Επιφάνιος αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου

Image

Κύπριος ιερωμένος, αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου (1881-1908), κατά κόσμον Χαράλαμπος Ματτέου. Γεννήθηκε στη Λεμύθου το 1837. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στον Πρόδρομο από τον θείο της μητέρας του Παπαμάρκον, πατέρα του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β'. Πήγε στα Ιεροσόλυμα το 1845 ύστερα από πρόσκληση του θείου του μητροπολίτη Πέτρας Μελετίου, όπου σπούδασε στη νεοσυσταθείσα τότε Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού. Ήταν προστατευόμενος του Πέτρας Μελετίου ο οποίος στη συνέχεια τον έστειλε να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1855 εκάρη μοναχός. Μετά την αποφοίτησή του από τη Χάλκη χειροτονήθηκε διάκονος και ονομάστηκε Επιφάνιος. Όταν επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα διορίστηκε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού όπου δίδαξε για τρία χρόνια. Στη συνέχεια πήγε για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα, Γερμανία και Ρωσία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο εξωτερικό έμαθε τη λατινική, εβραϊκή, γαλλική, γερμανική και ρωσική γλώσσα. Το 1868 επέστρεψε ξανά στα Ιεροσόλυμα όπου διορίστηκε και πάλι καθηγητής στη Θεολογική Σχολή. Το 1871 χειροτονήθηκε ιερέας και προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη. Το 1872 προήχθη σε συνοδικό μέλος του πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Το 1874 διορίστηκε σχολάρχης της θεολογικής Σχολής αλλά μετά από ένα χρόνο παραιτήθηκε. Δίδαξε εκκλησιαστικό δίκαιο, δογματική θεολογία και ερμηνευτική. Το 1877 απεστάλη από τον πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με δυο άλλους αδελφούς για το θέμα του εκπτώτου πατριάρχη Κυρίλλου. Το 1881 (18 Ιανουάριο) προήχθη από τον πατριάρχη Ιερόθεο σε αρχιεπίσκοπο Ιορδάνου. Από τώρα και στο εξής συνδέεται στενότατα με την Αγιοταφική Αδελφότητα. Το 1883, ύστερα από συνοδική έγκριση, εστάλη στη Ρωσία για να παραλάβει και συνοδεύσει τον τότε εκλεγέντα πατριάρχη Νικόδημο. Το 1884 αρχίζει με πραγματικό ζήλο και μόχθο το έργο της οικοδόμησης της Ιεράς Μονής στη Γαλιλαία. Ξόδευσε τότε αρκετά χρηματικά ποσά για οικοδομές, δενδροφυτείες και περιτοιχίσματα. Το 1893 διορίστηκε πρόεδρος της εφορείας της Θεολογικής Σχολής και το 1900 επίτιμος σχολάρχης. Περιέβαλε με ιδιαίτερη στοργή τη Σχολή η οποία επί των ημερών του γνώρισε μέρες προόδου. Το 1902 διορίστηκε πρόεδρος του ελεγκτικού σώματος και πατριαρχικός επίτροπος.

 

Συνετέλεσε στην εξάπλωση της ελληνικής παιδείας στην Παλαιστίνη και συνέχισε το έργο του θείου του και ευεργέτη του. Τιμήθηκε με παράσημα από τις κυβερνήσεις της Τουρκίας, της Ρωσίας και της Ελλάδας.

 

Μετέφρασε, από τα ρωσικά, έργα του μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετου και άλλα που παραμένουν ανέκδοτα. Πέθανε στις 16 Αυγούστου 1908.