμως η σχέση του Παπάγου με την Κύπρο, ιδιαίτερα όσον αφορά το Κυπριακό ζήτημα, είχε αρχίσει νωρίτερα, από το 1952. Τον Ιούνιο του 1952, ως αρχηγός του «Ελληνικού Συναγερμού», ο Παπάγος είχε την πρώτη του συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ΄, στην Αθήνα. Την εποχή αυτή ο αρχιεπίσκοπος πίεζε τις διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις καθώς και τα κόμματα της αντιπολίτευσης για υιοθέτηση από την Ελλάδα του Κυπριακού και προώθησή του προς ενωτική λύση. Η σχεδόν απόλυτα εξαρτώμενη από τους Άγγλους και Αμερικανούς Ελλάδα αδυνατούσε να πράξει κάτι τέτοιο. Μάλιστα ο Μακάριος, που κινητοποιούσε τότε τον ελληνικό λαό και τον ξεσήκωνε, κατήγγειλε δημόσια τον Ιούλιο του 1952 ολόκληρη την ελληνική πολιτική ηγεσία ότι αντίκρυζε «με δισταγμόν και νυσταγμόν» τον κυπριακό αγώνα.

 

Τον Φεβρουάριο του 1953, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος πέρασε ξανά από την Αθήνα και τώρα είδε τον Παπάγο υπό την ιδιότητά του ως πρωθυπουργού της Ελλάδος. Ο Παπάγος, το ίδιο διστακτικός στο να έλθει σε ρήξη με τους Βρετανούς, ευνοούσε μια λύση αυτοδιαθέσεως για την Κύπρο (αντί της αιτουμένης ενώσεως) που θα μπορούσε να προέλθει από έναν «φιλικό διακανονισμό» μεταξύ Ελλάδος και Μεγάλης Βρετανίας. Εξ άλλου ο υπουργός των Εξωτερικών της κυβερνήσεώς του Στέφανος Στεφανόπουλος* έβλεπε λύση «σταδιακήν», αρχικά με παραχώρηση στους Κυπρίους διαφόρων συνταγματικών ελευθεριών, με αυτοκυβέρνηση αργότερα και ανεξαρτησία-αυτοδιάθεση τελικά. Ο Μακάριος και η λοιπή ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία διαφωνούσαν ριζικά, επιμένοντας σε άμεση ένωση με την Ελλάδα, δεν κατόρθωσε όμως παρά να αποσπάσει από τον Παπάγο μια δήλωση, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έπραττε το εθνικόν της χρέος έναντι της Κύπρου, όπως και την αναγνώριση ότι το Κυπριακό δεν ήταν ζήτημα μόνο της Κύπρου αλλά του Πανελληνίου. Εξ άλλου, ο Παπάγος φάνηκε ιδιαίτερα διστακτικός έναντι της αξιώσεως του Μακαρίου όπως το Κυπριακό προωθηθεί από την Ελλάδα στα Ηνωμένα Έθνη προς συζήτηση.

 

Το 1953 ο Παπάγος αποθάρρυνε τον Μακάριο από του να μεταβεί ξανά στην έδρα του ΟΗΕ για επαφές κι ο τελευταίος δέχτηκε, εν όψει της επισκέψεως στην Αθήνα του τότε Βρετανού υπουργού των Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν*, με τον οποίο ο Παπάγος σχεδίαζε να συζητήσει και το Κυπριακό. Μάλιστα είχε ετοιμαστεί και για υποβολή συγκεκριμένης προτάσεως προς τον Ήντεν που προνοούσε παραχώρηση στους Κυπρίους ενός φιλελευθέρου συντάγματος για 2-3 χρόνια και διενέργεια δημοψηφίσματος στη συνέχεια. Πράγματι, ο Παπάγος συναντήθηκε με τον Ήντεν στην Αθήνα (στο μέγαρο της αγγλικής πρεσβείας) στις 22.12.1953. Όταν όμως προσπάθησε να θέσει προς συζήτηση το Κυπριακό, ο Ήντεν δήλωσε ωμά ότι για την κυβέρνησή του δεν υφίστατο τέτοιο πρόβλημα κι ότι δεν υπήρχε θέμα συζητήσεως. Έστρεψε μάλιστα και την πλάτη του στον Παπάγο, πράγμα που εξόργισε τον τελευταίο, με αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση. Η προσβλητική αυτή στάση του   Ήντεν έναντι του Παπάγου επέδρασε σ’ αυτόν και πιθανότατα συνέβαλε στο να παρθούν εκ μέρους του Παπάγου δυο σοβαρές αποφάσεις: αφ’  ενός θα προσέφευγε στον ΟΗΕ για το ζήτημα της Κύπρου, κι αφ’  ετέρου θα έδινε την έγκρισή του για την έναρξη ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στο νησί. Στο μεταξύ ο Παπάγος απέρριψε και πρόσκληση του Ήντεν να επισκεφθεί επίσημα το Λονδίνο.

 

Σχετικά με τις προσπάθειες για ένοπλο αγώνα στην Κύπρο, ο Παπάγος είχε ενημερωθεί ήδη από τον Απρίλιο του 1951 (δεν βρισκόταν ακόμη τότε στην εξουσία) από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Λίγο αργότερα, τον Μάιο του 1951, προσεγγίστηκε και από τον στρατηγό Κοσμά (που ενεργούσε εκ μέρους του Γεωργίου Γρίβα) για συμπαράσταση. Μάλιστα τον Απρίλιο του 1951, κατά τη σχετική συνομιλία του με το Μακάριο, ο Παπάγος λέγεται ότι είχε εκφράσει κάποιες επιφυλάξεις ως προς την επιλογή Γεωργίου Γρίβα ως στρατιωτικού αρχηγού του κυπριακού αγώνα. Το Μάιο του 1951 διαβίβασε, μέσω του στρατηγού Κοσμά, στο Γρίβα την άποψη ότι «ἕν ἀπελευθερωτικόν κίνημα ἐν Κύπρῳ εἶναι πρόωρον...»

 

Τον Μάρτιο του 1953, πρωθυπουργός πλέον ο Παπάγος, είχε προσεγγισθεί και πάλι από τον στρατηγό Κοσμά (σταλμένο από τον Γρίβα), προς υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα. Αυτή την φορά ο Παπάγος δήλωσε πως δεν ήθελε να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη στο θέμα, ούτε να γνωσθεί ότι είχε πληροφορηθεί ο,τιδήποτε. Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1953, ο Γρίβας εκλήθη στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και απειλήθηκε με σύλληψή του εάν εξακολουθούσε τις προπαρασκευαστικές του ενέργειες για κίνημα στην Κύπρο. Ήταν φανερό ότι ο Παπάγος προσπαθούσε να διαφυλάξει τις καλές του σχέσεις με τους Βρετανούς. Μέχρι το Δεκέμβριο του 1953, οπότε προσεβλήθη από τον Ήντεν.

 

Αλλά και τότε, ο Παπάγος δεν θέλησε ούτε καν να εκφραστεί η παραμικρή υποψία ότι γνώριζε ο,τιδήποτε για τις ενέργειες που γίνονταν. Έτσι, εντελώς ανεπίσημα, δέχθηκε απλώς να μη γνωρίζει ότι ετοιμαζόταν ένοπλη εξέγερση στην Κύπρο. Ωστόσο είχε πλέον πάρει την οριστική απόφαση να θέσει το Κυπριακό ζήτημα επί της διεθνούς σκηνής του ΟΗΕ, προς τούτο δε είχε και συνεργασία με τον Μακάριο στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1954.

 

Και πράγματι, με έγγραφό του ημερομηνίας 16.8.1954, ο Παπάγος ζητούσε επίσημα από τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ την εγγραφή προς συζήτηση από τη Γενική Συνέλευση του θέματος: Η εφαρμογή, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, της αρχής της ισότητος των δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της Κύπρου.

 

Ήταν η πρώτη φορά που το Κυπριακό περιελήφθη στην ημερησία διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για συζήτηση. Ο Μακάριος, με δικό του υπόμνημα στον ΟΗΕ, υποστήριζε την ενέργεια αυτή του Παπάγου. Ο Μακάριος πήγε στην έδρα του ΟΗΕ όταν επρόκειτο να συζητηθεί το Κυπριακό, ενώ εκ μέρους της Ελλάδος τη μάχη θα έδιναν ο υπουργός των Εξωτερικών Στέφανος Στεφανόπουλος και ο Αλέξης Κύρου*. Περνώντας από την Αθήνα καθ’ οδόν προς τη Νέα Υόρκη, ο Μακάριος έδωσε το «πράσινο φως» στο Γρίβα για να κατέλθει μυστικά στην Κύπρο. Ο Παπάγος βρισκόταν τότε στο Παρίσι, κι ο Μακάριος πέρασε απ’ εκεί για μια ακόμη συνάντηση μαζί του. Στο Παρίσι ο Παπάγος είχε συνάντηση και με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζων Φόστερ Ντάλλες, από τον οποίο είχε πιεσθεί ν’ αποσύρει την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ.

 

Το Δεκέμβριο του 1954 το Κυπριακό συζητήθηκε στην Πολιτική Επιτροπή, όπου κι ενεκρίθη ένα νεοζηλανδικό ψήφισμα που έλεγε ότι η Γενική Συνέλευση αποφάσιζε... να μη εξετάσει περαιτέρω το θέμα που είχε εγγράψει η Ελλάδα! Μάλιστα κι αυτή η Ελλάδα είχε ταχθεί υπέρ του ψηφίσματος! Έτσι, η πρώτη αυτή παρουσίαση του Κυπριακού στον ΟΗΕ απετέλεσε την πρώτη πολιτική ήττα των ελληνικών θέσεων από την αγγλοαμερικανική διπλωματία. Τρεις μήνες αργότερα, άρχισε στην Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας.

 

Στο μεταξύ ο Παπάγος είχε ασθενήσει και σύντομα είχε καταστεί ανίκανος για ο,τιδήποτε. Η ασθένειά του κρατήθηκε μυστική και τη χώρα κυβερνούσαν οι Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Και με τους δυο διαφώνησε ριζικά και δημόσια ο Μακάριος σχετικά με συμμετοχή της Ελλάδος σε «τριμερή διάσκεψη» που είχε καλέσει στο Λονδίνο ο Ήντεν αμέσως μετά την έναρξη του κυπριακού αγώνα. Η βασική διαφωνία του Μακαρίου αφορούσε το ότι το τρίτο μέρος της «τριμερούς», που είχε προσκληθεί στο Λονδίνο, ήταν η Τουρκία. Δυστυχώς η Ελλάδα απεδέχθη και συμμετέσχε στην «τριμερή» (29.8-7.9.1955), που απέτυχε παταγωδώς αλλά που είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση της Τουρκίας ως ισοτίμου ενδιαφερομένου μέρους στο Κυπριακό.

 

Αυτή την κρίσιμη στιγμή, όπου στην Κύπρο κλιμακωνόταν ήδη ο ένοπλος αγώνας, ο αρχηγός της ελληνικής κυβέρνησης ήταν σοβαρά άρρωστος κι ανίκανος να χειρισθεί τις εθνικές υποθέσεις. Πέθανε το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου του 1955. Διάδοχός του στην πρωθυπουργία επελέγη ένας άσημος ως τότε πολιτικός, ο υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Παπάγου, Κωνσταντίνος Καραμανλής*.