Ισλάμ και Κύπρος

Image

Το ισλάμ δεν εμφανίστηκε στην Κύπρο με την κατάκτησή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1571. Αντίθετα οι σχέσεις της Κύπρου με το γύρω μουσουλμανικό κόσμο χρονολογούνται πολύ ενωρίτερα και συγκεκριμένα από την έναρξη των αραβικών επιδρομών εναντίον του νησιού στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. Οι αραβικές επιδρομές συνεχίστηκαν για τρεις αιώνες, μέχρις ότου ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς το 965 μ.Χ.  απάλλαξε την Κύπρο από την αραβική απειλή και αποκατέστησε δια της βίας των όπλων τη βυζαντινή κυριαρχία.

 

Υπάρχει ασυμφωνία των ιστορικών αναφορικά με το καθεστώς της Κύπρου κατά την πιο πάνω περίοδο. Παρά ταύτα η ιστορική έρευνα τείνει να δεχθεί ότι για κάποιο διάστημα υπήρχε συγκυριαρχία Βυζαντινών και Αράβων στην Κύπρο. Σ’ αυτό το διάστημα υπάρχουν πληροφορίες για μικρής κλίμακας εγκατάσταση Αράβων στο νησί, όχι όμως σε μόνιμη βάση, γιατί άλλαζε διαρκώς χέρια μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Αργότερα οι Λουζινιανοί βασιλιάδες βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση με το γύρω μουσουλμανικό κόσμο, ταυτόχρονα όμως είχαν και εμπορικές σχέσεις με τους μουσουλμάνους. Δεν υπάρχουν αρχαιολογικά τεκμήρια των σχέσεων των μουσουλμανων με την Κύπρο, παρόλο που παραδίδεται ότι τον 8ο αιώνα υπήρχε μουσουλμανικό τέμενος στη Λευκωσία. Άλλη μαρτυρία αναφέρει ότι τζαμί υπήρχε στη Λευκωσία επίσης το 15ο αιώνα, το οποίο καταστράφηκε από το βασιλιά Ιανό αμέσως μετά τη μάχη που έγινε στη Χοιροκοιτία μεταξύ Κυπρίων και Μαμελούκων (1426). Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρεται σε Σαρακηνούς δούλους στην Κύπρο επί Φραγκοκρατίας και σε πολλούς μουσουλμάνους που θα αναχωρούσαν από την Κύπρο μετά τη μάχη της Χοιροκοιτίας. Επίσης ο Γεώργιος Βουστρώνιος αναφέρεται σε κάποιο χριστιανό που έγινε μουσουλμάνος. Φαίνεται όμως ότι μέχριτο 1571 ελάχιστη παρουσία είχε στην Κύπρο.

 

Διαφορετικές ήταν οι συνθήκες μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1571. Η Κύπρος αποτέλεσε τμήμα μιας μουσουλμανικής θεοκρατικής αυτοκρατορίας και πέρασε στη σφαίρα επιρροής του ανατολικού δεσποτισμού. Η εμπέδωση της οθωμανικής κυριαρχίας  στο νησί περιλάμβανε και την εγκατάσταση του μουσουλμανικού θρησκευτικού οργανισμού (βλέπε λήμμα  «Η απονομή της δικαιοσύνης»). Τότε έχουμε και τις απαρχές της δημιουργίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία αποτελέστηκε από μικρό μέρος του εκστρατευτικού σώματος που κατέλαβε την Κύπρο, από χριστιανούς και μουσουλμάνους εποίκους που μεταφέρθηκαν από την Ανατολία, από Λατίνους που αναγκάστηκαν να ασπαστούν το ισλάμ και, κυρίως, από Έλληνες Κυπρίους που αναγκάστηκαν να ασπαστούν το ισλάμ για διάφορους λόγους.

 

Ο αριθμός των μουσουλμάνων δεν ήταν σταθερός σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας., αλλά αυξομοιωνόταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε εποχές κρίσεων αναφέρεται συνήθως αύξηση του αριθμού τους, γιατί πολλοί χριστιανοί προσχωρούσαν στο ισλάμ για να σώσουν τη ζωή τους και την περιουσία τους. Πάντοτε όμως παρέμεναν μειονότητα σε σχέση με τους χριστιανούς. Κατά την πρώτη Βρεττανική απογραφή του πληθυσμού της Κύπρου μετά την αγγλική κατοχή οι Έλληνες Ορθόδοξοι κάτοικοι αποτελούσαν το 73,9% του πληθυσμού, οι μουσουλμάνου το 24,4% και οι Μαρωνίτες, Λατίνοι και Αρμένοι το 1,7%.

 

Το ισλάμ επηρέασε ουσιαστικά τη ζωή των Κυπρίων στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, γιατί ήταν η θρησκεία του κατακτητή, ο οποίος με διάφορους τρόπους επεχείρησε να την επιβάλει, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσεων. Μια από τις τραγικότερες πτυχές της εποχής αυτής ήταν το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού. Επρόκειτο για τους χριστιανούς εκείνους που επιφανειακά ασπάζονταν το ισλάμ για διάφορους λόγους, κρυφά όμως παρέμεναν χριστιανοί και μετεωρίζονταν μεταξύ ισλάμ και χριστιανισμού. Αρκετοί απ’ αυτούς επέστρεψαν στο χριστιανισμό τα πρώτα χρόνια της αγλοκρατίας, οι υπόλοιποι όμως χάθηκαν για πάντα, κυρίως μετά το 1974.

 

Το ισλάμ αποτέλεσε στοιχείο της καθημερινής ζωής των Κυπρίων κατά την τουρκοκρατία, δεδομένου ότι οι μουσουλμάνοι ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την Κύπρο. Υπήρχε καθημερινή επαφή, η μοίρα δε των απλών ανθρώπων ήταν κοινή μέσα από τις καθημερινές ασχολίες και προβλήματα. Με αξαίρεση εποχές αναστατώσεων η συμβίωση των δύο στοιχείων, χρισιανικού και μουσουλμανικού, ήταν ομαλή.

 

Η παρουσία του ισλάμ ήταν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον των Ελλήνων Κυπρίων. Όπως συνέβη με όλες τις περιοχές που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Τούρκων, άφησε την Κύπρο μακριά ή στην περιφέρεια των εξελίξεων στην Ευρώπη, παρόλο που η Κύρος ουδέποτε διέκοψε τις επαφές της με τη Δύση. Η περίοδος της αγγλοκρατίας επανέφερε την Κύπρο στο δυτικό κόσμο, η παρουσία όμως τουρκοκυπριακής κοινότητας σε συνδυασμό με την πολιτική της Αγγλίας καθόριζε τις πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες επηρεάζουν μέχρι σήμερα τη μοίρα των Κυπρίων.

 

 

 

Βιβλιογραφία

  1. AlexanderBeihammer, “‘Audiaturetalterapars’, Η Βυζαντινο-Αραβική συγκυριαρχία στην Κύπρο υπό το πρίσμα των αραβικών πηγών», Κυπριακαί Σπουδαί, ΞΔ΄-ΞΕ΄, 2000-2001, Λευκωσία, 2003, σελ. 157-176.
  2. Νικόλαος Εμμ. Οικονομάκης, «Η Κύπρος και οι Άραβες (622-965 μ.Χ.)», Μελέται και Υπομνήματα, Ι, 1984, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Τμήμα Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 1984, σελ. 219-373.
  3. C. Kyrris, «Byzantium, CyprusandtheArabsfromthemid-7th to the early 8th century» (ανατύπωσις εκ του ΜΘ΄, 1994-1998, τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών), Εν Αθήναις, 199, σελ. 185-236.
  4. J. H. Jenkins, «Cyprus between Byzantium and Islam, A. D. 688-965», Studies presented to D. M. Robinson II, Washington University St. Louis, 1953, p. 1005-1014.
  5. Φαίδωνας Παπαδόπουλος, «Οι μουσουλμάνοι στην Κύπρο, Χρονικό» (ένθετο εφημερίδας Πολίτης, 14 Δεκεμβρίου 2003.
  6. Αρχιμανδρίτη Κυπριανού, Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Ενετία, 1788, Επανέκδοση στη σειρά Κυπριολογική Βιβλιοθήκη, Αρ. 1, Λευκωσία 1971, σελ. 105-108.
  7. Theodore Papadopoullos, Social and Historical Data on Population (1570-1881), Cyprus Research Centre, Texts and Studies of the History of Cyprus, 1, Nicosia, 1965, p. 3-94.