Υπεράκτιες εταιρείες

Υπεράκτια εταιρεία καλείται το κάθε νομικό πρόσωπο που η επωφελής ιδιοκτησία και οι επιχειρηματικές δραστηριότητές του ευρίσκονται εκτός της χώρας εγγραφής του. Ο θεσμός των υπεράκτιων εταιρειών στην Κύπρο εγκαθιδρύθηκε το 1976 και ο αριθμός των εταιρειών που ενεγράφησαν το έτος εκείνο ήταν μόνο 76. Έκτοτε, όμως, ο αριθμός των εταιρειών αυξάνεται με πολύ γοργό ρυθμό. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι το 1994 είχαν εκδοθεί άδειες για την εγγραφή 4.238 και το 1995 4.958 νέων εταιρειών. Ο αριθμός των υπεράκτιων εταιρειών στην Κύπρο το 1995 έφθασε στις 22.216, γεγονός που κατέστησε τη χώρα μας δημοφιλές περιφερειακό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου για τις εταιρείες αυτές.

 

Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι η ανάπτυξη του τομέα αυτού όχι μόνο υπήρξε ραγδαία αλλά και ότι ο τομέας αυτός για μια μακρά περίοδο τριών σχεδόν δεκαετιών (1975-2003) αποτέλεσε πολύ σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος της κυπριακής οικονομίας.

 

Η Κύπρος υπήρξε το πρώτο κέντρο προσέλκυσης υπεράκτιων και διεθνών επιχειρήσεων ανάμεσα σε 50 περίπου χώρες που προσφέρουν διευκολύνσεις για τον σκοπό αυτό. Οι κυριότεροι λόγοι που συνέτειναν σ' αυτή την επιτυχία είναι:

 

α) Το κατάλληλο επιχειρηματικό περιβάλλον, η ασφάλεια και η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση.

 

β) Η ύπαρξη προηγμένης τεχνολογίας στις τηλεπικοινωνίες, το ανεπτυγμένο τραπεζικό σύστημα και η υψηλή ποιότητα των νομικών, λογιστικών, ελεγκτικών και άλλων επαγγελματικών υπηρεσιών.

 

γ) Οι παραδοσιακά στενές εμπορικές, πολιτιστικές και άλλες σχέσεις με πολλές χώρες.

 

δ) Η σύναψη διαφόρων διακρατικών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών προς αποφυγή της διπλής φορολογίας, καθώς και η αμοιβαία προστασία των επενδυτών, μεταξύ της Κύπρου και πολλών άλλων χωρών.

 

ε) Η συστηματική διαφημιστική εκστρατεία που οργανώνει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στο εξωτερικό, καθώς και το έργο που επιτελούν οι οργανωμένες αποστολές της Κεντρικής Τράπεζας στο εξωτερικό με σκοπό την προσέλκυση νέων εταιρειών.

 

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΚΤΙΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 

Η παρουσία των υπεράκτιων εταιρειών στην Κύπρο συνέβαλε θετικά και ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού και αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Η παρουσία και οικονομική δραστηριοποίηση υπεράκτιων εταιρειών αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων στη χώρα που τις φιλοξενεί. Γι’ αυτό και κάθε χώρα που έχει τις προϋποθέσεις και τη δυνατότητα να προσελκύσει υπεράκτιες εταιρείες το επιδιώκει με κάθε τρόπο. Η Κύπρος ήταν μια από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής που συγκέντρωνε ορισμένα σημαντικά ίσως και μοναδικά πλεονεκτήματα για την προσέλκυση υπεράκτιων εταιρειών. Η σημαντική συμβολή των υπεράκτιων εταιρειών στην κυπριακή οικονομία αντικαθρεφτιζόταν στην αύξηση του ξένου συναλλάγματος που εισέρρεε στη χώρα και στην απασχόληση ενός σημαντικού αριθμού ατόμων.

 

Οι ενεργά δραστηριοποιούμενες εταιρείες, σύμφωνα προς επίσημα στοιχεία του 1994, ανέρχονταν σε 1.096 και συνεισέφεραν £147,2 εκατομμύρια σε ξένο συνάλλαγμα, που αποτελούσε το 9,5% των εσόδων του κράτους. Ο αριθ­μός των εταιρειών αυτών το 1995 ανήλθε σε 1.168 και το ξένο συνάλλαγμα που εισέφεραν έφθασε στα £161,5 εκα­τομμύρια.

 

Το 1995, οι 1.168 υπεράκτιες εταιρείες, περιλαμβανομένων και ορισμένων πολύ γνωστών πολυεθνικών εταιρειών, διατηρούσαν πλήρη γραφεία στην Κύπρο μέσω των οποίων διεκπεραίωναν και διηύθυναν τις περιφερειακές και διεθνείς εργασίες τους. Οι εταιρείες αυτές το 1995 απασχολούσαν 6.440 άτομα. Ο αριθμός των υπεράκτιων εταιρειών που διατηρούσαν πλήρη γραφεία στην Κύπρο το 1994 ήταν 1.096 και το προσωπικό που απασχολούσαν ανερχόταν σε 5.551 άτομα. Οι 3.561 απασχολούμενοι ήταν ξένοι ενώ οι υπόλοιποι 2.000 ήσαν Κύπριοι.

 

Η συνεισφορά των υπεράκτιων εταιρειών στην οικονομία του τόπου ήταν πολύ μεγάλης σημασίας, διότι με τα τεράστια έσοδα που έφερναν στο νησί βοήθησαν στη χρηματοδότηση ζωτικών τομέων της οικονομίας και στη δημιουργία σημαντικού αριθμού θέσεων εργασίας, τις οποίες η κοινωνία μας είχε μεγάλη ανάγκη στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή. Κατά την περίοδο αυτή η κυπριακή οικονομία αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες αφού σημαντικοί πλουτοπαραγωγικοί πόροι είχαν καταστραφεί ή καταληφθεί από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα. Ο τουριστικός τομέας δέχθηκε σοβαρό πλήγμα με την απώλεια μεγάλου αριθμού ξενοδοχειακών μονάδων και τουριστικού εξοπλισμού μεγάλης αξίας στις δύο κύριες τουριστικές περιοχές, της Κερύνειας και της Αμμοχώστου. Σημαντικές ήταν επίσης οι απώλειες της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας που έχασαν εκατοντάδες παραγωγικές μονάδες. Τεράστιες καταστροφές υπέστη και η γεωργία, λόγω απώλειας σημαντικών καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Σ’ αυτές τις συνθήκες τα τεράστια έσοδα από τις υπεράκτιες εταιρείες ήταν για την κυπριακή οικονομία πολύ σημαντική βοήθεια.

 

Η παρουσία ενός τόσο μεγάλου αριθμού ξένων στην Κύπρο είχε ασφαλώς άμεσες και θετικές επιδράσεις στην οικονομία. Εκτός από το ξένο συνάλλαγμα υπήρχαν και άλλα οφέλη, αφού οι περισσότεροι από τους ξένους που εργοδοτούνταν στις υπεράκτιες εταιρείες ήταν ανώτερα διευθυντικά στελέχη με υψηλά προσόντα και σημαντική επαγγελματική εμπειρία. Η συνεχής επαφή Κυπρίων εργοδοτουμένων με στελέχη τέτοιου επιπέδου, δεδομένων και των υψηλών απαιτήσεών τους, δεν μπορεί παρά να συνέβαλε σημαντικά, άμεσα και έμμεσα, στην περαιτέρω βελτίωση του ντόπιου προσωπικού και στη μεγαλύτερη εξοικείωσή του με τη διαρκώς διευρυνόμενη και αναπτυσσόμενη διεθνή αγορά των υπηρεσιών.

 

Επιπλέον η εδώ παρουσία τόσο μεγάλου αριθμού υπεράκτιων εταιρειών με ευρεία δραστηριότητα, μεγάλη πείρα και υψηλές απαιτήσεις, αποτέλεσε και κίνητρο αλλά και μοχλό πίεσης για συνεχή βελτίωση και ανάπτυξη των παρεχομένων προς αυτές υπηρεσιών από πολλούς και διάφορους τομείς, όπως τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, λογιστικά και ελεγκτικά γραφεία, δικηγόρους κτλ.

 

Η κυριότερη γεωγραφική περιοχή από την οποία προέρχονταν οι υπεράκτιες εταιρείες που ενεγράφησαν το 1995 ήταν η Ευρώπη με 84,7% και ακολουθούν η Αμερική με 7,5%, η Ασία με 5,9%, η Αφρική με 1,6% και η Αυστραλία με 0,3%. Στα ίδια περίπου επίπεδα κινήθηκαν τα ποσοστά και στα προηγούμενα δύο χρόνια, το 1994 και το 1993. Κατά την περίοδο 1993-95 παρατηρήθηκε μια μικρή αύξηση του ποσοστού εγγραφών υπεράκτιων εταιρειών αραβικής προέλευσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσώπευε το 20% του συνολικού αριθμού εγγραφών υπεράκτιων εταιρειών.

 

Από τις υπεράκτιες εταιρείες που το 1995 διατηρούσαν  πλήρη γραφεία στην Κύπρο, οι περισσότερες, το 51,9%, είχαν επιλέξει ως έδρα τους τη Λεμεσό. Αυτό είναι αυτονόητο αν ληφθεί υπ' όψιν ότι 108 εταιρείες ασχολούνταν με την πλοιοδιαχείριση και τις ναυτιλιακές υπηρεσίες. Ακολουθεί η Λευκωσία, στην οποία είχε την έδρα του το 38,2% των υπεράκτιων εταιρειών, ενώ στη Λάρνακα είχε την έδρα του το 7,3% και στην Πάφο το 2,6% των υπεράκτιων εταιρειών.

 

Οι υπεράκτιες εταιρείες και τα υπεράκτια παραρτήματα που διευθύνονταν και ελέγχονταν από την Κύπρο φορολογούνταν μόνο με 4,25% επί των κερδών τους. Τα υπεράκτια παραρτήματα που διοικούνταν και ελέγχονταν από το εξωτερικό και οι υπεράκτιοι συνεταίροι απαλλάσσονταν πλήρως από τον εταιρικό φόρο ή τον φόρο εισοδήματος. Οι ιδιοκτήτες των υπεράκτιων εταιρειών και υποκαταστημάτων και οι συνεταίροι δεν υπόκειντο σε πρόσθετη φορολογία επί των μερισμάτων ή των κερδών που δικαιούνται πέραν του πιο πάνω καταβληθέντος ή καταβλητέου ποσού από νομικά πρόσωπα.

 

Οι εκπατριζόμενοι υπάλληλοι των υπεράκτιων εταιρειών που διέμεναν και εργάζονταν στην Κύπρο φορολογούνταν με το μισό (1/2) του ποσοστού φορολογίας με το οποίο επιβαρύνονταν οι ντόπιοι κάτοικοι, δηλαδή με ποσοστό 0-20%.

 

ΟΙ ΥΠΕΡΑΚΤΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των υπεράκτιων εταιρειών στην Κύπρο, μια δεκαετία αργότερα (1995-2003), αυξήθηκε κατά 45 φορές και τον Απρίλιο του 2003 έφθασε τον αριθμό των 54.000 εταιρειών.

 

Η ένταξη  στην Ευρωπαϊκή Ένωση  αποτελούσε πάγια επιδίωξη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μετά το 2000, όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε δεν θα αργούσε, το θέμα της παρουσίας των υπεράκτιων εταιρειών στη χώρα μας προκαλούσε  σοβαρό προβληματισμό για την Κυβέρνηση. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού και των πιθανών διευθετήσεων που θα αποδεχόταν η Ε.Ε. ετίθετο και το θέμα του ανταγωνισμού από άλλες χώρες.

 

Ο τομέας των υπεράκτιων εταιρειών εκρίνετο ως ιδιαίτερα σημαντικός για την κυπριακή οικονομία και ως τέτοιος επιβαλλόταν να ενταχθεί στο πλαίσιο του γενικότερου στόχου που ετίθετο για προώθηση και ανάπτυξη του νησιού σε διεθνές επιχειρηματικό κέντρο και ειδικότερα σε κέντρο προσφοράς υπηρεσιών. Βέβαια, η επίτευξη αυτού του στόχου, μεταξύ άλλων, προϋπέθετε την εξασφάλιση ενός καθεστώτος που θα ευνοούσε την   παρουσία και ανάπτυξη του τομέα των υπεράκτιων εταιρειών μετά την ένταξη, εγρήγορση για παρακολούθηση και επίλυση των προβλημάτων που θα αναφύονταν στην πορεία και συνεχή βελτίωση της υποδομής που σχετίζεται με τη λειτουργία των υπεράκτιων εταιρειών.  

 

Βασική επιδίωξη της Κυβέρνησης ήταν η εξεύρεση κάποιας διευθέτησης ώστε οι υπεράκτιες εταιρείες να παραμείνουν στην Κύπρο και να συνεχίσουν την εδώ λειτουργία τους και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αρχικές σκέψεις ήταν να ζητηθεί από την Ε.Ε. η έγκριση εξασφάλισης ορισμένων προνομίων για τις εταιρείες αυτές και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Το ίδιο ζητούσαν και ορισμένες άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο κ.ά. Όμως μετά από σοβαρή μελέτη του θέματος και την εκτίμηση της γενικότερης κατάστασης εκρίθη ότι η λύση της εξασφάλισης προνομίων για τις υπεράκτιες εταιρείες θα ήταν πολύ δύσκολη για διάφορους λόγους. Έτσι, η λύση στο πρόβλημα δόθηκε με τη φορολογική μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε την 1η Ιανουαρίου 2003.

 

Με βάση τη νέα αυτή μεταρρύθμιση η φορολογία των εταιρειών μειώθηκε στο 10% και αυτή ισχύει το ίδιο για όλες τις εταιρείες κυπριακές ή ξένες (αλλοδαπές). Με την καθολική ισχύ του νέου αυτού χαμηλού ποσοστού για όλες τις εταιρείες, πρακτικά από φορολογική άποψη, καταργήθηκε ο διαχωρισμός των εταιρειών σε κυπριακές και μη κυπριακές. Επιπλέον του 10% που καταβάλλεται ως φόρος εισοδήματος, οι κυπριακές επιχειρήσεις υποχρεούνται και στην καταβολή επιβάρυνσης ακόμη 10% ως εισφορά για την Άμυνα.

 

Ο Νόμος φορολογικής μεταρρύθμισης του 2003 έδωσε το δικαίωμα σε όλες τις εταιρείες που μέχρι τότε θεωρούνταν υπεράκτιες, να επιλέξουν αν ήθελαν να συνεχίσουν να φορολογούνται για δύο ακόμη χρόνια, δηλαδή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2005, με το παλαιό σύστημα ή να φορολογούνται με το νέο. Η φορολογική μεταρρύθμιση έγινε δεκτή από την  Ε.Ε. και έτσι ουσιαστικά καταργήθηκε στην πράξη ο όρος υπεράκτια εταιρεία. Έτσι, όλες οι εταιρείες που υπάρχουν σήμερα στην Κύπρο είναι εγγεγραμμένες στον Έφορο Εταιρειών και θεωρούνται κυπριακές. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η διευθέτηση που έγινε με τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2003 ήταν μια καλή λύση, επειδή διασφάλιζε τα συμφέροντα των ξένων, υπεράκτιων μέχρι τότε εταιρειών, οι οποίες, αν και δεν ονομάζονται πλέον υπεράκτιες εταιρείες, κατά τη συντριπτική πλειοψηφία τους παρέμειναν στην Κύπρο και συνεχίζουν να λειτουργούν με όλα τα θετικά συνεπακόλουθα για την κυπριακή οικονομία.

 

Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι ο όρος υπεράκτια εταιρεία μετά τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2003 και την  ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 και την κατάργηση του περί ελέγχου συναλλάγματος Νόμου, όλες οι μέχρι τότε ονομαζόμενες υπεράκτιες εταιρείες, με την έννοια ότι ασχολούνταν με δραστηριότητες εκτός Κύπρου και τύγχαναν ειδικής φορολογικής μεταχείρισης, θεωρούνται πλέον ημεδαπές. Ως εκ τούτου καμιά αρμόδια υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν τηρεί οποιαδήποτε στατιστικά ή άλλα στοιχεία για εταιρείες με την ονομασία υπεράκτιες εταιρείες.

 

ΧΡΙΣΤΟΣ   Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ