Αμμόχωστος πόλη

 Η διήγηση ενός ανώνυμου λίγο πριν την παράδοση της πόλης

Image

Ένας υπερασπιστής της Αμμοχώστου το 1571 καταγράφει σε ένα ημερολόγιο για την πολιορκία  και παράδοση της Αμμοχώστου, για την αιχμαλωσία του και τέλος την απελευθέρωσή του από τα χέρια των Οθωμανών. Το όνομά του μας είναι άγνωστο και μάλλον δε θα το πληροφορηθούμε ποτέ. Εικάζουμε ότι πρόκειται για  ένα σημαντικό Βενετό ή Ιταλό στρατιωτικό που υπερασπίστηκε την Αμμόχωστο. Αυτό κατά τη γνώμη μας συνάγεται από το γεγονός ότι αφού αιχμαλωτίστηκε φυλακίστηκε από τους Οθωμανούς, όπως ο ίδιος σημειώνει στο ημερολόγιό του,  στον ίδιο πύργο μαζί με άλλους γνωστούς στρατιωτικούς  που είχαν υπερασπιστεί την Κύπρο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο λοχαγός Παύλος del Quasto ή del Vasto και ο  Ιωάννης Θωμάς Costanzo. Πρόκειται για τον  γιο του Σκιπίωνα Costanzo, φεουδάρχη της Αθηένου που έσπευσε να υπερασπιστεί την Κύπρο, τη γη των πατέρων του, και αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς. Ο ανώνυμος συντάκτης του ημερολογίου για την πολιορκία και παράδοση της Αμμοχώστου και τα όσα επακολούθησαν καθώς και οι άλλοι δύο στρατιωτικοί απελευθερώθηκαν αργότερα με λύτρα, τα οποία  είχαν καταβάλει ο πάπας και η Δημοκρατία της Βενετίας.

 

Ο ανώνυμος διηγείται  τα γεγονότα όπως τα βίωσε ο ίδιος,  ωστόσο, όμως  παραλείπει τις άγριες σφαγές που διαπράχθησαν κατ΄εντολή του  Λαλά Μουσταφά  στη σκηνή του όταν επισήμως ο Μαρκαντώνιος Bragadin  και οι άλλοι αξιωματούχοι της πόλης πήγαν να του παραδώσουν τα κλειδιά της Αμμοχώστου  και να αναχωρήσουν  σώοι για την Βενετία. Άλλωστε, οι όροι παράδοσης που είχαν υπογράψει με τους Οθωμανούς αυτά προέβλεπαν. Επίσης,  στο ημερολόγιο δε γίνεται καμιά αναφορά για το φρικτό μαρτύριο του Bragadin και όπως φαίνεται ο ανώνυμος συντάκτης του το έγραφε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του  και δεν επιθυμούσε να κινήσει υποψίες και να βρεθεί σε πιο δυσμενή θέση.

 

Η διήγηση όταν χάθηκαν οι ελπίδες

Στις 14 Ιουλίου 1571, όπως διηγείται, οι Οθωμανοί πυροδότησαν  έναν υπόνομο  προς την πυροβολαρχία της κορτίνας (τμήμα τείχους μεταξύ δύο προμαχώνων) του Ναυστάθμου. Στις 17 Ιουλίου συνέχισε ο εχθρός να βάλλει εναντίον της πόλης και αυτή τη φορά έριξαν δεμάτια  και ξύλα και  έβαλαν φωτιά στην πύλη  της ξηράς των τειχών της Αμμοχώστου, την αποκαλούμενη Πύλη Λεμεσού επειδή έβλεπε προς την κατεύθυνση της εν λόγω πόλης. Δύο ημέρες μετά, στις 19  Ιουλίου, οι εχθροί εισχώρησαν στην ημισέληνο του προμαχώνα Ανδρούτση που ήταν μεταξύ του πύργου   του Κοιμητηρίου και  του πύργου της Ιουδαῑκής ή πύργου, όπως επίσης ονομαζόταν, της Αγίας Νάπας.  Στον πύργο του Ανδρούτση διέμενε ο καπιτάνος του βασιλείου Μαρκαντώνιος Bragadin  και από εκεί υπερασπιζόταν την πόλη. Την ίδια μέρα, δηλαδή στις 19 Ιουλίου 1571, ο ορθόδοξος επίσκοπος  με αρκετούς από τους προύχοντες της πόλης επειδή έβλεπαν ότι  πολύ σύντομα η Αμμόχωστος  θα έπεφτε στα χέρια του εχθρού συνέταξαν ένα έγγραφο προς τον καπιτάνο  Bragadin με κύριο αίτημα την παράδοσή της  με  έντιμους όρους.  Παρεμπιπτόντως  αναφέρουμε ότι ο  ορθόδοξος επίσκοπος της Αμμοχώστου ήταν  ο Μακάριος Αρκολέοντας από την Κρήτη, και πρόκειται ασφαλώς για τον τελευταίο  επί Βενετοκρατίας ορθόδοξο επίσκοπο, του οποίου η εκλογή επικυρώθηκε από τον δόγη ενώ ήδη είχε αρχίσει  από τους Οθωμανούς η πολιορκία της πόλης.   Όταν ο ορθόδοξος επίσκοπος είχε αντιληφθεί και κατανοήσει όπως και όλοι  οι  Αμμοχωστιανοί  ότι η πόλη  βρισκόταν στα έσχατα  και ότι δεν υπήρχαν ελπίδες  να φθάσουν ενισχύσεις  από τη Δύση,  μαζί με εκπροσώπους της πόλης υπέβαλαν το αίτημά τους στον καπιτάνο του βασιλείου.

 

Στην πόλη, όπως ανέφεραν στο αίτημά τους δεν υπήρχαν τρόφιμα, ούτε πυρίτιδα, ούτε στρατιώτες να την υπερασπιστούν  γι΄αυτό επιθυμούσαν  να παραδοθεί η πόλη με έντιμους όρους, προτού αντικρίσουν την πλήρη καταστροφή της. Τα τείχη είχαν υποστεί από τις επιθέσεις μεγάλες φθορές και οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν φονευθεί  και δεν υπήρχαν παρά μόνο διακόσιοι  στρατιώτες για να την υπερασπιστούν. Οι εχθροί γέμισαν με χώμα την τάφρο και από εκεί έβαλλαν κατά των υπερασπιστών που δεν ήταν καλυμμένοι  με τα αρκεβούζιά τους,  που μετατρέπονταν σε στηθαία και χαρακώματα για την άμυνα της πόλης. Ο Μαρκαντώνιος Bragadin γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε άλλη λύση παρά η παράδοση της πόλης με έντιμους όρους φανερά συγκινημένος κάλεσε τον ιεράρχη των ορθοδόξων και   τους εκπροσώπους της πόλης, που του υπέβαλαν το αίτημα να έλθουν την επομένη για να τελέσει ο επίσκοπος τη Θεία Λειτουργία  του Αγίου Πνεύματος και ότι θα έδινε και απάντηση στο αίτημά τους.

 

Την επομένη, στις 20 Ιουλίου  το πρωί, ο ορθόδοξος επίσκοπος της πόλης Μακάριος Αρκολέοντας με τους αξιωματούχους της πόλης έφθασε στον πύργο του Ανδρούτση όπου εκεί διέμενε ο καπιτάνος Μαρκαντώνιος Bragadin και  υπερασπιζόταν  από αυτό το σημείο της οχύρωσης την πόλη. Εκεί, ετοιμάστηκε μια Αγία Τράπεζα και ο επίσκοπος άρχισε τη λειτουργία στην παρουσία των αρχόντων της πόλης  και των στρατιωτικών διοικητών. Στη μέση της λειτουργίας ο Μαρκαντώνιος Bragadin  γονάτισε μπροστά στον εσταυρωμένο και με δάκρυα στα μάτια  έκανε μια θερμότατη δέηση  ευχαριστώντας τον φιλεύσπλαχνο Θεό  και τον έντιμο λαό της Αμμοχώστου  που τόση πίστη και αφοσίωση επέδειξε στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και υπερασπίστηκε και συνεχίζει να υπερασπίζεται γενναία την πόλη. Ο Bragadin παρακάλεσε τον επίσκοπο και τους εκπροσώπους της πόλης να αναμένουν ακόμη  δεκαπέντε ημέρες ελπίζοντας ότι θα έφθαναν ενισχύσεις, αλλά όταν θα εξέπνεε το χρονικό όριο που έθεσε χωρίς να υπάρχουν καλές ειδήσεις, τότε θα έκανε τις διαβουλεύσεις με τον εχθρό για την παράδοση με έντιμους όρους της πόλης. Ο καπιτάνος παρακάλεσε τον κόσμο  να μην επιτρέψει να τον εγκαταλείψει η ελπίδα και η ανδρεία και ο ίδιος δήλωσε ότι υπερασπίζεται την πόλη από το πιο επικίνδυνο σημείο των τειχών και ευχόταν να πέσει μαζί με τους άνδρες του  αμυνόμενος τη σπουδαία αυτή πόλη. Στη συνέχεια μίλησε επίσης με θερμά λόγια  στην ομήγυρη ο στρατιωτικός διοικητής Έκτορας Baglione. Οι προσευχές και τα δάκρυα, επίσης, του Βενετού καπιτάνου Πάφου Λαυρέντιου Tiepolo   είχαν προκαλέσει τη συγκίνηση των παρευρισκομένων. Ο ορθόδοξος επίσκοπος διαβεβαίωσε τον Bragadin ότι μπορούσαν να αναμένουν την απόφασή του για παράδοση της πόλης και περισσότερες από δεκαπέντε ημέρες, εάν το φρούριο ήταν σε κατάσταση ώστε να προσφέρει άμυνα στην πόλη. Επίσης ο ιεράρχης δήλωσε στον καπιτάνο του βασιλείου ότι είχαν αντιληφθεί και είχαν τεκμήρια για την ανδρεία τη δική του όσο και των άλλων Βενετών αξιωματούχων. Τέλος, ο ανώνυμος συντάκτης αναφέρει πως  μερικοί έσπευσαν σε κάποιες κατοικίες Αμμοχωστιανών για να βρουν έστω λίγα τρόφιμα για τους στρατιώτες ενώ άλλοι πήγαν στο νοσοκομείο της πόλης για να προσφέρουν βοήθεια στους πληγωμένους.

 

 Το σφυροκόπημα  των εχθρών κατά της πόλης συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες και στις 21 Ιουλίου κατόρθωσαν  να διαρρήξουν την πύλη εξόδου, στον πύργο της Ιουδαῑκής ή Αγίας Νάπας, αλλά ευτυχώς οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να τους εκδιώξουν ενώ κάποιους τους φόνευσαν. Τέσσερις μέρες αργότερα οι εχθροί τοποθέτησαν  ένα πυροβόλο στο Rivellino, δηλαδή στο σφηνοειδές προμεσοτείχισμα, για να πλήττουν την πύλη της ξηράς. Στις 29 Ιουλίου έγινε μια σφοδρή επίθεση κατά της πόλης με την πυροδότηση  πέντε υπονόμων.  Πυροδότησαν  πριν το μεσημέρι εκείνης της ημέρας πρώτα ένα υπόνομο προς τον πύργο του Ναυστάθμου. Μετά έκαναν γενική επίθεση  με όλες τις κανονιοστοιχίες  και κατά το μεσημέρι  έβαλαν φωτιά σε τρεις υπονόμους και σε έναν άλλο και  η επίθεση έγινε  ακόμη πιο άγρια και διήρκεσε όλη την ημέρα. Στις 30 Ιουλίου οι εχθροί έκαναν επίσης γενική επίθεση αλλά αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες  δικών τους αλλά χάθηκαν και πολλοί υπερασπιστές της πόλης.

Τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά σώθηκαν και η ελπίδα έπαψε να υπάρχει για άφιξη ενισχύσεων από τη Δύση. Δεν έμενε παρά μια συνθηκολόγηση με έντιμους όρους. Κατά την πρώτη Αυγούστου 1571 οι πολιορκημένοι ύψωσαν σημαίες ανακωχής και έγιναν διαπραγματεύσεις  για την παράδοση της πόλης που αντιστάθηκε για ένα χρόνο στις ορδές των Οθωμανών. Κανείς, ωστόσο, δεν ανέμενε πού και πώς  θα κατέληγε τελικά η παράδοση της πόλης που ήταν, όπως χαρακτηρίζεται στις βενετικές πηγές, «Κλειδί του βασιλείου». Και όπως αναφέρεται στον «Θρήνο της Κύπρου» ήταν

                            «… της Βενετιάς κλειδί  της Κύπρου ανοικτάρι

                                 του τόπου ήταν φλάμπουρο  και του νησιού σταντάρι».

 

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ