Αξιόλογος Κύπριος εκπαιδευτικός που ανέπτυξε και πλούσια εθνική δράση. Ο Θεμιστοκλής Δημήτριος γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1792 και πέθανε στη Λάρνακα το 1848. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Σταυρινός ή Σκαραβαίος και μητέρα του η Βασιλική, το γένος Φραγκούδη. Σε ηλικία 18 χρόνων ο Δημήτριος Θεμιστοκλής πήγε στις Κυδωνιές, και αργότερα στη Σμύρνη, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του με δασκάλους μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες εκπαιδευτικούς της εποχής εκείνης, όπως ο Γρηγόριος Σαράφης, ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Οικονόμος ο εξ Οικονόμων κ.α.
Ελληνική Σχολή Λεμεσού
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, ο Δημήτριος Θεμιστοκλής παρέμεινε στη Σμύρνη μέχρι το 1819, διδάσκοντας στην Ευαγγελική Σχολή της πόλης. Το 1819, εξαιτίας μεγάλης επιδημίας πανώλους, εγκατέλειψε τη Σμύρνη κι επέστρεψε στην Κύπρο όπου κι ανέλαβε την διεύθυνση της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού που μόλις τότε είχε ιδρυθεί.
Μια ομάδα φωτισμένων Λεμεσιανών (Δ. Χαραλαμπίδης, Ν. Φραγκούδης, Λ. Χατζηϊωάννου και ιερομόναχος Ιωαννίκιος) ανέλαβαν να συγκεντρώσουν τις συνδρομές των φιλόμουσων συμπολιτών τους, αλλά και Λευκωσιατών και Σκαλιωτών, ώστε να λειτουργήσει το σχολείο. Με τις ευλογίες του Μητροπολίτη Κυπριανού, σχολάρχης Λεμεσού ορίστηκε ο Δημήτριος Θεμιστοκλής, «φιλέλλην και φιλόπατρις», κατά τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ο πιο μορφωμένος Κύπριος της εποχής, με σπουδές κοντά σε σπουδαίους δασκάλους στις σχολές των Κυδωνιών και της Σμύρνης.
Επιφανέστερος των μαθητών του ήταν ο Νικόλαος Ι. Σαρίπολος.
Μια από τις άμεσες συνέπειες της έλευσης του Δ. Θεμιστοκλέους στη Λεμεσό, το καλοκαίρι του 1819, και της ίδρυσης της Ελληνικής Σχολής, ήταν η εγγραφή στην ίδια πόλη δέκα συνδρομητών στον «Ερμή τον Λόγιο», στο κορυφαίο προεπαναστατικό περιοδικό, όργανο του νεοελληνικού διαφωτισμού. Στο περιοδικό, που εκδιδόταν στη Βιέννη από φίλους του Αδαμάντιου Κοραή, δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1820 μια επιστολή του «Ιλαρίωνος ιερ. του Κυπρίου» προς τον Νικόλαο Θησέα, που ανήγγελλε «εις το πανελλήνιον» την ίδρυση του σχολείου της Λεμεσού, «διά να μάθωσιν οι φίλοι της Ελλάδος ότι ουδέ οι Κύπριοι ηξίωσαν να μείνωσιν ασυντελείς εις τον καλόν περί παιδείας του ελληνικού γένους αγώνα».
Και συνέχιζε ο Ιλαρίων: «Η τάξις των μαθημάτων έγινε κατά μίμησιν του Φιλολογικού της Σμύρνης Σχολείου. Διδάσκαλος εκαλέσθη νέος πεπαιδευμένος και φιλάρετος, ο (…) Δημήτριος Θεμιστοκλής (…). Τώρα αγωνίζεται τον καλόν αγώνα εις καλλιέργησιν της εμπιστευθείσης εις αυτόν φυτείας, διά να δείξη γρήγορα τους αγαθούς της καρπούς προς τέρψιν των σοφών του διδασκάλων, και χαράν των ομογενών μας. (…) Οι φίλοι της παιδεύσεως του γένους κρίνουσιν αξίους κοινής ευγνωμοσύνης τους όσοι λόγω ή έργω βοηθούσι τον φωτισμόν της πατρίδος.»
Παρά τη διακοπή της λειτουργίας της σχολής, από το 1821, η Σχολή της Λεμεσού επαναλειτούργησε στη δεκαετία του 1830, και το 1870 μπαίνοντας στην οδό της αναδημιουργίας και στην πιο χρυσή της εποχή, με διευθυντή τον Ανδρέα Θεμιστοκλέους, γιο του Δημητρίου, που συνέχισε το πατρικό έργο και αναδείχθηκε σε μια εμβληματική φυσιογνωμία της κυπριακής εκπαίδευσης στα χρόνια της Αγγλοκρατίας και σε ένα εκ των στυλοβατών του ενωτικού κινήματος. Πριν ο Ανδρέας θεμιστοκλέους πεθάνει, είδε την Ελληνική Σχολή να αναγνωρίζεται σε πλήρες Γυμνάσιο, το 1915-1916, και αφού είχε παραδώσει τη γυμνασιαρχία στον επί θυγατρί γαμπρό του, Αργυρό Δρουσιώτη ο οποίος διηύθυνε το σχολείο μέχρι το 1940.
Στη Λάρνακα
Ο Θεμιστοκλής Δημήτριος δίδαξε στη Λεμεσό δίδαξε μέχρι το 1821. Εξαιτίας των Σφαγών του Ιουλίου του χρόνου αυτού, αναγκάστηκε να καταφύγει στη Λάρνακα.
Στη Λάρνακα νυμφεύθηκε το 1822 την Μαρουδιά, το γένος Βοντιτσιάνου, και παρέμεινε εκεί, διδάσκοντας τα ελληνικά γράμματα μέχρι τον θάνατό του τον Μάρτιο του 1848.
Παιδιά του Δημητρίου Θεμιστοκλέους και της Μαρουδιάς, ήσαν ο εκπαιδευτικός και μεγάλος δάσκαλος της Λεμεσού Ανδρέας Θεμιστοκλέους και ο νομικός Διόφαντος Θεμιστοκλέους.
Εκτός του διδακτικού του έργου, ο Δημήτριος Θεμιστοκλής διακρίθηκε και για τα θρησκευτικά του κηρύγματα που γίνονταν κάθε Κυριακή. Έγραφε επίσης τακτικά ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Αμάλθεια της Σμύρνης.
Σε ό,τι αφορά την ανάμειξή του στα εθνικά ζητήματα, είναι γνωστός κυρίως από έγγραφο ημερομηνίας 19 Αυγούστου 1828, που αποτελούσε μυστική αναφορά εξεχόντων Ελλήνων Κυπρίων προς τον κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Το έγγραφο, που υπογράφουν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος, οι τρεις μητροπολίτες και άλλοι οκτώ κληρικοί και λαϊκοί, προσυπογράφει και ο Δημήτριος Θεμιστοκλής.
Για την νευρώδη δύναμη των λόγων του Δημητρίου Θεμιστοκλέους κάνει αναφορά ο Dehegue, συγγραφέας των Κυπρίων Επών, ενώ ο Οικονόμος ο εξ Οικονόμων θεωρούσε τον εαυτό του περήφανο επειδή ο Θεμιστοκλής υπήρξε μαθητής του. Ο Βυζάντιος Σκαρλάτος τον ύμνησε με ένα επίγραμμα. Ιδιαίτερα επαινετικά για τον Θεμιστοκλή ήταν τα σχόλια του περιοδικού της Σμύρνης Λόγιος Ερμής. Βιογραφία του παραθέτει ο Γ.Ι. Κηπιάδης (Ἀπομνημονεύματα ..., σσ. 49 - 52).
Πηγές: