Αμμόχωστος πόλη

Οθωμανοί

Image

Καθώς πλησίαζε η τουρκική κατάκτηση κι οι απειλές και επιδρομές του εχθρού μεγάλωναν, οι οχυρώσεις και η φρουρά της πόλης της Αμμοχώστου βελτιώνονταν βραδύτατα και με δύσκολα κρυπτόμενη απροθυμία και οπισθοδρομήσεις.

Χρονολογικά οι βελτιώσεις και οι ανάγκες είχαν ως εξής:

1. Το 1498 είχε φρουρά 286 άνδρες

2. Το 1500 διαπιστωνόταν η έλλειψη πυροβολητών

3. Το 1510 είχε φρουρά 500 άνδρες, ενώ χρειάζονταν 5.000

4. Το 1515 οι οχυρώσεις είχαν ολοκληρωθεί αλλά ηταν πενιχρά τα οικονομικά των Βενετών για αποτελεσματική άμυνα. Η Φρουρα αποτελείτο από 600 πεζούς  όλοι οι στρατιώτες [=Αλβανοί] γέροι και με παιδιά

5. Το 1517 η άμυνα σύμφωνα με έκθεση του Καπιτάνου της ηταν αδύνατη λόγω έλλειψης μέσων

6. Το 1518 είχε φρουρά 800 στρατιώτες και η πόλη εθεωρείτο  «απόρθητη»)

7. Το 1519 τα τείχη εθεωρούντο «απόρθητα», αλλά οι στρατιώτες απλήρωτοι και δυσαρεστημένοι

8. Το 1520 έγινε και άλλη πρόοδος στις οχυρώσεις, αλλά υπήρχε έλλειψη προμηθειών, υπήρχε δυσαρέσκεια του πληθυσμού των 700 ατόμων, γιατί πλήρωναν για την άμυνα.

9. Το 1521 το φρούριο με βάση τις εκθέσεις ηταν δυνατό, αλλά είχε αδύνατα σημεία στα νησάκια. Υπήρχε δυσαρέσκεια των ανδρών και  αποφυγή χρήσεως Ελλήνων στην άμυνα από έλλειψη εμπιστοσύνης σ' αυτούς

10. Το 1528 μείωση των πεζών από  700 σε  500)

11. Το 1529 η άμυνα της πόλης παρουσιάζει στοιχεία εγκατάλειψης

12. Το 1532 παρουσιάζονται αδυναμίες στελέχωσης  λόγω παντρεμένων στρατιωτών

13. Το 1544 οικοδομείται ο μεγάλος προμαχώνας στην πύλη Λεμεσού)

14. Το 1546 η φρουρά στελεχώνεται από 500 μισθοφόρους Ιταλούς. Διάχυτος ο φόβος περί τουρκικής επιδρομής. Οι οικογένειες τσιγγάνων μεταφέρονται στα προάστια Σπηλιώτισσα και Αγία Νάπα, προχωρά η επιδιόρθωση των οχυρώσεων, ξεκινούν παράλληλες λειτουργίες Λατίνων και Ορθοδόξων στην Αγία Νάπα, στήνεται συστημα με κάρρα για μεταφορά μεσ’ την πόλη.

15. Το 1553 η φρουρά απαρτίζεται από 800 άνδρες, 46 πυροβολητές. Θεσπίζεται η πενταετής υπηρεσία όλων των εθνικοτήτων στον στρατό, εκτός των Ελλήνων, πενιχρά τα μέσα των ιππέων για να τραφούν με τα άλογα τους. Οι οχυρώσεις θεωρούνται δυνατές.

16. Το 1562, πλησιάζει η αποπεράτωση του προμαχώνα Μαρτινέγκο, που άρχισε στα 1560, ωστόσο υπάρχει ανεπάρκεια των οχυρώσεων κατά τον Ασκάνιο Σαβορνιάνο.

17. Το 1567 η Αμμόχωστος θεωρείται omnium urbium fortissima= η πιο οχυρή απ' όλες τις πόλεις [του καιρού της])

18. Το 1570 γόινονται οι τελευταίες σοβαρές  βελτιώσεις από τον Αστόρρε Βαγλιόνε και τον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο, τους γενναίους υπερασπιστές της Αμμοχώστου στη διάρκεια της τουρκικής πολιορκίας. Αυξάνονται οι αποθήκες πολεμοφοδίων και τροφίμων, μεταφέρονται τρόφιμα από τη Μεσαορία και την Καρπασία, καίονται όσες προμήθειες δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στην πόλη - κάστρο. Καταστρέφονται τέλος όλοι οι κήποι στα νότια και μεταφέρεται η ξυλεία στην πόλη.

 

Όταν άρχισε η πολιορκία της Αμμοχώστου, στα μέσα Ιουλίου του 1570, η άμυνά της ήταν σε αξιόλογο επίπεδο, και η καθυστέρηση των Τούρκων στην Αλυκή έδωσε χρόνο στους ηγέτες της για τελικές προετοιμασίες, εξύψωση του ηθικού όλων των τάξεων του λαού (παρά την προηγηθείσα άρνηση των τοπικών ρεκτόρων να δεχθούν την ελευθέρωση των παροίκων όπως πρότεινε η μητροπολιτική κυβέρνηση λίγο πριν), συγκινητική συναδέλφωση πίσω από τα πολιορκημένα πλέον τείχη.

 

Την 1η Αυγούστου 1571 η πόλη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών αποτελώντας ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα του 16ου αιώνα. Υψώνεται λευκή σημαία από τον ίδιο τον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο, αν και δεν συμφωνούσε μ' αυτό. Η επική αντίσταση της πόλης με ελάχιστους υπερασπιστές και τεράστιο πλήθος πολιορκητών συγκλόνισε και ενέπνευσε την Ευρώπη. Η πτώση της Αμμοχώστου σήμαινε και την πλήρη κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς, δεδομένου ότι ολόκληρη η υπόλοιπη Κύπρος είχε ήδη καταληφθεί από τον Ιούλιο-Σεπτέμβριο του 1570.

 

Η εποποιία της ενδεκάμηνης πολιορκίας και «άλωσης» της Αμμοχώστου αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες σελίδες ηρωισμού, αυταπάρνησης και ανώτερου ήθους (των θρυλικών ελεύθερων πολιορκημένων) σε αντιπαράθεση προς ηθική κατάπτωση, παρασπονδία και απανθρωπιά (των «νικητών») στην παγκόσμια ιστορία. Υμνήθηκε στην εποχή της από πλήθος ποιητές και συγγραφείς, και άφησε ανεξάλειπτα ίχνη στη συνείδηση της ανθρωπότητας. (Λεπτομέρειες για την άλωση της Αμμοχώστου, δες εμβόλιμο κείμενο Πολιορκία και άλωση της Αμμοχώστου, 16 Σεπτεμβρίου 1570-5 Αυγούστου 1571).

 

Καθοριστικό για την περαιτέρω παγκύπρια κοινωνικοπολιτική και εθνικοθρησκευτική πορεία του τόπου υπήρξε το φιρμάνι που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1571 στην Κωνσταντινούπολη με ενέργειες αποστολής Αμμοχωστιανών και είχε ισχύ για όλο το νησί κι όχι μόνο την Αμμόχωστο και την γύρω περιοχή. Δυνάμει αυτού απαγορεύτηκε η παρουσία Λατίνων στο νησί, όπου μόνο Έλληνες Ορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι επετράπη να ζουν. Επομένως όσοι Λατίνοι επέζησαν, διάλεξαν είτε την Ορθοδοξία, είτε το Ισλάμ, υποκρινόμενοι και στα δυο, και χρησιμοποιώντας στην αρχή παρατσούκλια ή επώνυμα διαφορετικά από τα πραγματικά ή παραφθορές των πραγματικών για να μη διακρίνονται εύκολα από τους Τούρκους.

 

Πολλοί Αμμοχωστιανοί ευγενείς έφυγαν για τη Δύση, Κρήτη, Επτάνησα, Βενετία, Πόλα της Ίστριας και αλλού. Στην Πόλα στα 1578 ο Αμμοχωστιανός Φραγκίσκος Καλλέργης συνοίκισε 50 οικογένειες Κυπρίων και 50 Ναυπλιέων και Μονεμβασιωτών προσφύγων, ενώ στη Βενετία, κυρίως, στην Πάδουα και αλλού πλείστοι άλλοι ανέπτυξαν πολύπλευρη δράση χωρίς για πολλές δεκαετίες να διακόψουν τους δεσμούς τους προς την Κύπρο, στην οποία προσπαθούν να προκαλέσουν εξεγέρσεις του λαού και των εξισλαμισμένων και εξελληνισμένων ευγενών κατά των Τούρκων, συχνά με επίκεντρο την Αμμόχωστο, το πιο σημαντικό φρούριο του νησιού. Όταν π.χ. στα 1600-1601 γίνονταν προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό με τη βοήθεια της Σαβοΐας, ο πράκτοράς της Φραγκίσκος Ακκίδας ήλθε στην Αμμόχωστο (26 Νιόβρη 1600) όπου συνάντησε τον αρχιεπίσκοπο. Εδώ προφανώς συνεννοήθηκε με τους αρχηγούς του λαϊκού κόμματος Μεμί και Μουσταφά, εξωμότες από το 1570-1571. Οι Μεμί και Μουσταφά ανέλαβαν τώρα να καταλάβουν την Αμμόχωστο για λογαριασμό του δούκα, ο οποίος, σύμφωνα προς τις διομολογήσεις που τους έστειλε, θα τους αποζημίωνε επιστρέφοντάς τους τις περιουσίες τους, τις οποίες φαίνεται ότι (αν και τούρκεψαν) είχαν στερηθεί μερικώς στα 1571, και θα διόριζε τον θείο τους μοναχό Παρθένιο στην πρώτη κενή ορθόδοξη έδρα επισκόπου στο νησί, σε περίπτωση ανακατάληψης της Κύπρου από αυτόν. Οι Μεμί και Μουσταφά πρέπει να ήσαν Αμμοχωστιανοί που γνώριζαν καλά την τοπογραφία της πόλης τους, ώστε να μπορέσουν να υποσχεθούν κατάληψή της. Ο δούκας θα φρόντιζε επίσης για την επανεισδοχή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία φαίνεται ότι ανήκαν προ του 1570, ίσως όντας εξελληνισμένοι Φράγκοι από επιγαμίες με Έλληνες, ή από τη γνωστή δυνατή επίδραση της Ορθοδοξίας επάνω τους στα προ του 1570 χρόνια.

 

Στα 1605 συναντούμε έναν Παρθένιο επίσκοπο Κερύνειας, που φαίνεται ότι δεν ήταν άλλος από τον θείο των δυο εξωμοτών, ο οποίος προήχθη στη θέση αυτή χωρίς τη βοήθεια της Σαβοϊας, αλλά με τη συμβολή των ισχυρών συνεργατών τους Τούρκων της Κύπρου. Επειδή λίγες μέρες πριν από την άλωση της Αμμοχώστου (1 Αυγούστου 1571) πολλοί Ιταλοί βγήκαν από την πόλη, παρεδόθησαν και «τούρκεψαν», θεωρούμε πιθανό ότι οι δυο εξωμότες ανήκαν στην ομάδα αυτή. Κατά μακρά παράδοση της Αθηένου, οι εξέχουσες οικογένειές της είναι απόγονοι Αμμοχωστιανών ευγενών, που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά την παράδοση της πόλης τους και ασκούσαν το επάγγελμα του μουλάρη και του αγωγιάτη, ενώ στη γειτονική Λουρουτζίνα εγκαταστάθηκαν μερικοί από τους εξισλαμισθέντες Αμμοχωστιανούς κ.ά.

 

Κατά τον Φεβρουάριο του 1572, όταν ένας στόλος εθεάθη στα ανοιχτά της Αμμοχώστου, οι «Τούρκοι» της πόλης τον εξέλαβαν για χριστιανικό, και για να σωθούν έκαμαν σύμβαση με τους «Κυπρίους», δηλαδή τους Έλληνες και τους εξελληνισμένους Φράγκους συμπολίτες τους, φόρεσαν κυπριακές στολές και άρχισαν να φεύγουν στη Λευκωσία. Προφανώς οι «Τούρκοι» αυτοί ήσαν εξισλαμισμένοι επιφανειακά Χριστιανοί της Αμμοχώστου. Ανάμεσα στους Έλληνες Αμμοχωστιανούς που επέζησαν των σφαγών ήταν ο Ματτέο Γκόλφι, που μετέσχε της αποστολής στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1571. Λίγο πριν από την παράδοση της Αμμοχώστου είχε απευθύνει έκκληση εκ μέρους του λαού της πόλης προς τους αρχηγούς της αντίστασης να αποφασίσουν να παραδοθούν. Την 1η Αυγούστου 1571 ο Γκόλφι είχε σταλεί ως όμηρος μαζί με τον κόμητα Χέρκουλες Μαρτινέγκο στον αρχιστράτηγο Λαλά Μουσταφά. Ο Χέρκουλες Μαρτινέγκο όμως στις 25 Αυγούστου 1571 εξισλαμίσθηκε, έγινε Μεχμέτ και πήρε ετήσια φεουδαλική πρόσοδο 20.000 ασημένια άσπρα. Παρόμοιες περιπτώσεις Αμμοχωστιανών αναφέρονται και σε άλλες ημερομηνίες κατά το 1571. Απεναντίας όπως ο Γκόλφι και πολλοί άλλοι Έλληνες, και ο ηρωικός Αμμοχωστιανός Έλληνας μαχητής της ενδεκάμηνης αντίστασης, ο ατρόμητος Μαρμαράς, επέζησε των σφαγών, παρά την φήμη που είχε αποκτήσει στις μάχες και τον τρόμο που σαν άλλος Κολοκοτρώνης σκόρπιζε στους πολιορκητές, ακόμη και μόνο με την βροντώδη φωνή του και το τεράστιο σώμα του. Στα 1584 ο Σταμάτιος Δονάτος, Κύπριος από το Situni (=Κίτιο;) αφηγήθηκε στον Μαρτίνο Κρούσιο (Martinus Crusius, Turcograecia, 1584) ότι ζούσε ακόμη τότε στην Αμμόχωστο (Virum Famagustae etiamnum vivere, nomine Μαρμαρά, magno corpore...). Ίσως είναι η ανοχή αυτού του γιγάντιου Έλληνα πολεμιστή από τους Τούρκους (που τόσο ανήθικα παρασπόνδησαν έναντι στους Λατίνους συναγωνιστές του ήρωες της Αμμοχωστιανής αντίστασης Βαγλιόνε, Βραγαδίνο κλπ.) δείγμα σεβασμού προς ένα μεγάλο παλληκάρι ή μάλλον πολιτική πράξη διχασμού των δυο ομάδων Χριστιανών, των Λατίνων και των Ορθοδόξων.

 

Στα 1590 μια άλλη σχεδιαζόμενη από Κυπρίους, ειδικά από τον Μάρκο Μέμμο από την Πάφο, εξέγερση κατά των Τούρκων, θα άρχιζε από την Αμμόχωστο, που ο ίδιος προσφερόταν να την καταλάβει με δύναμη 200 Ιταλών και 50 Κυπρίων, και ένα εμπορικό πλοίο! Μετά τη μυστική κίνηση του 1600-1601, στα 1607 οι Φλωρεντινοί οργάνωσαν απελευθερωτική εκστρατεία με 2.200 άνδρες (κατά μία πηγή 5.000), 8 γαλέρες και 5 (ή 9) γαλλιόνια στην Κύπρο, υπολογίζοντας κυρίως στην Αμμόχωστο, όπου 6.000 Έλληνες, που τους είχε ανατεθεί από τους Τούρκους η υπεράσπιση του φρουρίου της, θα εξεγείρονταν και θα υποστήριζαν την φλωρεντινή επιχείρηση. Η επιχείρηση απέτυχε ακριβώς διότι οι Έλληνες «υπερασπιστές» της Αμμοχώστου δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν το μέρος του σχεδίου που τους είχε ανατεθεί, πιθανώς γιατί λίγο πριν εισπλεύσουν οι Φλωρεντινοί (24 Μαΐου), έφθασαν στο κάστρο της Αμμοχώστου ενισχύσεις 400 γενιτσάρων, που έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα επίκαιρα στρατηγικά σημεία του. Στα χρόνια αυτά η τουρκική φρουρά της Αμμοχώστου δεν ξεπερνούσε τους 600 ή 800 άνδρες, γιατί οι Τούρκοι επίσημοι υπολόγιζαν και στην αμυντική στρατιωτική βοήθεια των Κυπρίων Αμμοχωστιανών, μη έχοντας αρκετά ακόμη συνειδητοποιήσει την αυξανόμενη δυσαρέσκειά τους, που μαρτυρείται σε πλήθος κείμενα της εποχής. Σε έγγραφο του Αμμοχωστιανού κατοίκου Βενετίας, Μασσιμιλιάνο Τρόνκο, «υπηρέτη» του εξέχοντος Κυπρο-Κερκυραίου δικηγόρου και τραπεζίτη Θωμά Φλαγγίνη, προς τον πάπα, του 1607-1608, σημειώνεται ότι η απόβαση στην Αμμόχωστο σε ενδεχόμενη επιχείρηση, πρέπει να γίνει στον Άγιο Νικόλαο, από όπου πρέπει να κανονιοβοληθεί η πύλη, οπότε το κάστρο θα παραδοθεί. Η φρουρά της πόλης δεν αναφέρεται, αλλά από διάφορους υπολογισμούς (σύγκριση προς τον συνολικό αριθμό της φρουράς του νησιού κλπ.) πρέπει να υπολογισθεί σε κλάσμα των 1.950 ή 1.400 ανδρών. Σε άλλο κείμενο του Τρόνκο (που είχε δει την φλωρεντινή επιχείρηση του 1607), έκκληση προς τον μεγάλο δούκα της Τοσκάνης στα 1608, αναφέρονται ως φρουρά της πόλης τότε 200 ιππείς (=σπαχήδες) και 200 πεζοί (=γενίτσαροι), οι μισοί της Λευκωσίας.

 

Σε έγγραφο ανωνύμου της 20 Οκτωβρίου 1609 αναφέρεται πάλι η Αμμόχωστος σαν το μόνο μέρος της Κύπρου που θα μπορούσε να προβάλει αντίσταση σε ενδεχόμενη δυτική επιχείρηση. Τα ίδια λέγει ο Τρόνκι στα 1628, τονίζοντας ότι η κατάληψη της πόλης θα σήμαινε βέβαιη κατάληψη όλης της Κύπρου, ενώ στα 1607-1608 θεωρεί αναγκαία την κατάληψη και της Λευκωσίας, της Πάφου, της Λεμεσού, της Αλυκής και της Κερύνειας, για να ολοκληρωθεί η κυριαρχία ενός επιτιθεμένου στην Κύπρο. Η φροντίδα του δούκα του Νεβέρ στα 1617-1618 για την Αμμόχωστο, καθώς ετοιμάζει εξέγερση της Ανατολής (Λιβάνου, Αρχιπελάγους, Κύπρου κλπ.) είναι, εκτός του αριθμού της φρουράς της, αν η τάφρος της είχε γλυκό νερό, η κατάσταση των τειχών της —αν επισκευάστηκαν ή όχι— και του λιμανιού της, κι αν στα όρη του βορρά [=του Πενταδάκτυλου] υπήρχαν Χριστιανοί ανυπότακτοι στους Τούρκους κυριάρχους ακόμη, αρνούμενοι να πληρώσουν φόρους. Οι μαχητές αυτοί των βορείων ορέων, γνωστοί και από άλλες σύγχρονες πηγές, δρούσαν σε συνδυασμό προς τους μαχητές των πόλεων, όπως η Αμμόχωστος, υπό τις οδηγίες των ηγετών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αρκετοί ήσαν τότε ακόμη εξελληνισμένοι παλαιοί ευγενείς, συνεργαζόμενοι μυστικά προς τους Κυπρίους της Δύσεως και τους «εξισλαμισμένους» αδελφούς τους στο νησί. Στεκόμεθα από την Πάφο να πάγει ως το Καρπάσι χιλιάδες χριστιανοί [μαχητές] δέκα, και θέλομε άρματα, γράφει την ίδια περίπου εποχή ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στον δούκα της Σαβοΐας, αναφερόμενος στην εξέγερση του Βιττόριου Ζεπετού, που φαίνεται ότι έγινε στη βόρεια οροσειρά στα 1606-1611 και ύστερα, προκαλώντας κύματα παιδομαζώματος και αντιποίνων, που οδήγησαν σε μαζικούς εξισλαμισμούς (π.χ. του Κορνόκηπου, του Πλατανιού, της Καμπυλής κλπ.).

 

Οι απόπειρες εξέγερσης συνεχίζονται ως το 1668/9. Οι άοπλοι Χριστιανοί φρουροί των λόφων και των ακτών (που αναφέρει στα 1668/1670 ο de Barrie, απεσταλμένος του αρχιεπισκόπου Νικηφόρου στην Φλωρεντία) είναι οι αναξιόπιστοι πια μαχητές, στους οποίους οι Τούρκοι δεν εμπιστεύονται τώρα τα κάστρα όπως η Αμμόχωστος —τα φρουρούν οι ίδιοι— και τους απαγορεύουν την οπλοφορία, με ποινή θανάτου.

 

Παρόλα αυτά είναι χαρακτηριστικό ότι στο γυναικείο, τότε, μοναστήρι της Αγίας Νάπας μαρτυρείται (στις 13 μέχρι 16 Σεπτ. 1625) μεικτό πανηγύρι Ελλήνων και «Τούρκων», πιθανότατα αρνησίθρησκων Χριστιανών της περιοχής, που έπαιζαν, χόρευαν, έπιναν, διασκέδαζαν. Μαρτυρείται επίσης λειτουργία ορθόδοξη, που μπορούσε να ακολουθηθεί από λατινική, εφόσον βρισκόταν ιερέας Καθολικός, σε ειδικό αλτάριο που βρισκόταν σε μια γωνιά στο σπήλαιο. Η πηγή γι’ αυτά, ο P. Della Valle, προσθέτει ότι από την Αγία Νάπα εξάγονταν στη Βενετία και αλλού, όπως και πριν από το 1570, χιλιάδες συκαλίδια ή beccafichi (πρόκειται προφανώς για αμπελοπούλια) σε ξίδι φυλαγμένα. Το εμπόριο με τη Βενετία επανελήφθη μετά τη συνθήκη ειρήνης της 7 Μαρτίου 1573 μεταξύ Τούρκων και Βενετών, που τερμάτιζε την μεταξύ τους εμπόλεμη κατάσταση. Ο Έλληνας παπάς που λειτουργούσε στη μονή, κατά τον ίδιο, πρέπει να ήταν ο ίδιος ο Ιάκωβος ιερεύς εξ Αμμοχώστου, που στις 4 Οκτ. 1625, είκοσι μέρες μετά το πανηγύρι αυτό βάπτισε τον Ιερώνυμο, γιο του Ματθαίου Κιγάλα, τον γνωστό μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιλαρίωνα Κιγάλα εις το μοναστήριον αγίας Νάπας, κοντράδαν Αμμοχώστου. Η προτίμηση των δυο αναδόχων, από τους οποίους ο ένας ήταν η «κυρία Χελουή» πρωτοπαπαδιά Βατυλής, και του Ματθαίου για την Αγία Νάπα ως τόπο τελέσεως της βαπτίσεως, σχετίζεται προς παλαιούς δεσμούς των προς το μοναστήρι, από τα πριν το 1570 χρόνια, όταν ήταν λατινική όπως και οι ίδιοι ήσαν Λατίνοι. Οι οικογένειες αυτές λίγο ύστερα και προηγουμένως δρουν μαζί με άλλες κυπριακές οικογένειες ή μη πολύπλευρα στη Βενετία και τη Δύση γενικά, σε τραπεζικές, εμπορικές, εκδοτικές κ.ά. επιχειρήσεις. Από τη Βενετία όπου βρίσκονταν από το 1572-1573 κ.ε. ήλθε η Χελουή (=Λουίζα, Χελουίζα) τέως πρωτοπαπαδιά Βατυλής, χήρα του Georgio di Zorzi Protopapa di Vatili, που είχε πεθάνει γύρω στα 1608, για να βαπτίσει στην Αγία Νάπα τον Ιερώνυμο Κιγάλα! Από τη Βενετία ένας άλλος Κύπριος Τζόρτζης Βραχίμης, που η οικογένειά του μαρτυρείται στη συνοικία Σταυρού Βαρωσίων στα 1754-1760 (κατάστιχο Αρχιεπισκοπής XLIII, σ. 256) κληροδοτεί στην Αγία Νάπα στα 1667 σημαντική δωρεά σε τόκους από καταθέσεις του στην Αυθεντικήν Τζέκκαν (=Κρατική Τράπεζα) της Βενετίας. Από την άλλη μεριά, ο διάδοχος του Γεώργη, Τουμάζος Πρωτοπαπάς Βατυλής, υπογράφει στις 5 Οκτ. 1609 με άλλους Κυπρίους προκρίτους και ιεράρχες έκκληση προς τον δούκα της Σαβοΐας να ελευθερώσει την Κύπρο.

 

Με τη λήξη της εκστρατείας τον Αύγουστο 1571 ορίστηκε από τους κατακτητές η φρουρά της Κύπρου: 1.000 (ως 1.500;) γενίτσαροι και 1.500-2.000 σπαχήδες, ένας σε κάθε χωριό ή συνοικία ή πόλη. Με σειρά οκτώ φιρμανιών από τις 9 Απριλίου 1571 (ήδη στη διάρκεια της εκστρατείας) ως το 1577 (22 Αυγούστου) γίνεται προσπάθεια εποικισμού της Κύπρου με παραγωγικό πληθυσμό αδιακρίτως φυλής και μάλιστα προπάντων χριστιανικού (όπως σαφώς προκύπτει από τα φιρμάνια), από την Ανατολία και την Β. Συρία. Στην Αμμόχωστο ειδικά διετάχθη να εγκατασταθούν Εβραίοι από την Σαφέντ, της Συρίας με τα φιρμάνια της 8 Οκτωβρίου 1576 και της 22 Αυγούστου 1577 και από την Μανσούρα και την Κουνέιτρα της Συρίας με άλλο φιρμάνι της 22 Αυγούστου 1577. Αν και δεν υπάρχει θετική ένδειξη αν έφθασαν πράγματι Εβραίοι από τα πιο πάνω φιρμάνια, από δυο άλλα της 23 Μαΐου 1578 και της 5 Ιανουαρίου 1579 μαθαίνουμε ότι ο σουλτάνος απαγορεύει την εκτόπιση Εβραίων στην Κύπρο από τη στιγμή που ο καδής της Σαφέντ θα έπαιρνε το φιρμάνι αυτό. Άρα εκτόπιση είχε ήδη γίνει σε κάποιο βαθμό, και δεν αποκλείεται Εβραίοι που έφθασαν στην Αμμόχωστο, βέβαια για να την αναπτύξουν εμπορικά με το δαιμόνιό τους, να εγκατεστάθησαν στη μεσαιωνική συνοικία της πόλης Giudeca κοντά στον προμαχώνα της Αγίας Νάπας από τον κοντινό δρόμο που οδηγούσε προς τη γνωστή μονή. Πολύ κοντά ήταν η συνοικία του χρηματιστηρίου της πόλης, η Zecca, προπάντων ελληνική, όπου ελκύσθηκαν φυσικά οι Εβραίοι, ιδίως μετά τη μαζική —ενθαρρυντική για την οικονομική εξέλιξη της— μετοίκησή τους στην Αμμόχωστο από τη Λευκωσία στα 1495, που τους ανέβασε ως το 1563 σε 25 οικογένειες πλουσίων δανειστών με συναγωγή. Παρά την καταστροφή και από την άλωση, δεν αναφέρεται να υπέστησαν οι Εβραίοι της Αμμοχώστου διωγμό ή ζημιές ή εξαφάνιση στη διάρκεια της πολιορκίας ή αμέσως μετά, πράγμα που πρέπει να αποκλεισθεί, αν ληφθεί υπόψιν η επιρροή του Εβραίου Ι. Νασί στον σουλτάνο Σελίμ Β'. Η λήξη της ισχύος των Εβραίων επί Μουράτ Β' (1574-1595) σήμαινε κυρίως περιορισμό τους σε χαμηλότερη βαθμίδα και όχι διωγμό τους, κι αυτό πρέπει να συνέβη και στην Αμμόχωστο για όσους είχαν επιζήσει της πολιορκίας και είχαν έλθει από τη Συρία. Πιθανότερο είναι ότι στα 1573-1574 οι Εβραίοι της Αμμοχώστου είχαν την τύχη των Ελλήνων και άλλων Χριστιανών, πάντως μη Μουσουλμάνων, κατοίκων της, που τους απαγορεύθηκε να ζουν στην εντός των τειχών πόλη-κάστρο και κατέφυγαν στον γύρω κάμπο, την εύφορη πεδιάδα των νοτίων προαστίων, που είδαμε ότι ήσαν εγκαταλειμμένα στα 1394 λόγω του γενουατικού μονοπωλίου.

 

Στα 1598 βρίσκουμε Εβραίους στη Λεμεσό και στα 1625-1630 κάπου 200 μόνο στη Λευκωσία και πουθενά αλλού. Στα 1675 τους βρίσκουμε στην Καρπασία, όπου διεξάγουν εμπόριο με το Χαλέπι και την Αλεξανδρέττα της Συρίας. Αλλά η βραχυχρόνια, όπως φαίνεται, παρουσία Εβραίων στην περιοχή Αμμοχώστου (και Λεμεσού), σε μικρό αριθμό, δεν αρκούσε για την οικονομική της άνθηση, πολύ περισσότερο που η κυρίαρχη φιλοσοφία των Τούρκων κατακτητών ήταν η χρήση της Αμμοχώστου (όπως και της Λευκωσίας, της Λεμεσού, της Λάρνακας, της Πάφου και της Κερύνειας) ως φρουρίων. Η στρατιωτική αυτή προσέγγιση οδήγησε, προφανώς, στην έξωση των Χριστιανών από την πόλη, ακριβώς λίγο μετά την σαφώς αποδειγμένη τον Φεβρουάριο του 1572 αμφίβολη ισλαμική-τουρκική συνείδηση των εξισλαμισμένων Φράγκων της πόλης, και προφανώς εξαιτίας της. Αυτή η στρατιωτική χρήση της Αμμοχώστου φαίνεται ότι οδήγησε και τους Εβραίους της να μετοικήσουν στη Λευκωσία. Παρά την έξωση φαίνεται ότι εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως μητρόπολη ο Ορθόδοξος καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων με τον μικρό πλαϊνό ναό του Αγίου Συμεών, όπου έδρευε ο επίσκοπος Καρπασίας - Αμμοχώστου. Στη διάρκεια της πολιορκίας, ο Έλληνας επίσκοπος της πόλης, που δεν κατονομάζεται, μαζί με τον Λατίνο, προσέφεραν βοήθεια στους πολιορκημένους, με τον εσταυρωμένο στα χέρια. Εξάλλου στα 1572 επίσκοπος Αμμοχώστου ανεδείχθη ένας Κρητικός μοναχός του Αγίου Συμεών και του Αγίου Γεωργίου. Σύγχρονός του ήταν ο πρωτοπαπάς Αμμοχώστου Λαυρέντιος Δαλιφάντης, του οποίου σώζεται ένα Τακτικόν, ενώ από το 1570 ως το 1574 έζησε στην πόλη ο μυρεψός (αρωματοποιός) Γεώργιος Κορφιώτης, που είχε εκεί χανούτιν και έγραφε σημειώσεις και εντυπώσεις από την ζωή του στην Αμμόχωστο, σύγχρονη προς την πολιορκία, «άλωση» και κατοχή της από τους Τούρκους. Ο μυρεψός διακατέχεται από αίσθημα δίκαιης τιμωρίας των Κυπρίων από τον Θεό για τα λάθη τους —το γνωστό σύμπλεγμα ενοχής που τυραννούσε όλη την μεσαιωνική ανθρωπότητα, βυζαντινή και λατινική, που εδώ εφαρμόζεται στην ειδική περίπτωση της Κύπρου και της Αμμοχώστου και θυμίζει τις προφητικές αρές της Σουηδής Αγίας Μπριζίτ δυο αιώνες πριν (1372) κατά της ανηθικότητας των Λουζινιανών και τις δυσοίωνες εκ των υστέρων παρατηρήσεις του Τσέχου Kristof Harant στα 1598 για τις σπατάλες, τις αδικίες και τις αμαρτίες των Κυπρίων, ως αιτία της τιμωρίας τους από τους Τούρκους στα 1571 (Π. Φλουρέντζου, Τα Τσέχικα Οδοιπορικά της Αναγέννησης και η Κύπρος, Λευκ., 1977, σσ. 46-47). Σίγουρα ο Κορφιώτης εκφράζει γενικότερες αντιλήψεις και ψυχολογικές καταστάσεις των Αμμοχωστιανών του καιρού του. Οι αλμυρές παροιμίες που καταγράφει δείχνουν ηθικό κλίμα και επίπεδο παρόμοιο προς εκείνο της Κρήτης, όπως καθρεφτίζεται στα αλμυρά κείμενα του Στέφανου Σαχλίκη. Η γλώσσα του έχει αρκετούς ιταλικούς τύπους, αν και είναι βασικά η κυπριακή διάλεκτος, που την αφομοίωσε, παρόλο που ήταν προφανώς κερκυραϊκής καταγωγής (Κυπρ. Σπουδ., 23, 1959, σσ. 36-38).

 

Από 1592 ως 1606/7 την πραγματική εξουσία στην επισκοπή Αμμοχώστου ασκούσε ο Χριστοφής ή Χριστοφάκης Λογοθέτης (ή Μεγάλος Λογοθέτης Αμμοχώστου) σε εποχή ανωμαλιών στην Εκκλησία του νησιού εξαιτίας των ατασθαλιών του αρχιεπισκόπου Αθανασίου Α'*, μισητού στον λαό. Στα 1599 ο Χρ. Λογοθέτης περιλαμβανόταν στους Κυπρίους προκρίτους και εκκλησιαστικούς ηγέτες που ζήτησαν τη βοήθεια του πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά κατά των απαιτήσεων του πατριάρχη Αντιοχείας Ιωακείμ, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε τις δυσχέρειες της Κύπρου, για να διεκδικήσει έλεγχο και δικαιοδοσία στην Εκκλησία της Κύπρου, παρά το αυτοκέφαλο. Απαντώντας στον Μεγάλο Λογοθέτη Αμμοχώστου (Αύγ. – Σεπτ. 1599) και στην υπόλοιπη Ορθόδοξη κοινότητα της Κύπρου —άρα τον αναγνωρίζει ηγέτη της— ο Μελέτιος γράφει ότι ο Ιωακείμ ισχυριζόταν πως είχε διοριστεί από την Κωνσταντινούπολη δικαστής των Κυπρίων και θα διόρθωνε τα κακώς κείμενα, ζητούσε δε την βοήθεια του Μελετίου προς τούτο. Αν και έχοντας τον τίτλο του οικουμενικού κριτή, ο Μελέτιος δεν θεωρεί την Κύπρο υπαγόμενη στις φροντίδες του και ζητεί από τον Λογοθέτη να απευθυνθούν οι Κύπριοι στον οικουμενικό θρόνο. Στην περαιτέρω εκκλησιαστική αλληλογραφία της εποχής, ο Χρ. Λογοθέτης και ο χριστιανικός πληθυσμός της Αμμοχώστου φέρονται ως παραλήπτες δυο επιστολών του οικουμενικού πατριάρχη Κυρίλλου Λουκάρεως, στον οποίο ο Λογοθέτης είχε παραπονεθεί για κακοποίηση, εξύβριση και ξυλοδαρμό του κλήρου [της πόλης] από ανάξια πρόσωπα. Ο Κύριλλος Λούκαρις απαντά ότι τίποτε καλύτερο δεν μπορούσε να αναμένεται, όταν στους δρόμους της Κύπρου βρίσκονταν επίσκοποι όπως ο Ιάκωβος Ταμασσού και ο Λεόντιος Πάφου, καταχραστές, εχθροί της αλήθειας, καταστροφείς της Εκκλησίας, περιφρονητές της ιερωσύνης κλπ. Ιδιαίτερα ο Κύριλλος αναφέρει κάποιον Κουμή που αποπειράθηκε να σκοτώσει ένα κληρικό σε ναό, προφανώς της Αμμοχώστου, στις υποθέσεις της οποίας φαίνεται επενέβαιναν και οι άλλοι επίσκοποι. Σε άλλο γράμμα του ο Κύριλλος αναφέρει ότι ήλθε στην Κύπρο, όπου κήρυξε πέντε τουλάχιστον φορές από 15 Ιανουαρίου ως 18 Απριλίου 1606, για να αποκαταστήσει την τάξη, της οποίας η ανατροπή οφειλόταν και στην παράνομη εκλογή των αρχιεπισκόπων Αθανασίου και Βενιαμίν, από τους προαναφερθέντες επισκόπους και από τον κακοποιό Μωυσή, Ο τελευταίος πιθανότατα πρέπει να ταυτιστεί με το Μωϋσή επίσκοπο Αμμοχώστου, που στις 5 Οκτωβρίου 1609 υπογράφει έκκληση του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και άλλων τεσσάρων επισκόπων προς τη Σαβοΐα για ελευθέρωση της Κύπρου από τους Τούρκους.

 

Στα 1600 απαντάται ένας Παπαϊωάννης από την Αμμόχωστο, που πρέπει να ανήκε σε ένα από τους Ορθοδόξους ναούς της εντός των τειχών πόλης, που ακόμη τότε στις γιορτές ελειτουργούντο, παρά την απαγόρευση διαμονής των Χριστιανών σ' αυτήν στα 1573-1574, συνεχίζοντας έτσι υπό εντελώς ιδιαίτερη μορφή την ελληνική παρουσία στην πόλη, αν και σε μικρό, ασήμαντο βαθμό, με την πολιτιστική δημιουργία που είχε αναπτυχθεί προ του 1570 (αντιγραφές χειρογράφων σε ναούς, π.χ. του Αποστόλου Ιακώβου, του 14ου αι., της Αγίας Παρασκευής, του 1544 κλπ.). Δεν αποκλείεται ο Αμμοχωστιανός νέος ευγενής Χριστοφής (που γύρω στα 1625/6, μαθητής όντας του ιατροφιλόσοφου Αλοΐσιου Κούτση στο Κίτι, ερωτεύθηκε την κρυπτοχριστιανή Εμινέ στη Λευκωσία, κατά το γνωστό ιστορικό τραγούδι), να ήταν ανεψιός ή εγγονός του Χριστοφή Λογοθέτη της Αμμοχώστου. Το τέλος των δυο ήταν ο θάνατος από τους φανατικούς Τούρκους της Λευκωσίας, το Μουσουλμανιόν.

 

Στα Βαρώσια εκαλλιεργούντο δέντρα καρποφόρα και παράγονταν μετάξι και βαφές, σύμφωνα προς την προαναφερμένη παράδοση, που ανεβίωσε πιθανώς με χρήση σουμακιού ή ερυθροδάνου και ριζαριού. Αλλά η επαφή των «Βαρωσιωτών» Ελλήνων προς την πόλη συνεχίστηκε με τη διατήρηση από αυτούς καταστημάτων σ' αυτήν, όπου διεξήγαν εμπορικές και άλλες εργασίες μόνο στη διάρκεια της ημέρας. Στα 1738 ο R. Pococke, που έμενε σε σπίτι Χριστιανού στο χωριό Merash [=Βαρώσι], διότι οι Χριστιανοί δεν επιτρέπεται να κατοικούν στην πόλη, ψώνιζε ό,τι ήθελε από την πόλη μέσω τρίτου. Το εμπόριο στην Αμμόχωστο ήταν μικρό κι αυτό εξηγεί, κατά τον Pococke, την φθήνεια της. Μόνο εξόριστοι και φυλακισμένοι Χριστιανοί επετρέπετο να ζουν στην εντός των τειχών πόλη, όπως π.χ. ένας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως που είδε εκεί ο Pococke. Μόνο πεζοί μπορούσαν να μπουν και να βγουν από την πόλη οι Χριστιανοί. Ο Pococke διακρίνει την εντός των τειχών Αμμόχωστο, την Famagusta, ή νέα πόλη [=Αρσινόη] από την παλαιά πόλη, την παλαιά Αμμόχωστο, η οποία πρέπει να ήταν η Κωνσταντία, που προφανώς αυτή ή τμήμα της πρωτοπήρε το όνομα Αμμόχωστος. Η τάση διαχωρισμού Ελλήνων και Τούρκων που διαπιστώνει στην Αμμόχωστο και στα Βαρώσια, παρατηρείται από τον ίδιο και σ' άλλα χωριά της επαρχίας και ειδικά στον Άγιο Ανδρόνικο και αλλού. Στα 1812 η απαγόρευση έφιππης εισόδου και διανυκτέρευσης Χριστιανών στην Αμμόχωστο χαλαρώθηκε, έτσι που στα 1815 ο Turner βρήκε τρεις οικογένειες να κατοικούν σ' αυτήν πλάι σ' εκατόν Τούρκους, που ζούσαν σε ερειπωμένα, καταρρέοντα παλάτια που τα επισκευάζουν για να τα κάνουν κατοικήσιμα ...οι δρόμοι μόλις είναι διαβατοί. Και ο Turner έμενε στο Βαρώσι, στο σπίτι του σημαίνοντος Έλληνα [προφανώς εξελληνισμένου Ιταλού] εμπόρου Signor Beneducci, εξαιρετικά φιλόξενου, που του είπε ότι οι Χριστιανοί προτιμούν να ζουν στο Βαρώσι, χωριό εκατόν σπιτιών, όπου κάθε σπίτι έχει κήπο, παρά στην παλαιά πόλη, αν και δεν αποκλείονται από αυτήν. Η κίνηση του λιμανιού περιοριζόταν σε μικρό σχετικά εμπόριο και σε επισκευές (καλαφάτισμα) των πλοίων που έρχονταν εδώ για ασφάλεια τον χειμώνα.

 

Ρητή εγκατάλειψη του Αγίου Συμεών και του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων από την Ορθόδοξη ελληνική κοινότητα δεν αναφέρεται. Στα 1683 ο Άγιος Γεώργιος μαρτυρείται ακέραιος, με τρούλλο, σε σχέδιο του Van Bruyn. Πρέπει, λοιπόν, να ήταν σε χρήση από το 1571 κ.ε. Όμως στα 1735 κατεστράφη από σεισμό, όπως και ο λατινικός Άγιος Νικόλαος, κι αυτό πρέπει να θεωρηθεί το χρονικό όριο εγκατάλειψής του. Η μαρτυρία όμως του Giovanni Mariti ότι στα 1780 οι Έλληνες εξακολουθούσαν να έχουν στην Αμμόχωστο μια εκκλησία, σημαίνει ότι το θρησκευτικό κέντρο των Αμμοχωστιανών — Βαρωσιωτών — Ελλήνων ήταν εκεί, αν και Έλληνες κάτοικοι ακόμη τότε δεν επιτρέπονταν. Ο ναός αυτός θα ήταν είτε ο Άγιος Συμεών που σώθηκε από τον σεισμό ως μικρότερος και ελαφρότερος, είτε ο μικρός βυζαντινός δίκλιτος Άγιος Νικόλαος (που και οι δυο καταστράφηκαν στα 1940-1941 από ιταλικούς βομβαρδισμούς). Αν ο Άγιος Νικόλαος ήταν πράγματι το κέντρο, ο καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων μετά το 1735, αυτό εξηγεί και την ίδια ονομασία του νεότερου, δίκλιτου επίσης, καθεδρικού ναού των Βαρωσίων ως το 1974, που δόθηκε κατ' αναλογία μετά την οριστική εγκατάσταση της έδρας στα Βαρώσια. Το σχήμα του αντιγράφει το δίκλιτο του εντός των τειχών ομώνυμού του. Αυτός ο Άγιος Νικόλαος των Βαρωσίων χωρίς αμφιβολία πρέπει να ταυτισθεί προς τήν ένορίαν ... άϊς Νικόλας, που αναφέρεται σε έγγραφο της 26 Ιανουαρίου 1794. Σύμφωνα με το έγγραφο, εις το χωρίον φαμαγούσταν... ενεταφιάσθη εις το νεκροταφείον των Χριστιανών Ελλήνων, εις την ενορίαν...άϊς Νικόλας, τη συνοδεία δύο Ιερέων Ελλήνων... ο Γάλλος πολίτης Lazar Borel˙ ο ένας από τους παπάδες ήταν ο Γεράσιμος, που τον γνωρίζουμε υπό την ιδιότητα ακριβώς αυτήν στα 1771 - 1778 από το αρχιεπισκοπικό κατάστιχο XLIII, Κατηλληκιού Αμμοχώστου, Άγιος Νικόλαος, σ. 259. Το χωρίον Φαμαγούστα είναι άλλη ονομασία του Βαρωσιού (όπως στα 1668 λέγεται χωρίον αγίου Νικολάου πλησίον της Αμμοχώστου, πόλεως σημαντικής, στον Mas Latrie, Hist. de Chypre, III, σσ. 580-581, βλ. Κ.Π. Κύρρη,   Ίστ. τ. Μ.   Έκπαιδ. Αμμοχ., σσ. 24, 221 -222).

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image