Ζαχαρίες

Η αδυσώπητη οικογένεια από τη Λόφου

Image

Οι «Ζαχαρίες» ήταν μια εγκληματική φατρία που έδρασε στη Λεμεσό και τα χωριά Λόφου, Ύψωνα, Κολόσσι και Πάχνα, από τις αρχές της δεκαετίας του  ‘30 μέχρι τα πρώτα χρόνια ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αρχηγό τον Αντώνη Ζαχαρία και υπαρχηγό τον αδελφό του, Χαράλαμπο. Αρχικά η συμμορία επιδίδονταν σε ζωοκλοπές, αργότερα, τη δεκαετία του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, απέκτησαν νέες διαστάσεις και επεκτάθηκαν σε νέους τομείς, όπως το χαρτοπαίγνιο και η πορνεία. Αντίπαλη συμμορία την ίδια περίοδο ήταν οι Κολοσσιάτες με αρχηγό τον Χαμπή Ονησιφόρου Κολοσσιάτη, από το Κολόσσι. Έτσι άρχισε μια βεντέτα μεταξύ Ζαχαρίων και Κολοσσιατών που κράτησε περίπου τριάντα χρόνια και οδήγησε  τουλάχιστον 186 ανθρώπους στο θάνατο.

 

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '60 οι Ζαχαρίες είχαν επιβληθεί έναντι της συμμορίας των Κολοσσιατών. Η φατρία των Ζαχαρίων διαλύθηκε στις 13 Ιουνίου  1962, όταν τρία άτομα από τα μέλη της συμμορίας  καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν. Πρόκειται για τους  Χαράλαμπο Ζαχαρία,  Λαζαρή Δημητρίου και  Μιχαήλ Χειλέτικο. Ήταν οι πρώτοι και τελευταίοι απαγχονισμοί στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Οι ρίζες της αντιπαράθεσης

Οι ρίζες της αντιπαράθεσης των δυο συμμοριών εντοπίζονται στη δεκαετία του 1930 στο χωριό Λόφου όπου ζούσε ο γεωκτήμονας, Ζαχαρίας Αντωνίου, 38 χρόνων τότε, με τη γυναίκα του, Θεονίτσα, και τα δύο τους παιδιά, Αντωνή και Χαμπή (Χαράλαμπο). Διέθετε αρκετά κτήματα και μισταρκούς, μεταξύ των οποίων ο οδηγός φορτηγού, Κυριάκος Θεοδούλου και η σύζυγός του, Ερμιόνη, από τον Ύψωνα. Ο Ζαχαρίας Αντωνίου ήταν πρώτος κουμπάρος στον γάμο των δύο μισταρκών του. Οι σχέσεις τους έγιναν τεταμένες, όταν ο Ζαχαρίας Αντωνίου συνήψε κρυφά δεσμό με την Ερμιόνη. Όταν μάλιστα ο Κυριάκος Θεοδούλου βρέθηκε στη φυλακή για να εκτίσει ποινή τρίμηνης φυλάκισης για κάποια παράβαση, ο Ζαχαρίας επισκεπτόταν την ερωμένη του στο σπίτι της. Όταν αποφυλακίστηκε ο Κυριάκος Θεοδούλου έμαθε τα όσα είχαν μεσολαβήσει μεταξύ του εργοδότη του και  της γυναίκας του.  Το βράδυ της 23ης Ιουνίου 1936 ο Κυριάκος Θεοδούλου έπεσε σε ενέδρα, που του έστησαν άγνωστοι, πυροβολήθηκε στο στήθος με δίκαννο όπλο. Οι δράστες κατακρεούργησαν το πρόσωπό του με κουνιά (πέλεκυ), τύλιξαν το πτώμα του σε σακούλα και το πέταξαν κοντά στον δρόμο Ύψωνα – Τραχωνίου. Εντοπίστηκε την επόμενη μέρα. Η εφημερίδα «Πρωινή» δημοσιεύει φρικτή περιγραφή του ανταποκριτή της στη Λεμεσο για το αποτρόπαιο θέμα το οποίο είδε με τα μάτια του. «Τo πτώμα παρoυσιάζει oικτρόv και απoτρόπαιov θέαμα. Φέρει επί τoυ στήθoυς, ακριβώς εις τo μέσov, μίαv χαίvoυσαv πληγήν, ήτις εξ όσωv φαίvεται - σημειωτέov ότι η μετάβασίς μας πρoηγήθηκε της μεταβάσεως τoυ Κυβερvητικoύ ιατρoύ - πρoήλθεv εκ πυρoβoλισμoύ δι’ όπλoυ. Τo πρόσωπov είvαι φρικωδώς παραμoρφωμέvov. (...)Τo όλov πρόσωπον παρoυσιάζεται ως εκ τoυ τραύματoς επίσης χωρισμέvov. Πλησίov της κεφαλής τoυ πτώματoς ευρέθησαv μερικoί oδόvτες και ίχvη εγκεφάλoυ, όστις ως εκ τoυ τραύματoς διεσκoρπίσθη».

 

Μόλις έγινε γνωστό το αποτρόπαιο εύρημα, κάτοικοι του Ύψωνα έσπευσαν επί τόπου. Μεταξύ άλλων ήταν ο Ζαχαρίας Αντωνίου και ο αδελφός του θύματος, Στυλιανός Γεωργίου, ο οποίος όταν τον είδε άρχισε να φωνάζει ότι εκείνος τον σκότωσε.Ο αστυνόμος Λεμεσού Ιζέτ Εφέντης και ο ανθυπαστυνόμος Αλή Εφέντης, διέταξαν να ελεχθούν τα κυνηγετικά όπλα των κατοίκων του χωριού. Ένας από τους κατοίκους, ο Χρήστος Χατζηστυλιανού, αρχικά είπε ότι δεν ήξερε πού βρισκόταν το δικό του όπλο, ύστερα παραδέχτηκε ότι το είχε δανείσει στον Ζαχαρία Αντωνίου. Τότε η αστυνομία συνέλαβε και τους δύο, αργότερα βρέθηκε στα κελλιά και η Ερμιόνη, σύζυγος του δολοφονηθέντος. Τελικά μόνον εναντίον του Ζαχαρία Αντωνίου διατυπώθηκαν κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης. Η αστυνομία κάλεσε αρκετούς μάρτυρες για να καταθέσουν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, παρουσίασε και το βασικό τεκμήριο, το αιματωμένο όπλο, με το οποίο διενεργήθηκε ο φόνος και ανακαλύφθηκε κοντά στο σπίτι του Ζαχαρία Αντωνίου. Ωστόσο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Τόμας δεν πείστηκε για την ενοχή του, όπως έγραφε η εφημερίδα «Ελευθερία» σε ανταπόκρισή της από τη Λεμεσό τον Οκτώβριο του 1936.

 

Ο Ζαχαρίας Αντωνίου αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στο χωριό του. Εγκατέλειψε τη σύζυγό του και άρχισε να συζεί με την ερωμένη του, Ερμιόνη. Η πρώτη ένδειξη για τα επερχόμενα κακά παρουσιάστηκε στις 5 Ιουνίου 1938, όταν άγνωστοι αποπειράθηκαν να κάψουν το σπίτι, όπου διέμενε η Ερμιόνη. Συνελήφθησαν δύο ύποπτοι, οι οποίοι όμως στη συνέχεια απηλλάγησαν των κατηγοριών. Ο πεθερός του Ζαχαρία Αντωνίου επιχείρησε να τον συνετίσει, αλλά εκείνος του επιτέθηκε και τον τραυμάτισε με κουνιά. Κατηγορήθηκε στο δικαστήριο γι’ αυτή του την πράξη ο Ζαχαρίας Αντωνίου και καταδικάστηκε σε δύο μήνες φυλακή.

 

Η βεντέτα

Οι χωρικοί της περιοχής άρχισαν να τον φοβούνται ακόμη περισσότερο, διότι έδειξε ότι ήταν αδίστακτος. Όταν εξαφανίζονταν τα κοπάδια τους, που τα έκλεβαν μισταρκοί του, σε εκείνον αποτείνονταν για να τους τα βρει, πληρώνοντας βέβαια αμοιβή – λύτρα για τον «κόπο» του. Πολλές φορές και η αστυνομία ζητούσε τη «βοήθειά» του, αφού γνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός των ζωοκλοπών. Σταδιακά ο Ζαχαρίας Αντωνίου απέκτησε διασυνδέσεις με αστυνομικούς της περιοχής και άλλους εκπροσώπους της εξουσίας.

 

Η δολοφονία του Κυριάκου Θεοδούλου ήταν αυτή που όξυνε τη βεντέτα Ζαχαρίων -Κολοσσιατών. Η οικογένεια του Κυριάκου που συγγένευε με τη σύζυγο του Χαμπή Ονησιφόρου, σημαντικού επίσης γαιοκτήμονα από το Κολόσσι, επιδείνωσε το θανάσιμο μίσος που προϋπήρχε ενδεχομένως από άλλες αιτίες προστριβών ανάμεσα στους Ζαχαρίες και τους Κολοσσιάτες. Ειδικότερα, ο Ζαχαρίας, όπως γράφει ο στο βιβλίο του ο Αδάμος Κόμπος,  είχε εμφυσήσει στους γιους του Αντωνή και Παμπή τους υπερφίαλους παλληκαρισμούς και την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής με τη χωρίς την παραμικρή ενοχική κρίση συνείδησης διάπραξη πλειάδας ανθρωποκτονιών. Επαινούσε μάλιστα τις πρώτες δολοφονικές απόπειρες των παιδιών του εναντίον συγχωριανών τους, εντάσσοντάς τους από την εφηβική ηλικία στη συμμορία του μαζί με άλλα στελέχη από τις γύρω περιοχές. Φονικό όπλο στα χέρια τους, κατά το παράδειγμα του πατέρα τους, η κουνιά (πέλεκυς), που τη χρησιμοποίησε πρώτος, πλην ανεπιτυχώς, ο Αντωνής εναντίον του Χρυσόστομου Νικολάου και με τη σειρά του ο Παμπής σκοτώνοντας τη φιλενάδα του πατέρα του Ερμιόνη.    

Τα αλληλοεκδικητικά, ωστόσο, κτυπήματα άρχισαν να πυκνώνουν ύστερα από τις απόπειρες φόνου εναντίον του Ζαχαρία και του Χαμπή Κολοσσιάτη από μέλη αντιστοίχως των δύο αντίπαλων φατριών μέχρι που το Δικαστήριο αποφάσισε την εξορία για κάποιο διάστημα του μεν Ζαχαρία στον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας του δε Χαμπή στη Γιαλούσα Καρπασίας. Επανέρχονται δριμύτεροι στους τόπους τους και μετά τη δολοφονική τους εξόντωση, του Χαμπή το 1953 και του Ζαχαρία το 1956, αρχηγική δράση εκ μέρους των Κολοσσιατών αναλαμβάνει ο Πέτρος Μουζωμένος από την Πάχνα και ο Διαμαντής Κωνσταντίνου από το Κολόσσι, ενώ οι υιοί Ζαχαρία αναδεικνύονται σε παντοδύναμες εγκληματικές φυσιογνωμίες. Και οι δύο ομάδες περιστοιχίζονται από ενεργούμενά τους εγκληματικά στοιχεία. Έτσι, όταν ο Αντώνης μαθαίνει μέσω του πρωτοπαλλίκαρού του Λαζαρή Δημητρίου ότι ο Διαμαντής σχεδιάζει τη δολοφονία του με ένα νεαρό Δοράτη, δελεάζοντάς τον με χρήματα στο «ανωούι» της χαρτοπαικτικής του λέσχης αντιστρέφει τον δολοφονικό του στόχο και πυροβολεί πισώπλατα τον «φίλο» του με το όπλο που αυτός τού είχε εμπιστευθεί. Περιπετειώδης υπήρξε η σύλληψη, η γύμνωση και η εκτέλεση του Μουζωμένου, του άλλου ηγετικού στελέχους των Κολοσσιατών, που ο Αντώνης εκδικούμενος τη δολοφονία του πατέρα του σκότωσε κτυπώντας τον στο κεφάλι με την κουνιά και αποκόπτοντας τη μύτη, τα αυτιά, το μουστάκι και τα γεννητικά του όργανα τα επιδείκνυαν την επομένη σε ταβέρνα.

 

Στις 14 Απριλίου 1953 η συμμορία των Ζαχαρίων δολοφόνησε τον Χαμπή Κολοσσιάτη στο χωράφι του, όπου είχε πάει για να επιθεωρήσει τις ζημιές στις πατάτες του, μαζί με τον αγροφύλακα Ιμπραχήμ. Δύο μέλη της συμμορίας τον πυροβόλησαν από απόσταση και στη συνέχεια τον αποτέλειωσαν με σφαίρα εξ επαφής στο στήθος.  Μετά από τρία χρόνια, στις 10 Αυγούστου 1956, η  συμμορία των Κολοσσιατών πήρε την εκδίκηση της με τη δολοφονία του Ζαχαρία Αντωνίου στο σπίτι του στον Ύψωνα. Στην επιχείρηση είχαν πάρει μέρος σχεδόν όλα τα μέλη της συμμορίας των Κολοσσιατών. Έθεσαν το χωριό υπό τον έλεγχό τους, μερικοί ανέβηκαν στη στέγη του σπιτιού, άνοιξαν τρύπες και έριξαν μέσα στο σπίτι ρούχα εμποτισμένα με βενζίνη, στα οποία έβαλαν φωτιά.

 

Ο Ζαχαρίας Αντωνίου ήταν εκείνη την ώρα μέσα στο σπίτι, μαζί με τη νέα του ερωμένη, την Αθανασού Λαζάρου, πρώην σύζυγο του Κωνσταντίνου Δημήτρη ή Κωνστάντινου, ο οποίος απαγχονίστηκε το 1946, αφού διετέλεσε φυγόδικος. Στο σπίτι βρισκόταν και το μικρότερο από τα τρία παιδιά του Ζαχαρία Αντωνίου. Όταν αντιλήφθηκε τι συνέβαινε, άνοιξε την πόρτα για να διαφύγει ο Ζαχαρίας Αντωνίου, αλλά πολλά όπλα γύρισαν προς το μέρος του και άνοιξαν καταιγιστικά πυρά. Έπεσε νεκρός, ενώ η Αθανασού και ο 12χρονος γιος του τραυματίστηκαν.

 

Η βεντέτα, πονοκέφαλος για το νεοσύστατο κράτος

Το 1961, ένα χρόνο μετά την ίδρυση του Κυπριακού κράτους, μια ομάδα πρώην αγωνιστών της ΕΟΚΑ αποφάσισαν να προχωρήσουν στην εξολόθρευση της σπείρας «Ζαχαρία» και να βάλουν ένα τέλος στα ατέλειωτα εγκλήματα, έχοντας ως στήριγμα το υπουργείο Εσωτερικών το οποίο είχε αναλάβει ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης.

 

Αφορμή για έναρξη των εκκαθαρίσεων δόθηκε όταν μέλος της ομάδας των αγωνιστών, ο Μιχαλάκης Χρυσάνθου Πορδάντζος, δέχθηκε χτύπημα στο πρόσωπο, από τον Δολώρο Μακρίδη που ήταν συνέταιρος και κουμπάρος του Αντώνη Ζαχαρία σε χαρτοπαικτική λέσχη. Ο Πορδάντζος για να εκδικηθεί τη δημόσια προσβολή που του έγινε, στις 11 Νοεμβρίου 1960, δολοφόνησε τον Μακρίδη με μια σφαίρα στο κεφάλι.

 

Ο κίνδυνος αντίδρασης της ομάδας Ζαχαρία για τη δολοφονία του Μακρίδη ήταν απειλή αλλά πριν προλάβει να οργανώσει την αντεπίθεση της, οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ σκηνοθέτησαν τις επόμενες μέρες μια απόπειρα δολοφονίας του συνεργάτη τους, Τρύφωνα Καυκαρή, για να τη φορτώσουν στους αδελφούς Ζαχαρία, ώστε να βρει δικαιολογία η αστυνομία να προβεί στη σύλληψη τους.

Σύμφωνα με μελετημένο σχέδιο, λίγες μέρες μετά, ένα μέλος της ομάδας Αγωνισταί της ΕΟΚΑ που ιδρύθηκε με ηγέτη το Λεύκιο Ροδοσθένους,  έριξε δυο άστοχους πυροβολισμούς εναντίον του Καυκαρή σε κεντρικό δρόμο της Λεμεσού. Το υποψήφιο «θύμα», ακολουθώντας τις οδηγίες που είχε, άρχισε να φωνάζει ότι τον πυροβόλησαν οι Χαράλαμπος Ζαχαρίου και Λαζαρής Δημητρίου. Η αστυνομία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συλλάβει τους δυο κατονομασθέντες, που έκπληκτοι οδηγήθηκαν ενώπιον δικαστηρίου.

 

Ωστόσο το σχέδιο των αγωνιστών δεν τελείωσε εκεί. Οι αγωνιστές ανέμεναν ότι ο Αντώνης Ζαχαρία θα πήγαινε στο δικαστήριο για να συμπαρασταθεί στον αδελφό του και έτσι θα τον εκτελούσαν δημόσια, μπροστά στα μάτια όλων προκειμένου να τεθεί τέρμα στη δράση τους.

Tην ημέρα εκείνη δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως τα είχαν μελετήσει τα μέλη της ΕΟΚΑ.

Ένας από τους εκτελεστές του Αντώνη Ζαχαρία έκανε νόημα σε άλλο εκτελεστή για να δράσουν, ωστόσο, ο στόχος αμέσως άρπαξε ένα αστυνομικό και τον έβαλε μπροστά του ως ασπίδα. Έτσι ο αστυνομικός δέχθηκε όλες τις σφαίρες και έπεσε νεκρός στο έδαφος.

 

Φυλλάδια 

Η απόφαση των αγωνιστών για εκκαθάριση της σπείρας Ζαχαρίου ήταν αμετάκλητη ενώ η αστυνομία με οδηγίες του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη προέβαινε σε συνδυασμένες ενέργειες εναντίον τους ανοίγοντας παλιούς φακέλους δολοφονιών. Αρχισαν μάλιστα να κυκλοφορούν και φήμες εναντίον της σπείρας του Ζαχαρία ότι βρισκόταν πίσω από προδοσίες αγωνιστών της ΕΟΚΑ κατά τη διάρκεια  του Απελευθερωτικού Αγώνα.

 

Όταν το διάστημα αυτό ο Αντώνης Ζαχαρία αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά, εξέδωσε ένα μακροσκελές φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στους δρόμους της Λεμεσού με το οποίο κατάγγελλε ότι κάποιοι επιδίωκαν τη δολοφονία του.

 

Ο πόλεμος των αγωνιστών και της σπείρας άρχισε να κλιμακώνεται.  Τόσο ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης όσο και ο Μακάριος δεν έκαναν παρέμβαση στα σχέδια των αγωνιστών οι οποίοι δρούσαν κάτω από άκρα μυστικότητα και χωρίς να ενημερώνουν κανένα.

 

Δυο μήνες αργότερα οι αγωνιστές δολοφόνησαν περίπου 10 άτομα τα οποία αποτελούσαν ενεργά μέλη της σπείρας. Εκτελέστηκαν δημόσια με μια σφαίρα στο κεφάλι ενώ βρίσκονταν στις δουλειές τους ή διασκέδαζαν ή κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Λεμεσού. Την ίδια ώρα η αστυνομία καλούσε τον κόσμο να δώσει πληροφορίες για τους αδελφούς Ζαχαρία προκειμένου να οδηγηθούν στη φυλακή ή την αγχόνη. Δεκάδες Κύπριοι έδωσαν στην αστυνομία συγκλονιστικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στο δικαστήριο.

 

Η πρώτη υπόθεση που ανέσυρε η αστυνομία ήταν ότι ο Χαράλαμπος Ζαχαρίου δολοφόνησε κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, τον Κυριάκο Σάββα Πέτρου, γνωστό ως Φυλακισμένο. Ο Χαράλαμπος Ζαχαρία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο.   Ο αδελφός του Χαράλαμπου Ζαχαρία, Αντώνης, ένιωθε τον κλοιό να στενεύει και μετέτρεψε το σπίτι του σε φρούριο ενώ στη συνέχεια κρύφτηκε στο σπίτι του Χουσεΐν ο οποίος  ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς Τουρκοκύπριους παράγοντες στην περιοχή. Ο Χουσεΐν του είπε να φύγει για ένα διάστημα στο εξωτερικό. Πράγμα το οποίο έκανε και έφυγε για τον Λονδίνο μαζί με μερικούς συνεργάτες του. Στο μεταξύ εναντίον του ανοίχτηκαν τρεις υποθέσεις φόνων όπου κατηγορήθηκε στην απουσία του ενώ άλλοι δυο συνεργάτες τους κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο.

Η πρόσαψη των κατηγοριών είχε στόχο την έκδοση των κατηγορουμένων στην Κύπρο αλλά παρά τη σκληρή μάχη που δόθηκε στα Αγγλικά δικαστήρια, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν τα κατάφερε.

 

Η καταδίκη  

Ο Χαράλαμπος Ζαχαρία κατηγορήθηκε τον Ιούνιο του 1961 ότι είχε ανάμειξη στη δολοφονία του Κυριάκου Πέτρου Φυλακισμένου στις 22 Σεπτεμβρίου 1958. Το έγκλημα ήταν ιδιαζόντως ειδεχθές. Ο Κυριάκος Πέτρου Φυλακισμένος είχε κατακρεουργηθεί με κουνιά και στη συνέχεια το πτώμα του αποτεφρώθηκε. Ταυτόχρονα κατηγορήθηκε και ο Στέλιος Μιχαήλ Χατζηαγαπίου ότι, μαζί με τον Αντωνή Ζαχαρία και τον Ανδρέα Γεωργίου Γιώρκαλλο (οι οποίοι είχαν διαφύγει στην Αγγλία) είχαν δολοφονήσει τον Πέτρο Μουζωμένο, αρχηγό της κλίκας των Κολοσσιατών, στις 29 Αυγούστου 1958.

 

Στη δίκη του ο Χαράλαμπος Ζαχαρία ισχυρίστηκε ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν σκηνοθετημένες και ότι οι μαρτυρίες ήταν ψευδείς, υπό το κράτος εκβιασμών και απειλών. «Έρχονται στο δικαστήριο και το ευαγγέλιο το έχουν σαν περιοδικό», είπε κατά την απολογία του. Αυτή τη φορά ο συνήγορος του Χαράλαμπου Ζαχαρία, Ραούφ Ντενκτάς, δεν κατάφερε να εντοπίσει αντιφάσεις στις καταθέσεις των μαρτύρων.

 

Ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, Μ. Μιχαηλίδης αποφάνθηκε: «Δεv υπάρχει oύτε ίχvoς μαρτυρίας εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ αυτoύ, η oπoία vα δεικvύει ότι η υπόθεση έχει σκηvoθετηθεί εvαvτίov τoυ κατηγoρoυμέvoυ. Είvαι φαvερό ότι τo έγκλημα τo oπoίo διεπράχθη από τov κατηγoρoύμεvo είvαι φόvoς εκ πρoμελέτης. Ως εκ τoύτoυ βρίσκoυμε τov κατηγoρoύμεvo έvoχo και τov καταδικάζoυμε. Για τo έγκλημα αυτό o Νόμoς πρoβλέπει μόvo μια πoιvή και αυτή είvαι η πoιvή τoυ θαvάτoυ. Θα υπoστείς τoν θάvατo με απαγχovισμό. Θα oδηγηθείς απ’ εδώ σε μέρoς, όπoυ θα περιμέvεις τηv ημέρα της εκτέλεσής σoυ. Ο θεός vα σε συγχωρέσει».

 

Ως εκ των πιο πάνω ο Γλαύκος Κληρίδης που ήταν τότε Πρόεδρος της Βουλής, ενέκρινε τον απαγχονισμό του Χαράλαμπου Ζαχαρία που καταδικάστηκε σε θάνατο και άλλων δυο συνεργατών του, του Λαζαρή Δημητρίου και του Μιχαήλ Χειλέτικο. Απαγχονίστηκαν στις 13 Ιουνίου  1962. 

 

Οι τελευταίες στιγμές των θανατοποινιτών

Λίγο πριν τον απαγχονισμό τους οι θανατοποινίτες έγραψαν επιστολές στις οικογένειες τους. Τέλειωσαν με τις επιστολές οι τρεις θανατοποινίτες και λίγο πριν τις τρεις τo πρωί της 13ης Ιουνίου 1962 και σήμανε η ώρα για να οδηγηθούν στην αγχόνη. Οι τελευταίες στιγμές τους ήταν δραματικές, όπως τις περιέγραψε o διευθυvτής τωv Φυλακώv, Οvησίφoρoς Αvτωvίoυ, o oπoίoς είχε το γενικό πρόσταγμα για την εκτέλεση του απαγχονισμού:

 

«Ο μόvoς o oπoίoς διατηρoύσε τo ηθικό τoυ, αλλά ήταv συvτετριμέvoς, ήτo o Χειλέτικoς. Αυτός επέδειξε σχετική ψυχραιμία. Οι άλλoι δυo, o Λαζαρής Δημητρίoυ και o Χαράλαμπoς Ζαχαρία κατέρρευσαv τελείως. Συρόμεvoι μετεφέρθηκαv στo ικρίωμα. Ο Λαζαρής πρoέταξε αvτίσταση και φώvαζε: Δεv πάω... Ο Ζαχαρία από τη στιγμή πoυ τoυς τoπoθετήσαμε στα κελλιά τo μαύρo κάλυμμα στα μάτια τoυς κατέρρευσε τελείως. Πρότασσε αvτίσταση και καθόταv στoν διάδρoμoν. Τόσo ταραγμέvoι φαίvovταv oι δυo, ώστε αvησυχήσαμε, ότι θα πέθαιvαv από τov κλovισμό τoυς. Οδηγήθηκαv δύσκoλα στηv αγχόvη. Στηv εκτέλεσή τoυς παρέστησαv εκτός από μέvα και τoυς δημίoυς, oι έπαρχoι Λευκωσίας και Λεμεσoύ, Κυθραιώτης και Βεvιαμίv. Όταv τoπoθετήθηκαv oι βρόγχoι στoν λαιμόν τoυς και oι τρεις άρχισαv vα φωvάζoυv: "Ας όψεται o Αvτωvής o Ζαχαρίας"»

 

Η επιστολή του Χειλέτικο

Ο μελλοθάνατος Μιχάλης Χειλέτικος, μερικά λεπτά προτού οδηγηθεί στην αγχόνη, έγραψε την ακόλουθη επιστολή προς τον πατέρα και τη μητέρα του Καλλιόπη Χ' Λάμπη.


«Αγαπητοί μου και αξέχαστοί μου γονείς:
Ελπίζω να πάρετε την επιστολή μου. Είναι η τελευταία που σας γράφω. Σας γράφω με δάκρυα στα μάτια. Αλλά δεν πειράζει. Ο Θεός ας τους συγχώρεση όπως θα συγχωρέση και εμέ.

Σας παρακαλώ να προστατεύσετε το μωρόν μου, ώστε όταν μεγαλώση να γίνη ένας τίμιος άνθρωπος. Να του πήτε να μην ενοχλήση κανένα. Και αν καμιά φοράν, κανένας τον ενοχλήση να μην θυμώση. Να στρέψη και την άλλην του παρειάν και να δεχθή ήσυχα και άλλον μπάτσον, αν δεν θέλη να καταλήξη όπως ο πατέρας του. Σας δηλώ ειλικρινώς ότι είμαι χαρούμενος, διότι είμαι κοντά εις τες αγκάλες του Θεού. Ο Θεός είναι μεγαλόψυχος. Θα με συγχώρηση και θα ζήσω την αιώνιον βασιλείαν. Θα σας βλέπω από μακρυά και θα σας παρακολουθώ με το δικό μου βλέμμα. Να με μνημονεύετε τακτικά και να προσεύχεσθε για με, να με συγχώρεση ο Θεός.

Ο υιός σας Μιχάλης Χειλέτικος».


Στην επιστολή του Χειλέτικου υπήρχε κι'ένα υστερόγραφο το οποίο το έγραψε μερικά λεπτά προτού οδηγήθη στην αγχόνη, όπως το φανέρωσαν δεσμοφύλακες που βρίσκονταν εκεί. Και έλεγε τα ακόλουθα:


«Τώρα που σας γράφω αυτά είναι οι τελευταίες μου στιγμές. Ας προσευχηθούμεν όλοι για την ψυχήν μου. Μην λυπάσθε. Δεν θέλω να μαλλώνετε. Να είσθε αγαπημένοι. Τώρα εγώ φεύγω. Είναι ο δρόμος που θα περάσωμεν όλοι μας.
Κλείνω την επιστολήν. Ο χαρούμενος γυιός σας». 

 

 

Πηγές:

  1. Πώς η Αστυνομία πάταξε το οργανωμένο έγκλημα τη δεκαετία του ‘60
  2. Αντώνης Φανιέρος, Λεωνίδας Λεωνίδου, Λευκωσία, 2016 
  3. Αδάμος Κόμπος. Ζαχαρίες και Κολοσσιάτες

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image