Σαμουήλ ο Κύπριος

Image

Σημαντικός εκπαιδευτικός και λόγιος Κύπριος ιεράρχης του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1782 και πέθανε το 1855. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη Λευκωσία, όπου και χειροτονήθηκε ως ιεροδιάκονος το 1801. Το 1811, σε ηλικία 29 χρόνων, εγκατέλειψε την Κύπρο και πήγε αρχικά στην Κυδωνία της Μικράς Ασίας για ανώτερες σπουδές στην περίφημη τότε Ακαδημία που υφίστατο εκεί. Στην Ακαδημία της Κυδωνίας φοίτησε για 8 χρόνια περίπου, έχοντας ως δασκάλους αξιόλογους εκπαιδευτικούς όπως τον Γρηγόριο τον Σαράφη, τον Βενιαμίν τον Λέσβιο και τον Θεόφιλο Καΐρη. Περί το 1818 ο Σαμουήλ πήγε στη Σμύρνη όπου συνέχισε τις σπουδές του στην εκεί ακμάζουσα Φιλολογική Σχολή, όπου, μεταξύ άλλων, διδάχθηκε τη γαλλική γλώσσα. Συνέχισε τις μακρόχρονες σπουδές του στη Σχολή της Χίου.

 

Το 1820, όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εστάλη ως καθηγητής στην Ελληνική Σχολή της Σωζοπόλεως (επί του Ευξείνου Πόντου). Καθ’ οδόν πέρασε από την Κωνσταντινούπολη όπου κρατήθηκε και παρέμεινε. Διορίστηκε αρχικά ως βοηθός διευθυντής στο πατριαρχικό τυπογραφείο. Παράλληλα άρχισε να διδάσκει ιδιωτικά στο Φανάρι.  Όμως πολύ σύντομα οι ικανότητές του εκτιμήθηκαν και μέσα στον ίδιο χρόνο (1820), όταν κενώθηκε η θέση του σχολάρχη στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινουπόλεως (γνωστή ως Μεγάλη του Γένους Σχολή), ο Σαμουήλ διορίστηκε σχολάρχης, δηλαδή διευθυντής της Ακαδημίας. Η πρώτη αυτή περίοδος της σχολαρχίας του στην περίφημη αυτή Σχολή καλύπτει την 10ετία από το 1820 έως το 1830. Μαζί με τον διορισμό του ως σχολάρχη χειροτονήθηκε και σε πρεσβύτερο.

 

Η δεκαετία αυτή της σχολαρχίας του Σαμουήλ συνέπεσε με την πιο δύσκολη και επικίνδυνη περίοδο ζωής της Σχολής, λόγω της ελληνικής επανάστασης. Ήδη ο τότε πατριάρχης Γρηγόριος Ε' είχε εκτελεστεί από τους Τούρκους (10 Απρίλιο 1821) και το πατριαρχείο, οι κληρικοί του, η ίδια η Σχολή, υφίσταντο πλείστες διώξεις. Ωστόσο ο Σαμουήλ κατόρθωσε να διοικήσει και διατηρήσει τη Σχολή, στην οποία ταυτόχρονα δίδασκε. Η όλη προσφορά του κατά την τραγική αυτή 10ετία στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική.

 

Τον Σεπτέμβριο του 1830 ο Σαμουήλ εξελέγη μητροπολίτης Προικοννήσου και υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Προποντίδος (η Προικόννησος είναι ένα από τα τέσσερα νησιά της Προποντίδος, επί των οποίων εκτεινόταν η πνευματική δικαιοδοσία του οικείου μητροπολίτη). Στο αξίωμα αυτό ο Σαμουήλ υπηρέτησε για 5 χρόνια. Το 1835 εξελέγη μητροπολίτης Μεσημβρίας και υπέρτιμος και έξαρχος Μαύρης Θαλάσσης. Ο Σαμουήλ ουσιαστικά οργάνωσε τη μητρόπολη της Μεσημβρίας που είχε τότε (1835) χωρισθεί από τη μητρόπολη της Βάρνας.

 

Τον επόμενο χρόνο (1836) ο Σαμουήλ εκλήθη από τον πατριάρχη Γρηγόριο Στ' να αναλάβει και πάλι τη διεύθυνση της Μεγάλης του Γένους Σχολής κι επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, παραιτούμενος του αξιώματος του μητροπολίτη Μεσημβρίας. Διορίστηκε τότε μέλος της εκκλησιαστικής κεντρικής επιτροπής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ η δεύτερη περίοδος της σχολαρχίας του καλύπτει την περίοδο από το 1836 έως το 1844. Το 1844 παραιτήθηκε, αλλά τον επόμενο χρόνο επείσθη να αναλάβει για τρίτη φορά τη διεύθυνση της Σχολής. Η τρίτη περίοδος της σχολαρχίας του καλύπτει την περίοδο από το 1845 έως το 1847. Το 1847 ζήτησε να απαλλαγεί (ίσως λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του) κι απεσύρθη οριστικά. Παρέμεινε για λίγο στο πατριαρχείο και το 1851 εγκαταστάθηκε στη Σχολή της Ξηροκρήνης (Κουρούτσεσμε), όπου και πέθανε το 1855.

 

Ο Σαμουήλ αναγνωρίστηκε καθολικά ως μεγάλος δάσκαλος του Ελληνισμού, οι δε υπηρεσίες που προσέφερε εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα.

 

Το συγγραφικό έργο το οποίο άφησε δεν είναι ογκώδες. Βασικά διόρθωσε, σχολίασε κι επιμελήθηκε εκδόσεις άλλων εκκλησιαστικών έργων. Ο ίδιος έγραψε διάφορα συγγράμματα και λόγους, που δεν σώζονται. Έγραψε επίσης την αυτοβιογραφία του (που εκδόθηκε από τον Μανουήλ Γεδεών το 1882-1883), Εὐχάς ἐξιλαστικάς κατ’ ἀκρίδος (που εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1852) και μερικά άλλα κείμενα που παραμένουν ανέκδοτα, καθώς και διάφορες επιστολές. Τις ευχές κατά των ακρίδων έγραψε κυρίως για την Κύπρο η οποία αντιμετώπιζε τότε ακόμη τη μάστιγα αυτή. Με την Κύπρο ο Σαμουήλ διατηρούσε σχέσεις. Αλληλογραφούσε με την Εκκλησία της Κύπρου, και μεταξύ άλλων ενδιαφερόταν για την εκπαίδευση στο νησί, αποστέλλοντας και βιβλία.