Εγκλωβισμένοι

Image

Κατά τη διάρκεια της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο (Ιούλης - Αύγουστος του 1974) και της προέλασης των τουρκικών δυνάμεων προς κατάληψη του 38% περίπου του κυπριακού εδάφους, οι   Έλληνες Κύπριοι κάτοικοι πόλεων και χωριών των βορείων περιοχών της Κύπρου εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Κατέφυγαν σε ασφαλέστερες περιοχές της Κύπρου, στον νότο, όπου τελικά παρέμειναν ως πρόσφυγες. Αλλά ένας άλλος σημαντικός αριθμός κατοίκων (20.000 περίπου), παρέμειναν στα σπίτια και στα χωριά τους που κατελήφθησαν από τα τουρκικά στρατεύματα. Ήσαν αυτοί που εγκλωβίστηκαν στον τόπο τους.

 

Με την στρατιωτική τους εισβολή, οι Τούρκοι επεδίωκαν από την αρχή την εφαρμογή της διχοτόμησης της Κύπρου, έστω κι αν παραπλανητικά ανακοίνωναν για πολιτικούς λόγους ότι η στρατιωτική τους επιχείρηση στην Κύπρο ήταν «ειρηνευτική» και αποσκοπούσε στην επαναφορά της συνταγματικής τάξης που είχε διασαλευθεί με το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιούλη του 1974. Επιδιώκοντας τη διχοτόμηση, τα τουρκικά σχέδια προνοούσαν και μετακινήσεις πληθυσμών, ώστε οι Έλληνες Κύπριοι να βρεθούν στο νότιο τμήμα της Κύπρου, ενώ οι Τουρκοκύπριοι να συγκεντρωθούν στο βόρειο. Στο πλαίσιο αυτό, τα τουρκικά στρατεύματα εφάρμοσαν, κατά τη διάρκεια της προέλασης τους στο κυπριακό έδαφος, τακτική τρομοκράτησης του ελληνικού πληθυσμού ώστε να φύγει μαζικά προς νότον. Η τακτική αυτή περιλάμβανε την διάπραξη ωμοτήτων και αγρίων εγκλημάτων σε μερικά χωριά, από τα οποία οι διασωθέντες έντρομοι κάτοικοι τους έφευγαν ενσπείροντας τον πανικό και σε άλλα χωριά στα οποία δεν είχαν ακόμη φθάσει οι εισβολείς. Έτσι, και οι κάτοικοι των άλλων χωριών, αλλά και αυτής της πόλης Αμμοχώστου, εγκατέλειπαν αμέσως τα σπίτια τους αναζητώντας προστασία στα νότια.

 

Όσοι δεν θέλησαν, παρά ταύτα, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, έστω και εντελώς προσωρινά όπως ήταν τότε η γενική πεποίθηση, και παρέμειναν, εγκλωβίστηκαν στις πόλεις και στα χωριά τους. Εγκλωβισμένοι παρέμειναν το 1974 πολλοί Ελληνοκύπριοι σε αρκετά μέρη του βορείου    κατεχομένου τμήματος της Κύπρου: Στα χωριά της Καρπασίας, στην Κερύνεια και στα γύρω απ’ αυτήν χωριά (Καραβάς, Λάπηθος, Τριμίθθι, Πέλλα Παϊς κ.ά.), στη Μόρφου και στα κοντινά της χωριά (Ζώδια, Διόριος κ.α.) και στα χωριά της Μεσαορίας. Αρκετοί απ’ αυτούς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τα τουρκικά στρατεύματα και, λίγο αργότερα, στάλθηκαν στις ελεύθερες περιοχές του νησιού, στα πλαίσια συμφωνίας για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι απαίτησαν τη μεταφορά στον βορρά όλων των Τουρκοκυπρίων από τα χωριά και τις πόλεις των ελευθέρων περιοχών, πράγμα που έγινε το 1975.

 

Όμως τα τουρκικά σχέδια για διχοτόμηση της Κύπρου πρόβλεπαν την εκδίωξη όλων των Ελλήνων Κυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ή έστω την παραμονή ελαχίστων. Έτσι, οι κατοχικές δυνάμεις άρχισαν τον εξαναγκασμό όσων είχαν παραμείνει εγκλωβισμένοι να μεταβούν στην ελεύθερη Κύπρο. Με απειλές και παρενοχλήσεις, με πιέσεις και βιαιότητες, ανάγκασαν πολλούς εγκλωβισμένους να υπογράψουν έγγραφο με το οποίο δήλωναν δήθεν ότι επιθυμούσαν να μεταφερθούν στο νότιο τμήμα της Κύπρου, όπου και αμέσως μεταφέρονταν. Πολλοί άλλοι εξαναγκάστηκαν να φύγουν στις ελεύθερες περιοχές χωρίς να υπογράψουν το έγγραφο αυτό. Όσοι αρνούνταν να φύγουν, γνώριζαν διάφορες μεθόδους τρομοκράτησης τους που εφαρμόζονταν, με αποτέλεσμα τελικά να υποκύψουν. Η έλλειψη τροφίμων, η ανυπαρξία επαρκούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η απαγόρευση της απρόσκοπτης λειτουργίας σχολείων για τα παιδιά των εγκλωβισμένων, η απαγόρευση της επαφής με μέλη των οικογενειών τους που βρίσκονταν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, η άφιξη και εγκατάσταση στα κατεχόμενα ελληνικά χωριά εποίκων από τις πλέον καθυστερημένες περιοχές της Τουρκίας, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί στη διακίνηση και στην εργασία, ήσαν μερικοί από τους λόγους που εξανάγκασαν πολλούς εγκλωβισμένους να ακολουθήσουν τελικά τη μοίρα των υπολοίπων συγχωριανών τους και να προσφυγοποιηθούν στο νότιο τμήμα της Κύπρου.

 

Στον τρίτο γύρο των συνομιλιών της Βιέννης (31 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1975) μεταξύ Εκπροσώπων των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς, που έγιναν υπό την προεδρία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κούρτ Βάλντχαϊμ, είχε συμφωνηθεί η μεταφορά των Τουρκοκυπρίων του νοτίου τμήματoς της Κύπρου στο βόρειο, παράλληλα δε είχε επιτευχθεί και συμφωνία που αφορούσε τους Ελληνοκυπρίους εγκλωβισμένους. Η συμφωνία πρόβλεπε ότι όσοι Ελληνοκύπριοι βρίσκονταν την εποχή εκείνη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου θα ήταν ελεύθεροι να παραμείνουν και θα τους δινόταν κάθε βοήθεια για μια ομαλή ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για εκπαίδευση και άσκηση της θρησκείας τους, ιατρικής φροντίδας από δικούς τους γιατρούς και ελευθερίας διακίνησης στη βόρεια περιοχή. Αναφερόταν ακόμη ότι στο νότιο τμήμα της Κύπρου θα μπορούσαν να μεταφερθούν οι Έλληνες Κύπριοι του βορείου τμήματος που θα ήθελαν, ύστερα από δική τους αίτηση που δυνατό να γινόταν, χωρίς να ασκηθεί σ’ αυτούς οποιοδήποτε είδος πίεσης. Επίσης είχε συμφωνηθεί ότι η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ θα είχε ελευθερία και ομαλή προσπέλαση στα χωριά όπου ζούσαν εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι. Τέλος, είχε συμφωνηθεί ότι θα δινόταν προτεραιότητα σε ζητήματα επανένωσης οικογενειών, που δυνατόν να συνεπαγόταν και τη μεταφορά στο βόρειο τμήμα αριθμού Ελληνοκυπρίων.

 

Οι Τούρκοι, ωστόσο, δεν τήρησαν τη συμφωνία αυτή για τους Ελληνοκυπρίους εγκλωβισμένους παρά το ότι το άλλο σκέλος της συμφωνίας, εκείνο που πρόβλεπε τη μεταφορά από το νότιο στο βόρειο τμήμα όσων Τουρκοκυπρίων επιθυμούσαν να μετακινηθούν, εφαρμόστηκε χωρίς εμπόδια εκ μέρους των Ελλήνων. Η εκδίωξη Ελληνοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές συνεχίστηκε και μετά τη συμφωνία του τρίτου γύρου των συνομιλιών της Βιέννης και τελικά παρέμεινε μικρός μόνο αριθμός απ' αυτούς (κάτω των 2.000) σε λίγα χωριά της Καρπασίας. Στο χωριό Κορμακίτης επίσης, στην επαρχία Κερύνειας, παρέμειναν αρκετοί Ελληνοκύπριοι κάτοικοι που είναι Μαρωνίτες.

 

Προς τους εγκλωβισμένους Έλληνες Κυπρίους της Καρπασίας αποστέλλεται τακτικά μέσω της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ υλική βοήθεια από αρμόδια υπηρεσία του κράτους.

 

Ειδικές διευθετήσεις έγιναν, ώστε επετράπη σε παιδιά εγκλωβισμένων της Καρπασίας να φοιτούν σε σχολές μέσης εκπαίδευσης στις ελεύθερες περιοχές. Για τα παιδιά αυτά δημιουργήθηκαν οικοτροφεία στη Λευκωσία. Κατά τη διάρκεια των διακοπών τα παιδιά αυτά θα μπορούσαν να επισκέπτονται τους γονείς τους στην Καρπασία, πράγμα που γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα και με πολλές δυσκολίες που παρενέβαλλαν οι Τούρκοι, ιδίως μετά το 1979. Για τα μικρότερα παιδιά των εγκλωβισμένων της Καρπασίας, λειτούργησαν δημοτικά σχολεία στα χωριά Ριζοκάρπασο και Αγία Τριάδα. Δημοτικό σχολείο   και νηπιαγωγείο λειτουργεί και στο χωριό Κορμακίτης. Ειδικές διευθετήσεις έγιναν επίσης για μεταφορά στη Λευκωσία εγκλωβισμένων της Καρπασίας για ειδικές περιπτώοεις, και κυρίως για ιατρική παρακολούθηση και θεραπεία, με δικαίωμα επιστροφής στα χωριά τους.

 

Αριθμόςεγκλωβισμένων: Η τουρκική εισβολή του 1974 απέκοψε στα χωριά τους 20.000 περίπου εγκλωβισμένους, Έλληνες και Μαρωνίτες. Όμως ένα μόλις χρόνο μετά την εισβολή, κατά τον Αύγουστο του 1975, έμειναν μόνο οι μισοί εγκλωβισμένοι, δηλαδή 9.000 Έλληνες και 1.000 Μαρωνίτες. Από τους Έλληνες, οι 1.069 ζούσαν στην Κερύνεια και οι υπόλοιποι στην Καρπασία.

 

Το 1979, είχαν μείνει στις κατεχόμενες περιοχές μόνο 2.140 εγκλωβισμένοι (1.553 Έλληνες και 587 Μαρωνίτες), ως εξής:

 

ΕΛΛΗΝΕΣ:
Κερύνεια 11
Άγιος Ανδρόνικος 10
Άγιος Θεόδωρος 3
Αγία Τριάδα (Άγιος Θέρισσος και Άγιος Γεώργιος Σακκάς) 293
Γιαλούσα 2
Λεονάρισσο 38
Ριζοκάρπασο 1174
Τρίκωμο 22

 

 

ΜΑΡΩΝΙΤΕΣ:
Κορμακίτης 486
Ασώματος 39
Καρπασία 62

  

Η μείωση του αριθμού των εγκλωβισμένων συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα, στις 31.12.1985 να βρίσκονται στις κατεχόμενες περιοχές μόνο 1.058 εγκλωβισμένοι (726 Έλληνες και 332 Μαρωνίτες) ως ακολούθως:

 

ΕΛΛΗΝΕΣ:
Ριζοκάρπασο 497
Αγία Τριάδα 178
Άγιος Θέρισσος 6
Άγιος Ανδρόνικος 8
Λεονάρισσο 14
Τρίκωμο 7
Κερύνεια 6

 

Επίσης 6 μοναχοί στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα και 4 μοναχές στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Σακκά.

 

ΜΑΡΩΝΙΤΕΣ:
Κορμακίτης 264
Ασώματος 26
Καρπασία 42

 

Ο αριθμός των εγκλωβισμένων μειώθηκε ακόμη περισσότερο στην περίοδο που μεσολάβησε από το 1985 μέχρι το1996. Στις 31.12.1985 υπήρχαν στα κατεχόμενα 1.085 εγκλωβισμένοι. Το 1996 ο αριθμός τους ήταν μόλις 665, από τους οποίους οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Οι μισοί σχεδόν ζούσαν στο Ριζοκάρπασο. Από τους υπόλοιπους οι περισσότεροι διέμεναν στην Αγία Τριάδα, τον Κορμακίτη, τον Ασώματο και τα Καρπασία. Η σταδιακή μείωση του αριθμού των εγκλωβισμένων κατά τη δεκαετία 1985-1996 παρουσιάζεται στον πιο κάτω πίνακα:

 

1986: 1015
1987: 951
1988: 902
1989: 869
1990: 824
1991: 788
1992: 753
1993: 728
1994: 715
1995: 669

 

Οι συνθήκες διαβίωσης των εγκλωβισμένων παραμένουν άθλιες, το δε κατοχικό καθεστώς δεν έχει τηρήσει καμιά υπόσχεση από όσες έχει δώσει για βελτίωση τους. Η κατάφωρη παραβίαση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εγκλωβισμένων συνεχίζεται. Αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα σε όλες τις πτυχές της ζωής τους: προσωπικές, οικογενειακές, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και οικονομικές.

 

Η δραματική μείωση του αριθμού των εγκλωβισμένων οφειλόταν στις συστηματικές διώξεις του κατοχικού καθεστώτος, σε συνδυασμό με την συνεχή αύξηση του αριθμού των εποίκων από την Τουρκία (που ξεπερνούσαν τις 85.000 κατά το έτος 1996). Οι βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι παράνομες αρχές του ψευδοκράτους εναντίον των εγκλωβισμένων περιλαμβάνουν σειρά απάνθρωπων ενεργειών, που κυμαίνονταν από την άσκηση φυσικής βίας έως την άσκηση ψυχολογικού εκβιασμού και πιέσεων, με στόχο να εξαναγκασθούν οι εγκλωβισμένοι να υπογράψουν «αιτήσεις» για να μετακινηθούν στις ελεύθερες περιοχές, ώστε να προβάλλουν οι Τούρκοι ως πρόσχημα για την εκδίωξη τους την εθελοντική, δήθεν, μετακίνηση.

 

Μια σημαντική έκθεση για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των εγκλωβισμένων υποβλήθηκε εμπιστευτικά τον Ιούνιο του 1994 από τον υπεύθυνο του Ανθρωπιστικού Κλάδου της ΟΥΝΦΙΚΥΠ συνταγματάρχη Rainer Manzl. Η έκθεση, που είναι γνωστή ως «έκθεση Manzl», διαπιστώνει τακτική εθνικού ξεκαθαρίσματος εκ μέρους του κατοχικού καθεστώτος σε βάρος των εγκλωβισμένων που έχουν απομείνει, για να υποχρεωθούν και αυτοί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Μέσα από τις 37 σελίδες της έκθεσης παρουσιάζεται ανάγλυφη η τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εγκλωβισμένοι και η απάνθρωπη συμπεριφορά του κατοχικού καθεστώτος.

 

Στην έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι απαγορεύσεις εις βάρος των εγκλωβισμένων είναι πάμπολλες και ότι μακροχρόνιος στόχος του κατοχικού καθεστώτος είναι η εξάλειψη του ελληνικού στοιχείου από την Καρπασία και η εγκατάσταση Τούρκων στην περιοχή.

 

Η έκθεση παρατηρεί ότι η ουσία της πολιτικής του καθεστώτος έναντι των εγκλωβισμένων ελάχιστα έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, ενώ κάποια σημεία «χαλάρωσης» που παρατηρήθηκαν ήταν σύντομα. Η έκθεση προσθέτει ότι η ΟΥΝΦΙΚΥΠ αντιμετωπίζει εμπόδια στις επαφές με τους εγκλωβισμένους, στους οποίους τα μέλη της Δύναμης δεν μπορούν να μιλήσουν χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των λεγομένων «αρχών» του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους.

 

Επίσης, όπως διαπιστώνει η έκθεση, το επίπεδο ζωής των εγκλωβισμένων δεν έχει καμιά σχέση με τα όσα κατοχυρώνει η συμφωνία της Γ' Βιέννης.

 

Πέρα από την καταπίεση του κατοχικού καθεστώτος, οι εγκλωβισμένοι υφίστανται επίσης ποικίλες επιθέσεις και εξευτελισμούς από εποίκους και Τουρκοκυπρίους, όπως ληστείες, λιθοβολισμούς, διαρρήξεις των κατοικιών τους, πωλήσεις των περιουσιών τους, ακόμη και δολοφονίες.

 

Η διακίνηση των εγκλωβισμένων μέσα στις κατεχόμενες περιοχές, ακόμη και για λόγους υγείας, υπόκειται σε σοβαρούς περιορισμούς. Εμπόδια παρεμβάλλονται επίσης στις επισκέψεις εγκλωβισμένων στις ελεύθερες περιοχές, καθώς και στις επισκέψεις συγγενών των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα.

 

Ιδιαίτερα αντίξοες είναι οι συνθήκες της εκπαίδευσης των παιδιών των εγκλωβισμένων. Στα δημοτικά σχολεία των κατεχομένων χωριών Ριζοκαρπάσου, Αγίας Τριάδας και Κορμακίτη φοιτούν τώρα μόνο 38 παιδιά. Μετά την αποφοίτηση τους από το δημοτικό σχολείο, τα παιδιά τόσο των ελληνοκυπριακών χωριών όσο και των μαρωνιτικών, είναι αναγκασμένα να έρχονται στις ελεύθερες περιοχές για να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε σχολές μέσης εκπαίδευσης. Μετά την συμπλήρωση της ηλικίας των 16 ετών για τα αγόρια και των 18 ετών για τα κορίτσια, το κατοχικό καθεστώς δεν επιτρέπει στα παιδιά των εγκλωβισμένων στην Καρπασία να επισκέπτονται τις οικογένειες τους κατά τις γιορτές ή και μετά την συμπλήρωση των σπουδών τους. Τα παιδιά που προ- έρχονται από τις μαρωνιτικές κοινό- τητες, επίσης, δεν μπορούν να επιστρέψουν στις οικογένειες τους μετά την συμπλήρωση των σπουδών τους. Τους επιτρέπεται απλώς να επισκέπτονται τους γονείς ή συγγενείς τους στα κατεχόμενα.

 

Συνεχείς διωγμούς και πιέσεις υφίστανται και οι ηρωικές δασκάλες της Καρπασίας. Ειδικότερα η δασκάλα Ελένη Φωκά, που έχει επανειλημμένα καταγγείλει ανοικτά τις απάνθρωπες μεθόδους των κατοχικών αρχών, έχει υποστεί απειλές εναντίον της σωματικής της ακεραιότητας και σε μια περίπτωση είχε συλληφθεί από αστυνομικούς του καθεστώτος. Οι δασκάλες της Καρπασίας Ελένη Φωκά, Γιαννούλα Βασιλείου και Δέσπω Κολατσή, καθώς και ο δάσκαλος Ηλίας Γιαλλούρης, έχουν τιμηθεί από το Κυπριακό Κράτος για την προσφορά τους. Οι τρεις δασκάλες έχουν επίσης τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ τους έχει απονεμηθεί και το βραβείο Μελίνας Μερκούρη 1994 για την συμβολή τους στα γράμματα και την προσφορά τους στον αγώνα της Κύπρου για ελευθερία και δικαίωση.

 

Οι απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης των εγκλωβισμένων έχουν καταγγελθεί επανειλημμένα σε διεθνή σώματα, όπως είναι το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, το αμερικανικό Κογκρέσο κ.α.

 

Η πιο πρόσφατη διαπίστωση διεθνούς παράγοντα για την σκληρότητα του κατοχικού καθεστώτος εναντίον των εγκλωβισμένων προέρχεται από τον (Βρετανό) εισηγητή για το Κυπριακό στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης λόρδο Φίνσμπεργκ, ο οποίος, ύστερα από επίσκεψη του σε χωριά εγκλωβισμένων κατά το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου, 1996, εξέφρασε αποτροπιασμό για τις συνθήκες διαβίωσης τους, τις οποίες χαρακτήρισε ως απάνθρωπες.

 

Κατά τα επόμενα χρόνια ο αριθμός των εγκλωβισμένων μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Το 2007 παρέμεναν στην Καρπασία λιγότεροι από 400 Ελληνοκύπριοι που διέμεναν σε δύο μόνο χωριά, στο Ριζοκάρπασο οι περισσότεροι και στην Αγία Τριάδα. Μεταξύ αυτών ελάχιστοι ήταν οι νέοι και πολύ λίγα τα παιδιά (το 2005 φοιτούσαν στο δημοτικό σχολείο Ριζοκαρπάσου μόνο 9 παιδιά).

 

Ωστόσο η όλη κατάσταση διαβίωσης των εγκλωβισμένων (παρά τα προβλήματα συμβίωσης με τις χιλιάδες των εκ Τουρκίας εποίκων, προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι Τουρκοκύπριοι) βελτιώθηκε σημαντικά από τα μέσα του 2004 και αφού οι Τούρκοι επέτρεψαν την ελεύθερη διακίνηση από και προς τις κατεχόμενες περιοχές. Τούτο ήταν πολύ θετικό τόσο για τους Ελληνοκύπριους εγκλωβισμένους της Καρπασίας όσο και για τους κατοίκους των μαρωνίτικων χωριών. Τουλάχιστον δεν ήταν πλέον τόσο προβληματική η επικοινωνία και η επαφή μεταξύ συγγενών και φίλων. Εξάλλου οι συχνές πλέον επισκέψεις Ελληνοκυπρίων από τις ελεύθερες περιοχές στην Καρπασία, ιδίως για προσκυνήματα στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, απάλυνε το βαρύ συναίσθημα της απομόνωσης. Μερικοί μάλιστα Καρπασίτες εγκλωβισμένοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν δικές τους μικροεπιχειρήσεις, όπως καφενεία και εστιατόρια, ακριβώς λόγω των συχνών επισκέψεων πολλών ατόμων από τις ελεύθερες περιοχές. 

Φώτο Γκάλερι

Image