Ρος Λούτβιγκ Ludwig Ross

Image

Γερμανός επιστήμονας του 19ου αιώνα. Καταγόταν από το Holstein. Γεννήθηκε το 1806 και αυτοκτόνησε το 1859. Υπήρξε αξιόλογος για την εποχή του αρχαιολόγος, καθηγητής αρχαιολογίας και φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια τόσο των Αθηνών όσο και της πόλης Halle (στην οποία αυτοκτόνησε σε ηλικία 53 χρόνων) στη δεξιά όχθη του ποταμού Ζάαλε, βορειοδυτικά της Λειψίας. Ο ίδιος είχε σπουδάσει κλασσική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Κιέλου, Λειψίας και Κοπεγχάγης. Το όνομά του συνδέθηκε με τις πρώτες αρχαιολογικές έρευνες και τη θεμελίωση στην Ελλάδα της επιστήμης της αρχαιολογίας. Στην Ελλάδα πήγε το 1832, σε ηλικία 26 χρόνων, συνδέθηκε με την αυλή του βασιλιά Όθωνα και διορίστηκε υποέφορος και λίγο αργότερα γενικός έφορος της νεοσύστατης τότε Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

 

Μεταξύ του 1833 και του 1836 ο δρ. Ρος έκανε ανασκαφές και αρχαιολογικές έρευνες σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, σε νησιά του Αιγαίου και στην Αθήνα. Συνέβαλε στην ίδρυση του πρώτου Μουσείου στην Ελλάδα το 1835, ενώ ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε στη συντήρηση και διαφύλαξη των λαμπρών μνημείων στην Ακρόπολη των Αθηνών. Το 1837 διορίστηκε ως ο πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και υπηρέτησε μέχρι το 1844 οπότε, με ψήφισμα για τους ετερόχθονες, απομακρύνθηκε και επέστρεψε στη Γερμανία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της πόλης Halle κλασσική αρχαιολογία και φιλοσοφία από το 1845 μέχρι το 1859 οπότε, ύστερα από μία περίοδο ασθένειας, έθεσε τέρμα στη ζωή του. Μεταξύ των δημοσιευμένων έργων του περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, γραμμένα στη γερμανική: «Ταξίδια και περιοδείες στην Ελλάδα» (1841), «Ταξίδια στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου Πελάγους» (1840-43), «Περιπλανήσεις στην Ελλάδα· ακολουθώντας το βασιλιά ΄Οθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία» (1851), «Ταξίδια στην Κω, Αλικαρνασσό, Ρόδο και Κύπρο» (1852), «Αναμνήσεις και Ανακοινώσεις από την Ελλάδα» (εξεδόθη μετά το θάνατό του, το 1863, και στην ελληνική το 1976).

 

Την Κύπρο ο δρ. Ρος την είχε περιηγηθεί τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1845, όταν ήταν 39 χρόνων. Οι μήνες αυτοί είναι οι ωραιότεροι για να γνωρίσει κάποιος την Κύπρο, χωρίς ζέστη ούτε κρύο, με τη φύση ολάνθιστη. Αλλά η Κύπρος ήταν τότε ακόμη ένας υπανάπτυκτος χώρος υπό οθωμανικό ζυγό. Ωστόσο τα ενδιαφέροντα του δρος Ρος στρέφονταν περισσότερο προς το αρχαίο παρελθόν του νησιού. Η περιήγησή του  ακολούθησε μία ενδιαφέρουσα πορεία και στο κείμενό του ο επισκέπτης δίνει και ένα πλήθος πληροφοριών πέραν εκείνων για τις οποίες ιδιαίτερα ενδιαφερόταν. Είχε φθάσει στη Λάρνακα, όπου μελέτησε τις αρχαιότητες του αρχαίου Κιτίου, και από εκεί στο Δάλι και τη Λευκωσία. Συνέχισε για την Αμμόχωστο και την περιοχή της, περιδιάβηκε την Καρπασία και τη βόρεια ακτή, είδε τα φρούρια του Πενταδάκτυλου, πήγε στην Κερύνεια και το Πέλλα Παΐς, επεσκέφθη τη Μόρφου, την περιοχή των Σόλων, την κοιλάδα της Σολιάς, σημαντικά μοναστήρια της οροσειράς του Τροόδους, την περιοχή της αρχαίας Ταμασσού. Επεσκέφθη επίσης τις περιοχές της Πάφου και Παλαιπάφου, την Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου και χωριά της επαρχίας Πάφου, επίσης χωριά και χώρους της επαρχίας Λεμεσού και τη Λεμεσό, το χώρο του Κουρίου, το Κολόσσι, και επέστρεψε στη Λάρνακα από όπου και αναχώρησε.

 

Ο δρ. Ρος μας κληροδότησε ένα πολύτιμο κείμενο που αποτελεί σήμερα πολύ αξιόλογη μαρτυρία για την Κύπρο των μέσων του 19ου αιώνα, δηλαδή των τελευταίων δεκαετιών της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Με διεισδυτική ματιά αλλά και επιστημονική γνώση, αναφέρεται σε μνημεία και αρχαιότητες, σε ιστορικά γεγονότα, σε ανθρώπους, σε συνθήκες ζωής και σε καταστάσεις. Το περί Κύπρου κείμενο του δρος Ρος μετέφρασε από τη γερμανική στην αγγλική  ο Claude Delaval Copham, ο οποίος και το εξέδωσε (χωρίς σχόλια και σημειώσεις) στη Λευκωσία το 1910. Το ίδιο κείμενο, σε ελληνική μετάφραση από τον δρα Βλάσο Θεοφάνους δημοσίευσε ο Άντρος Παυλίδης με δικά του σχόλια, εισαγωγή και σημειώσεις, σε 6 συνέχειες στο περιοδικό «Πολιτιστική Κύπρος» (τεύχη 7-12, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1997).