Σένταλ σερ Ουώλτερ Τζόζεφ Sir Walter Joseph Sendall

Image

Άγγλος μέγας αρμοστής της Κύπρου, ο τέταρτος κατά σειράν από την κατάληψη της Κύπρου από την Αγγλία το 1878. Διαδέχτηκε τον Μπάλγουερ* (Henry Bulwer) στις 5 Απριλίου1892 και υπηρέτησε στην Κύπρο μέχρι τις 23 Απριλίου 1898. Γεννήθηκε το 1832 και πέθανε το 1904.

 

Ο Σένταλ καταγόταν από την κομητεία του Suffolk της Αγγλίας. Σπούδασε κλασσική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, παίρνοντας τον πρώτο του τίτλο Β.Α. το 1858 και το Μ.Α. το 1867. Από το 1859 μέχρι το 1870 υπηρέτησε σαν επιθεωρητής σχολείων στην αποικιακή κυβέρνηση της Κεϋλάνης και από το 1870 μέχρι το 1872 σαν διευθυντής εκπαιδεύσεως στην ίδια αποικία. Παραιτήθηκε για λόγους υγείας και επέστρεψε στην Αγγλία. Το 1885 διορίστηκε κυβερνήτης των νησιών Windward και το 1889 των νησιών Barbados στις Δυτικές Ινδίες. Το 1892 μετετέθη στην Κύπρο και τον Μάρτιο του 1898 στη Βρετανική Γουιάνα, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1901.

 

Όταν ο Σένταλ αναλάμβανε τη διοίκηση της Κύπρου, η οικονομική κατάσταση του νησιού ύστερα από 14 χρόνια αγγλικής κατοχής δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική. Η Κύπρος όλ' αυτά τα χρόνια είχε σημειώσει μια μικρή πρόοδο σε αρκετούς τομείς. Η πρόοδος όμως αυτή ήταν αργή και πολύ κατώτερη των αναγκών, αλλά και των προσδοκιών των Κυπρίων, τις οποίες οι ίδιοι οι Άγγλοι είχαν υποθάλψει με τις πρώτες τους διακηρύξεις και επαγγελίες, όταν καταλάμβαναν την Κύπρο το 1878. Η αποτελεσματικότητα της αγγλικής διοίκησης από το 1878 μέχρι το 1892 ήταν αρκετά περιορισμένη για πολλούς και ποικίλους λόγους. Τα προβλήματα της Κύπρου, που κληρονομήθηκαν από την οθωμανική κακοδιοίκηση 300 χρόνων ήταν πολλά και σοβαρά: βαριά φορολογία, φτώχεια, απαιδευσία, ανασφάλεια, καταπίεση του ελληνικού πληθυσμού από τα όργανα της οθωμανικής διοίκησης, απουσία έργων κοινής ωφελείας κ.ά.

 

Τα προβλήματα αυτά χρειάζονταν ορθό προγραμματισμό, χρόνο και οικονομικούς πόρους για να αντιμετωπισθούν. Παρ' όλη την καλή διάθεση και τις προσπάθειες των τριών προηγούμενων μεγάλων αρμοστών της Κύπρου και των διοικητικών υπαλλήλων δεν ήταν δυνατό να γίνουν σημαντικά έργα σε τόσους πολλούς τομείς με εξαιρετικά περιορισμένους οικονομικούς πόρους. Οι Κύπριοι είχαν πλήρως συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν η νέα κακοδαιμονία της Κύπρου.  Ήταν οι όροι με τους οποίους η Αγγλία κατέλαβε την Κύπρο από την Οθωμανική αυτοκρατορία, σύμφωνα με τους οποίους η Κύπρος υποχρεώθηκε να πληρώνει κάθε χρόνο από τον ισχνό της προϋπολογισμό το ποσό των £92.800 για εξόφληση χρέους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς την Αγγλία και τη Γαλλία, το οποίο σταμάτησε να εξοφλεί το 1877 λόγω χρεωκοπίας της. Τα χρήματα τα οποία απέμεναν στην Κύπρο μετά την αφαίρεση του ποσού των £92.800, που άστοχα ονομάστηκε «υποτελικός φόρος» (tribute), δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τους πολύ ψηλούς, με τα κυπριακά δεδομένα, μισθούς του κυβερνήτη και των ανωτέρων  Άγγλων αξιωματούχων και να μένει κάποιο λογικό περιθώριο για την ανάληψη και εκτέλεση έργων κοινής ωφελείας.

 

Οι Κύπριοι είχαν επανειλημμένα εκφράσει τα παράπονά τους για την αφαίμαξη των κυπριακών προσόδων προς πληρωμή του «υποτελικού φόρου» με υπομνήματα που υπέβαλαν στους τρεις προηγούμενους κυβερνήτες και με την αποστολή στην Αγγλία της πρώτης πρεσβείας το 1889 με αρχηγό τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο. Δεν βρήκαν όμως την ανταπόκριση που περίμεναν. Το υπουργείο Αποικιών, και περισσότερο το βρετανικό θησαυροφυλάκιο, ήταν αμετακίνητο στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Και κατά τη διάρκεια της αρμοστείας του Σένταλ οι Κύπριοι συνέχισαν να εκφράζουν τα ίδια έντονα παράπονα και αιτήματα τόσο κατά τις ετήσιες συνόδους του Νομοθετικού Συμβουλίου, όσο και στο συλλαλητήριο που οργανώθηκε στα τέλη Αυγούστου 1894 στο Πέρα Πεδί και στα συλλαλητήρια που έγιναν την άνοιξη του 1895 σ' όλες τις πόλεις και στο υπόμνημα που υπέβαλαν την ίδια χρονιά στον Σένταλ, για να το διαβιβάσει στο υπουργείο Οικονομικών.

 

Ο Σένταλ δεν έμενε απαθής και ασυγκίνητος στα διαβήματα αυτά των Κυπρίων. Είχε κι αυτός γρήγορα αντιληφθεί, όπως και οι προκάτοχοί του, το δίκαιο αίτημα των Κυπρίων και πιθανώς συνηγόρησε και αυτός για την κατάργηση ή τροποποίηση του «υποτελικού φόρου», αλλά δεν μπόρεσε να επιτύχει καμιάν αλλαγή στο θέμα αυτό. Εκείνο που απέμενε ήταν να κινηθεί η διοίκησή του μέσα στα περιορισμένα όρια που απέμεναν, για την αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων του κυπριακού λαού.

 

Η κυπριακή γεωργία, που αποτελούσε τη βάση της οικονομίας, μαστιζόταν από πολλές αντιξοότητες. Η παραγωγή δημητριακών ήταν ασταθής και πλήρως εξαρτημένη από την ετήσια βροχόπτωση, ενώ οι τιμές συνέχιζαν τη πτωτική τάση από αρκετά χρόνια. Το ίδιο συνέβαινε και με τα οινικά προϊόντα και με τα χαρούπια και τα άλλα γεωργικά προϊόντα. Οι γεωργοί ήσαν καταχρεωμένοι στους τοκογλύφους, δεν είχαν ικανοποιητικά εισοδήματα και δεν μπορούσαν πολλές φορές να πληρώνουν τους δυσβάστακτους φόρους που η μεθοδικότητα της αγγλικής διοίκησης — σε αντίθεση προς την προηγούμενη οθωμανική — δεν άφηνε να της διαφύγουν.

 

Για να βελτιωθεί η γεωργία χρειάζονταν αρδευτικά έργα, δρόμοι, βελτιωμένες ποικιλίες φυτών, νέες μέθοδοι παραγωγής, αντιμετώπιση φυτικών ασθενειών, καταπολέμηση των ακρίδων. Η διοίκηση του Σένταλ προσπάθησε να βελτιώσει όσο της ήταν δυνατό αυτές τις συνθήκες. Περί το τέλος της θητείας του εξασφαλίστηκε δάνειο από την Αγγλία ύψους 60.000 λιρών για την κατασκευή αρδευτικών έργων. Αυτό το δάνειο εντασσόταν στην αποικιακή πολιτική του υπουργού Τσάμπερλαιν προς διάφορες αγγλικές αποικίες. Επιτυχής ήταν ο διορισμός του  Έλληνα γεωπόνου Παναγιώτη Γενναδίου*, ο οποίος με την επιστημονική του συγκρότηση και αγάπη για τον τόπο έθεσε τις βάσεις του Γεωργικού Τμήματος Κύπρου. Συνεχίστηκε ακόμη η καταπολέμηση των ακρίδων με τη μέθοδο των ολισθηρών πανιών του Ριχάρδου Ματτέι και με τη συλλογή και αγορά από χωρικούς ποσοτήτων ακρίδων. Κατασκευάστηκαν και βελτιώθηκαν ορισμένοι δρόμοι, έγιναν γεφύρια, και συζητήθηκε για μιαν ακόμη φορά η κατασκευή σιδηροδρόμου στην Κύπρο.

 

Ο Σένταλ, παρά τις μικρές βελτιώσεις που μπόρεσε να κάμει κατά τη θητεία του, κέρδισε την εκτίμηση και τη συμπάθεια μιας μερίδας του κυπριακού Ελληνισμού, επειδή πολιτεύθηκε με μετριοπάθεια και έδειχνε ενδιαφέρον για την ελληνική παιδεία. Ιδιαίτερα συγκίνησε η παρουσία του στις 12/24.12.1893 στα εγκαίνια του πρώτου γυμνασίου της Κύπρου (του μετέπειτα ονομασθέντος Παγκυπρίου Γυμνασίου). Στη σύντομή του ομιλία που την άρχισε στην ελληνική γλώσσα — ήταν γνώστης της αρχαίας ελληνικής και γνώριζε λίγο και τη νέα ελληνική γλώσσα — μίλησε για την αξία των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής γλώσσας, την οποία χαρακτήρισε σαν «τό εὐγενέστερον ὄργανον ἐκφράσεως τῶν ἀνθρωπίνων διανοημάτων, ὅπερ προήγαγε ποτέ ὁ κόσμος». Σ' αυτή τη γλώσσα, είπε, βρίσκονται «ἡ εὐγενεστέρα  ἠθική, ὁ ἁγνότερος πατριωτισμός, ἡ βαθυτέρα φιλοσοφία» (Φ. Ζαννέτου, Ἱστορία τῆς Νήσου Κύπρου, τόμ. Β', 1911, σ. 803).

 

Την εκτίμηση των κατοίκων της Λεμεσού ιδιαίτερα κέρδισε με τη στάση του και τη δραστηριοποίηση της κυβέρνησής του κατά τη σοβαρή καταστροφή που προκάλεσαν στη Λεμεσό η πλημμύρα του Γαρύλλη ποταμού στις 31.10.1894 και οι σεισμοί στο Ακρωτήρι και στη Λεμεσό στις 17.6.1896. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς έκαμε προσωπική του δωρεά από £500 προς τo Παρθεναγωγείο Φανερωμένης για να δίνεται μια υποτροφία με την ευκαιρία του ιωβηλαίου της βασίλισσας Βικτωρίας που θα εορταζόταν το 1897 για τα εξηντάχρονά της σε μια μαθήτρια για περαιτέρω σπουδές. Κι αυτή η δωρεά του εκτιμήθηκε πάρα πολύ από τους   Έλληνες της Κύπρου. Μικρότερη δωρεά από £100 έκαμε και προς το μωαμεθανικό παρθεναγωγείο της Λευκωσίας.

 

Τέλος η στάση αποχής που τήρησε κατά την αναχώρηση από την Κύπρο 800 περίπου Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών που πήγαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος κατέληξε στην ήττα του ελληνικού στρατού, θεωρήθηκε ως συνέχεια της ίδιας συμπάθειας προς τον κυπριακό Ελληνισμό που έδειξε και σε άλλες ευκαιρίες. Δεν έλειψαν όμως και εκείνοι που έβλεπαν πάντοτε με επιφύλαξη και σκεπτικισμό τις εκδηλώσεις του Σένταλ υπέρ των Ελλήνων της Κύπρου.

 

Κατά την αναχώρησή του από την Κύπρο έγιναν προσπάθειες να συνεχίσει για ακόμη μια θητεία, αλλά δεν έφεραν αποτέλεσμα. Αρθρογράφοι εξέφρασαν την εκτίμηση του κυπριακού λαού για όσα μπόρεσε να κάμει ο Σένταλ. Η εφημερίδα της Λεμεσού  Ἀλήθεια στο φύλλο της 27 Νοεμβρίου 1897 έγραψε ότι εάν ο Σένταλ  «δέν  ἀφήνει τήν Κύπρον εἰς καλλιτέραν θέσιν  ἐκείνης, εἰς  ἥν εὑρίσκετο, ὅτε τό πρῶτον  ἦλθεν  ἐνταῦθα, τό λάθος δέν εἶνε βεβαίως  ἰδικόν του».