Βαφική τέχνη

Image

Στην Κύπρο γνώρισε παλαιότερα ιδιαίτερη ανάπτυξη η βαφική τέχνη γιατί ήταν δύσκολο να εισαχθούν βαφές από το εξωτερικό και έτσι έπρεπε τα πάντα να γίνουν στο νησί. Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκαν οι ντόπιες πρώτες ύλες, κυρίως φυτά, για την κατασκευή βαφών. Η βαφική τέχνη στο νησί άρχισε να παρακμάζει στις αρχές του αιώνα μας, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την ανώτερη σύγχρονη τεχνολογία.

 

Πρώτη ύλη βαφής ήταν το ριζάρι που καλλιεργήθηκε πλατιά, γιατί έδινε κόκκινο χρώμα και αποτελούσε ιδεώδη βαφή για τα βαμβακερά. Η καλλιέργειά του ήταν πολύ διαδεδομένη στη Σαλαμίνα, Μόρφου, Κίτι και Πύλα. Για να γίνει το χρώμα πιο λαμπερό και στερεό, στη βαφή από ριζάρι τοποθετούσαν και αίμα βοδιού.

 

Άλλη βαφή που χρησιμοποιήθηκε στο Μεσαίωνα ήταν αυτή που έβγαινε από τους σπόρους της περνιάς (δασικός θάμνος) που έδινε το χρυσαφί χρώμα.

 

Η χεννά είναι φυτό που ευδοκιμεί σ' όλη την Κύπρο και από τα φύλλα του έβγαζαν βαφή ενώ από τα άνθη του αρωματικό λάδι.

 

Τον 18ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε η βαφή από χέμενη που μάζευαν από τις αμμουδερές παραλίες της Λεμεσού και της Χρυσοχούς. Χρησίμευε για μάλλινα υφάσματα.

 

Επίσης χρησιμοποιήθηκε η σκούρα κίτρινη βαφή από τους σπόρους του κεχριού (που εισάγονταν από την Ανατολή) και ήταν κατάλληλη για τις αλατζ’ιές και τα βαμβακερά νήματα.

 

Το ρούδι χρησιμοποιήθηκε σαν βαφικό κυρίως για τις μαντήλες, γιατί με το βράσιμο έδινε κίτρινο χρώμα. Σ' αυτό πρόσθεταν καλαγκάθι (θειικό σίδηρο) ώστε να πετύχουν γκρίζα και μαύρη βαφή.

 

Στο Κοιλάνι οι γυναίκες (σιαλάρενες) χρησιμοποιούσαν τα φύλλα του χρυσόξυλου που είναι συγγενικό με το ρούδι για να δημιουργήσουν κίτρινη και χρυσαφιά βαφή. Για τη δημιουργία βαφών χρησιμοποιήθηκαν ακόμη κρεμμυδόφυλλα, διάφοροι φελλοί πεύκου, άνθη του σκουρούπαθθου και ροδόφυλλα.

 

Το βάψιμο των νημάτων και των κλωστών γινόταν με την εμβάπτισή τους στη βαφή και το βράσιμό τους. Εκτός από τη βαφική τέχνη των κλωστών αναπτύχθηκε στην Κύπρο και η βαφή με το τύπωμα των ρούχων, και αυτή ήταν αποκλειστική δουλειά των ανδρών, κυρίως της επαρχίας Λευκωσίας.

 

Οι βαφείς των βαμβακερών λέγονταν πασματζήδες. Στη δουλειά τους χρησιμοποιούσαν διάφορα ξύλινα καλούπια με ποικιλόμορφα σχέδια, κυρίως από λουλούδια. Χρησιμοποιούσαν το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο και το μπλε χρώμα. Για να γίνουν τα χρώματα πιο ζωηρά, κατά τη βαφή έπλεναν και σαπούνιζαν το ύφασμα.

 

Μια άλλη κατηγορία βαφέων ήταν οι μαντηλαράδες, δηλαδή εκείνοι που τύπωναν στάμπες στις κουρούκλες.