Γλυπτική

Νεότερη και σύγχρονη κυπριακή γλυπτική:

Image

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα γλυπτά έργα που παρίσταναν θεότητες των ειδωλολατρών ή και κοσμούσαν ειδωλολατρικούς ναούς, ιερά άλση, δημόσιους χώρους και δημόσια κτίρια, βρέθηκαν υπό σκληρό διωγμό. Πάρα πολλά τέτοια έργα τέχνης καταστράφηκαν, και τα περισσότερα από όσα ανευρίσκει σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη είναι μισοκατεστραμμένα και, κυρίως, με κομμένα τα κεφάλια, τα γεννητικά όργανα και άλλα μέλη τους. Ο Χριστιανισμός, όπως εξελίχθηκε στην Ανατολή, εκτόπισε σε πολύ μεγάλο βαθμό και τη γλυπτική και τους γλύπτες, με αποτέλεσμα η τέχνη αυτή να περιπέσει σε μαρασμό. Οι χριστιανικοί ναοί διακοσμήθηκαν όχι με γλυπτά έργα όπως οι ειδωλολατρικοί, αλλά κυρίως με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, και αργότερα με εικόνες φορητές. Γεννήθηκε τότε η Βυζαντινή τέχνη, στα αυστηρά πλαίσια της οποίας η τέχνη της γλυπτικής δεν είχε σημαντικό και πρωτεύοντα ρόλο.

 

Αντίθετα, στη χριστιανική Ευρώπη οι ναοί εξακολούθησαν να διακοσμούνται με γλυπτές παραστάσεις, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Η Ρωμανική τέχνη, που άκμασε στην Ευρώπη κατά την εποχή που ακολούθησε την ακμή και την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, περιλαμβάνει και τη Ρωμανική γλυπτική που εκφράζεται κυρίως με τη γλυπτική διακόσμηση των θυρών, των κιονόκρανων και των διαζωμάτων των χριστιανικών ναών. Η Γοτθική τέχνη, που διαδέχθηκε τη Ρωμανική από τον 13ο αιώνα, διακρίνεται και για την πλούσια εξωτερική και εσωτερική γλυπτική διακόσμηση των μεγάλων καθεδρικών ναών και άλλων εκκλησιών, και για την πλήρωσή τους με αγάλματα και ανάγλυφα που παριστάνουν βιβλικές μορφές και σκηνές.

 

Στην Κύπρο δεν έχουν σωθεί αξιόλογα δείγματα Γοτθικής γλυπτικής. Οι μεγάλοι καθεδρικοί ναοί της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία και του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο, καθώς και διάφορα άλλα μνημεία της εποχής της Φραγκοκρατίας, εκτός από τον εξωτερικό γλυπτό τους διάκοσμο θα πρέπει να έχασαν τον εσωτερικό τους διά- κοσμο αμέσως μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους, το 1570/71, οπότε μετατράπηκαν σε μωαμεθανικά τεμένη. Άλλα γνωστά, από γραπτές και περιγραφικές μαρτυρίες, κτίρια της ίδιας περιόδου, όπως για παράδειγμα το ανάκτορο των Λουζινιανών βασιλιάδων στη Λευκωσία καθώς και διάφορα μοναστήρια, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από εισβολές και πολέμους ή και από άλλες αιτίες, με αποτέλεσμα να χαθούν και τα διάφορα έργα τέχνης που θα πρέπει να τα κοσμούσαν. Υφίστανται, έτσι, ελάχιστα μόνο δείγματα γλυπτικής τέχνης αυτής της εποχής στην Κύπρο, καθώς και δείγματα γλυπτών ή ανάγλυφων βενετικών συμβόλων που είχαν στηθεί στη σύντομη σχετικά περίοδο κατά την οποία η Κύπρος βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία της Βενετίας.

 

Η εποχή της Τουρκοκρατίας που ακολούθησε, χαρακτηρίζεται από καταστάσεις οι οποίες οδήγησαν την Κύπρο στον μαρασμό και την εξαθλίωση. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν ήταν δυνατό να ανθούν οι τέχνες, συνεπώς ούτε και η γλυπτική. Από την εποχή αυτή μέχρι και τα εντελώς σύγχρονα χρόνια, στον τομέα της γλυπτικής βρίσκουμε στην Κύπρο έργα λαϊκών καλλιτεχνών, που δημιουργούν εργαζόμενοι και κατεργαζόμενοι κυρίως το ξύλο και την πέτρα. Οι λαϊκοί αυτοί τεχνίτες κατέλιπαν μερικά αξιόλογα δείγματα λαϊκής ξυλογλυπτικής, όπως οι διάκοσμοι σε σεντούκια και άλλα έπιπλα, σε εξωτερικές θύρες και παράθυρα, σε τέμπλα εκκλησιών, σε άμβωνες κλπ. Το σκάλισμα της πέτρας εξάλλου, είναι ένας τομέας στον οποίο εργάστηκε ο Κύπριος λαϊκός καλλιτέχνης και τεχνίτης, που ωστόσο δεν ήταν δυνατό να δώσει ιδιαίτερα σημαντικά και εντυπωσιακά έργα τέχνης εξαιτίας κυρίως των συνθηκών που επικρατούσαν στο νησί, αφού η τέχνη της γλυπτικής (όπως εξάλλου και οι λοιπές τέχνες) συνδέει την άνθησή της και με την οικονομική ευμάρεια. Σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης, δεν κτίζονται βέβαια μεγάλα και εντυπωσιακά οικοδομήματα, δημόσια ή μη, και φυσικά ούτε και διακοσμούνται με έργα τέχνης, των οποίων η κατασκευή συνεπάγεται και υψηλές δαπάνες. Έτσι ο Κύπριος τεχνίτης που σκαλίζει την πέτρα, περιορίζεται σε γλυπτό πέτρινο διάκοσμο κυρίως των καμπαναριών μερικών εκκλησιών, των θυρών και των παραθύρων με την ανάγλυφη αποτύπωση σχηματοποιημένων ανθέων ή άλλων συμβόλων όπως ο σταυρός, ο δικέφαλος αετός κλπ. Τα ίδια αυτά σύμβολα καθώς και άλλα, απαντώνται και σε ανάγλυφες παραστάσεις σε ξύλο, σε εξωτερικές θύρες και σε ανώφλια.

 

Ο γύψος, επίσης, απετέλεσε αργότερα υλικό για κάποιες ανάγλυφες διακοσμήσεις.

 

Ωραία όσο και πρωτότυπη περίπτωση αποτελεί ο λαϊκός καλλιτέχνης Μιχαήλ Κάσιαλος από την Άσσια (1885- 1974). Ο Κάσιαλος, που άρχισε να ζωγραφίζει σε μεγάλη ηλικία, κατασκεύαζε πιο πριν «αρχαία» έργα γλυπτικής που με ένα δικό του τρόπο κατόρθωνε να τα κάνει να φαίνονται πραγματικά αρχαία, και σαν τέτοια τα πουλούσε σε ξένους τουρίστες!

 

Μέχρι την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητη Δημοκρατία, κι αργότερα ακόμη, μερικά μνημεία, μερικές προτομές ηρώων ή ευεργετών ή και άλλων προσωπικοτήτων του τόπου που στήθηκαν σε διάφορες πόλεις της Κύπρου, καθώς και γλυπτά μνημεία πλουσίων σε νεκροταφεία, είναι έργα κυρίως Ελλαδιτών καλλιτεχνών που είχαν παραγγελθεί και κατασκευαστεί στην Ελλάδα.

 

Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος (1960), όταν παρέστη ανάγκη να στηθούν μνημεία, προτομές και ανδριάντες για τους ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα που είχε μόλις προηγηθεί, παρατηρήθηκε αναβίωση της κυπριακής γλυπτικής χωρίς όμως ικανοποιητικά αποτελέσματα.

 

Η σύγχρονη κυπριακή γλυπτική υπηρετήθηκε από αρκετούς σύγχρονους καλλιτέχνες, όπως (σε αλφαβητική σειρά) ο λαϊκός γλύπτης Κώστας Αργυρού, ο Δημήτρης Γερόκωστας που εργάζεται βασικά με πηλό, ο Θεόδουλος Γρηγορίου, ο Νίκος Δυμιώτης που εργάζεται κυρίως με το μάρμαρο, την πέτρα και τον πηλό, η Μαρία Δωρίτη, που εργάζεται με πηλό και μέταλλα, ο Ανδρέας Ιωακείμ Καϊμάκκης, ο Νίκος Κοτζιαμάνης που ζει στο Λονδίνο κατά τα τελευταία χρόνια, ο Γιώργος Κυριάκου (από το 1974 εκτός Κύπρου), ο Δημήτρης Κωνσταντίνου που εργάζεται κυρίως με μέταλλα, ο Άγγελος Μακρίδης (εκτός Κύπρου από το 1974), ο Γιώργος Μαυρογένης που εργάζεται κυρίως με πέτρα, γύψο και πηλό, ο Ανδρέας Σαββίδης που εργάζεται με μέταλλα, γύψο, πηλό και άλλα υλικά, ο Νίκος Θεοδωρίδης Σκαρλάτος (εκτός Κύπρου από το 1950), ο Ανδρέας Φαρμακάς που εργάζεται κυρίως με πηλό, ξύλο και μέταλλα, ο Άντης Χατζηαδάμος που εργάζεται κυρίως με ξύλο.