Πολιτική Οργάνωσις Κύπρου

Image

Πολιτική οργάνωση που έδρασε κατά τη δεκαετία του 1920. Ήταν σχήμα της Δεξιάς, με επικεφαλής την Εκκλησία, μεταξύ δε των πρωτεργατών της ήσαν ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς, ο Θεοφάνης Θεοδότου, ο Ιωάννης Κληρίδης, οι Ι. Οικονομίδης, Γ. Μαρκίδης Α. Τριανταφυλλίδης, Γ. Χατζηπαύλου και άλλοι.

 

Η Πολιτική Οργάνωσις Κύπρου ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 1921, δηλαδή μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και την προσάρτηση της Κύπρου από την Αγγλία, κι όταν άρχισαν να διαψεύδονται οι ελπίδες των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα. Απορρίπτοντας, η πολιτική ηγεσία των Ελλήνων Κυπρίων, τις αγγλικές προσφορές για κάποιες ελευθερίες, προχώρησε σε ενέργειες για καλύτερη οργάνωση του λαού και μεθόδευση του αγώνα για ένωση με την Ελλάδα. Βασική έκφραση της νέας πορείας μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν η ίδρυση και η δράση της Πολιτικής Οργανώσεως Κύπρου. Οι προκαταρκτικές εργασίες για την ίδρυσή της έγιναν κατά το β΄ μισό του 1921, οπότε εξελέγη 7μελής επιτροπή (από τους αναφερόμενους ονομαστικά πιο πάνω) για σύνταξη του καταστατικού της. Το καταστατικό δόθηκε στη δημοσιότητα στις 13/ 26 Νοεμβρίου του 1921. Σύμφωνα προς αυτό, σκοπός τῆς Πολιτικής Ὀργανώσεως τῆς Κύπρου εἶναι ἡ  ἐπιδίωξις τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Κύπρου διά τῆς Ἑνώσεως αὐτῆς μετά τῆς μητρός Ἑλλάδος.

 

Καθοριζόταν επίσης ότι μέλη της Οργανώσεως θεωροῦνται πάντες oἱ  ἐνήλικες Ἕλληνες κάτοικοι τῆς Κύπρου ὡς καί oἱ  ἐν τῷ  ἐξωτερικῷ  Ἕλληνες Κύπριοι.

 

Οι αρχές της Πολιτικής Οργανώσεως, που υποδηλώνουν και την οργανωτική της δομή, ήσαν: 1) το Εθνικόν Συμβούλιον, 2) η Εκτελεστική Επιτροπή, 3) οι Επαρχιακές Επιτροπές και 4) οι Ενοριακές Επιτροπές. Οι τελευταίες ιδρύθηκαν τόσο στις διάφορες ενορίες των πόλεων, όσο και στα χωριά, με πυρήνες τις τοπικές εκκλησιαστικές και σχολικές επιτροπές. Οι επαρχιακές επιτροπές ήσαν 6μελείς, με πρόεδρο τον οικείο επίσκοπο. Το ανώτατο σώμα της Οργανώσεως ήταν το Εθνικόν Συμβούλιον. Ήταν 45μελές, με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου κι εξ οφφίκιο παρέδρους τους τρεις επισκόπους και τον ηγούμενο Κύκκου. Τα υπόλοιπα 40 μέλη ήσαν εκλεγόμενα, εκ των οποίων απαραιτήτως ένα εκλεγόταν από την τάξη των δασκάλων και των καθηγητών.

 

Το καταστατικό της Οργανώσεως συζητήθηκε κι εγκρίθηκε από παγκύπρια εθνοσυνέλευση που έγινε στη Λευκωσία στις 21 και 22 Νοεμβρίου του 1921, οπότε και ιδρύθηκε η Οργάνωση. Ακολούθησαν εκλογές για ανάδειξη των αντιπροσώπων του λαού και η πρώτη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου έγινε τον Μάρτιο του 1922.

 

Για τα επόμενα λίγα χρόνια το Εθνικόν Συμβούλιον απετέλεσε την ανώτατη πολιτική ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου. Μια από τις πρώτες σοβαρές αποφάσεις του, που πάρθηκε τον Δεκέμβριο του 1922, ήταν η αλλαγή τακτικής του αγώνα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αντί της αδιάλλακτης πορείας για ένωση και μόνο ένωση, απεφασίσθη ότι, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσαν να ζητηθούν και να κερδηθούν κάποιες πολιτικές ελευθερίες υπέρ του κυπριακού λαού. Έτσι, το αίτημα της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα αντί άμεση, γινόταν επιδίωξη σταδιακή. Η τακτική αυτή εγκρίθηκε λίγο αργότερα κι από παγκύπρια εθνοσυνέλευση, παρά τις σφοδρές αντιθέσεις των αδιαλλάκτων ενωτικών μ’ επικεφαλής τον τότε επίσκοπο Κυρηνείας Μακάριο (αργότερα αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄).

 

Οι διαφωνίες συνεχίστηκαν και κατά τα επόμενα χρόνια, μάλιστα δε εντάθηκαν το 1925, όταν η Αγγλία ανακήρυξε την Κύπρο ως αποικία του Στέμματος και εισήγαγε στο νησί νέο πολίτευμα, προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα, δηλαδή της αναγνωρίσεως της Κύπρου ως αγγλικής αποικίας. Το νέο σύνταγμα εκρίθη ως ανελεύθερο, οι δε πολιτικές ελευθερίες που παρεχωρούντο εκρίθησαν εντελώς ανεπαρκείς. Τα γεγονότα αυτά απετέλεσαν πλήγμα κατά της γραμμής των μετριοπαθών κι ενίσχυσαν, αντίθετα, τα επιχειρήματα των αδιαλλάκτων ενωτικών. Είναι χαρακτηριστικό το ότι στις βουλευτικές εκλογές του 1925 είχαν ηττηθεί οι «εθνικόφρονες» Έλληνες Κύπριοι υποψήφιοι κι είχαν επικρατήσει εκείνοι που προέβαλλαν κυρίως κοινωνικοοικονομικά αιτήματα (όπως η κατάργηση του φόρου υποτελείας και του φόρου της δεκάτης, η βελτίωση της θέσης των αγροτών κι εργατών κλπ.), ενώ στις επόμενες εκλογές, του 1930, επικράτησαν και πάλι παντού οι εθνικιστές υποψήφιοι.

 

Οι σοβαρές διαφωνίες στους κόλπους της Πολιτικής Οργανώσεως Κύπρου την οδήγησαν σε διάλυση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Τότε αρκετά από τα στελέχη της προχώρησαν στην ίδρυση νέας οργανώσεως, της Εθνικής Οργανώσεως Κύπρου που επίσημα εμφανίστηκε τον Ιανουάριο του 1930 ως καθαρά ενωτικό κίνημα και που διαλύθηκε μετά την εξέγερση του 1931, τα γνωστά Οκτωβριανά.

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια