Ιωαννίκιος αρχιεπίσκοπος

Image

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από τις 14 Οκτωβρίου του 1840 μέχρι τον θάνατό του, στις 3 Απριλίου του 1849. 

 

Ο Ιωαννίκιος διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Εκκλησίας της Κύπρου τον Πανάρετο (1827 - 1840) που είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Επί αρχιεπισκοπείας του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κυπριανού (1810 - 1821), ο Ιωαννίκιος ήταν έξαρχος της Αρχιεπισκοπής. Τον Ιούλιο του 1821, όταν έγιναν οι εκτεταμένες σφαγές στην Κύπρο κι εκτελέστηκαν μεταξύ άλλων ο Κυπριανός, οι άλλοι ιεράρχες και πολλοί πρόκριτοι, ο έξαρχος Ιωαννίκιος μαζί με ένα αρχιμανδρίτη της Αρχιεπισκοπής, τον Θεόφιλο, και άλλους Κυπρίους κληρικούς και λαϊκούς, κατόρθωσαν να διαφύγουν στο εξωτερικό μέσω των προξενείων της Λάρνακας και να σωθούν.

 

Στις 6 Δεκεμβρίου του 1821 απαντούμε τον έξαρχο Ιωαννίκιο να μετέχει στη σύναξη Κυπρίων παραγόντων - φυγάδων στη Ρώμη, από τους οποίους και υπεγράφη η γνωστή διακήρυξη υπέρ διεξαγωγής αγώνα προς απελευθέρωση της Κύπρου, που θεωρείται και η πρώτη ενωτική προκήρυξη (βλέπε γι’ αυτήν στο λήμμα ένωσις). Το έγγραφο αυτό φέρει και την υπογραφή: Ὁ τοῦ  ἀοιδίμου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ  Ἰωαννίκιος ἔξαρχος.

 

Η φυγή από την Κύπρο του Ιωαννικίου του έσωσε μεν τη ζωή, αλλά πληρώθηκε με μακρόχρονη εξορία, μέχρις ότου γίνει κατορθωτό να μπορέσει να επιστρέψει πάλι στην Κύπρο, υποστηριζόμενος πλέον από ισχυρούς Τούρκους φίλους του. Μετά την φυγή του από την Κύπρο, ο Ιωαννίκιος έφθασε μαζί με άλλους κληρικούς αρχικά στη Μασσαλία όπου κι έτυχαν περιθάλψεως γιατί είχαν βρεθεί εκεί σχεδόν γυμνοί, όπως αναφέρεται σε ιδιόχειρο σημείωμα του Ιωαννικίου που βρίσκεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής. Από τους εκεί φυγάδες Κυπρίους, ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος πήγε στη Ρωσία για να διενεργήσει εράνους προς βοήθεια των εξόριστων. Όταν όμως επέστρεψε από το ταξίδι του, δημιουργήθηκαν οικονομικής φύσεως παρεξηγήσεις και ο Ιωαννίκιος μαζί με τους λοιπούς, υπέβαλαν μήνυση εναντίον του επειδή δεν τους είχε δώσει μερίδιο από τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει.

 

Στη Γαλλία ο Ιωαννίκιος παρέμεινε μέχρι το 1824, οπότε πήγε στο Λονδίνο όπου βρέθηκε και ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος. Αλλά κι εκεί δημιουργήθηκε παρόμοιο επεισόδιο μεταξύ τους, όταν ο αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας απέστειλε προς τον Ιωαννίκιο οικονομική βοήθεια 75 λιρών, ποσόν όμως το οποίο οικειοποιήθηκε ο αρχιμανδρίτης, εμφανιζόμενος ως έξαρχος κι εμφανίζοντας τον Ιωαννίκιο ως διάκο του.

 

Στο Λονδίνο ο Ιωαννίκιος έζησε δυο περίπου χρόνια με στερήσεις, και το 1826 επέστρεψε ξανά στη Γαλλία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου κι εσυντηρείτο με επίδομα από 250 φράγκα τον μήνα, που του χορήγησε η γαλλική κυβέρνηση. Στο Παρίσι γνώρισε δυο Τούρκους πολιτικούς, τον Φετίχ Αχμέτ πασά και τον Ρεσίτ πασά, με τους οποίους και συνδέθηκε. Με ενέργειες των δυο αυτών φίλων του, μπόρεσε τελικά όχι μόνο να πάρει την άδεια επιστροφής στην Κύπρο, αλλά και να εξασφαλίσει και μηνιαίο επίδομα 1.000 γροσιών από το δημόσιο ταμείο του νησιού. Στην Κύπρο επέστρεψε τον Νοέμβριο του 1839, δηλαδή ύστερα από 18 και πλέον χρόνια εξορίας.

 

Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1840, ο φίλος και προστάτης του Ιωαννικίου Φετίχ Αχμέτ πασάς, έγινε μέλος της κυβέρνησης του σουλτάνου (υπουργός Εμπορίου), του οποίου επρόκειτο σύντομα να νυμφευθεί και την αδελφή, και κατέστη ακόμη πιο ισχυρός. Μάλιστα ο πασάς προσκάλεσε στον γάμο του με την αδελφή του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ και τον Ιωαννίκιο. Η πρόσκληση που του έστειλε, με ημερομηνία 19 Μαίου 1840 και γραμμένη στη γαλλική γλώσσα, σώζεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία. Είναι γεγονός ότι ο Ιωαννίκιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη το 1840, άγνωστο όμως εάν παρευρέθη και στον γάμο του υψηλού φίλου και προστάτη του. Οι εξελίξεις αυτές, εν πάση περιπτώσει, ευνόησαν τον Ιωαννίκιο που ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος αντιμετώπιζε, κατά την εποχή αυτή, σφοδρή πολεμική από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Δυο, μάλιστα, πρόκριτοι από εκείνους που αντιπολιτεύονταν τον Πανάρετο, πήγαν την ίδια περίπου εποχή στην Κωνσταντινούπολη για να διατυπώσουν επίσημα τα παράπονά τους κατά του αρχιεπισκόπου και να ζητήσουν την απομάκρυνσή του. Οι δυο αυτοί πρόκριτοι ήσαν ο Χατζή Κυργένης Απέγιτος και ο Α. Τριανταφυλλίδης. Δεν είναι γνωστό εάν αυτοί, ή και άλλοι αντίπαλοι του Παναρέτου, βρίσκονταν ή όχι σε επαφή εξ αρχής με τον Ιωαννίκιο που τον διαδέχθηκε. Στην Κωνσταντινούπολη πάντως προσεταιρίσθηκαν τον Ιωαννίκιο που διέθετε εκεί ισχυρούς φίλους. Όπως γράφει μάλιστα ο Φ. Γεωργίου (Εἰδήσεις Ἱστορικαί, σ. 126), οι ισχυροί φίλοι του Ιωαννικίου στην Κωνσταντινούπολη αποθάρρυναν αρχικά τους Κυπρίους προκρίτους από του να ζητούν την αντικατάσταση του Παναρέτου με τον Ιωαννίκιο, επειδή θεωρούσαν τον προστατευόμενό τους όχι ιδιαίτερα ικανό για το αξίωμα του αρχιεπισκόπου. Τελικά όμως πείστηκαν να υποστηρίξουν τον Ιωαννίκιο, θέτοντας ωστόσο ως όρο ότι δεν επρόκειτο να δεχθούν απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο εάν οι Κύπριοι άλλαζαν αργότερα τη γνώμη τους γι’ αυτόν. Ο όρος έγινε δεκτός, και λίγο αργότερα εξεδόθη από την Υψηλή Πύλη διάταγμα απομάκρυνσης του αρχιεπισκόπου Παναρέτου, καθώς και βεράτιον με το οποίο επικυρωνόταν η αναρρίχηση του Ιωαννικίου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο Ιωαννίκιος και οι δυο πρόκριτοι, μαζί με τον νέο κυβερνήτη της Κύπρου, που είχε μόλις διοριστεί, αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1840 κι έφθασαν στην Πάφο.

 

Από την Πάφο (είχαν καταλύσει στο μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου) γνωστοποίησαν τις αποφάσεις της Υψηλής Πύλης στη Λευκωσία με απεσταλμένο τους. Ύστερα από εντολή, οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο και τον έκλεισαν στη φυλακή, ενώ σφράγισαν και το κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Κατόπιν τούτου, ο Ιωαννίκιος ήρθε στη Λευκωσία όπου σε τελετή που έγινε στο σεράγιο, ο κυβερνήτης της Κύπρου τον έντυσε με το καφτάνι και στη συνέχεια τον έστειλε στην Αρχιεπισκοπή με τιμητική συνοδεία.

 

Ο Πανάρετος αποφυλακίστηκε ύστερα από τρεις μέρες, αφού αναγκάστηκε να υποβάλει, με ημερομηνία 13. Οκτωβρίου 1840, την παραίτησή του (που σώζεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής, Κώδικας Α', σ. 259). Μεταξύ άλλων έγραφε:

Ἡ Μετριότης ἐμοῦ, διά τοῦ παρόντος δηλοποιεῖ, ὅτι προσκυνητοῦ  ἀνακτορικοῦ θεσπίσματος ἐκδοθέντος, διατάττοντος τήν ἐμήν παῦσιν καί ἀπαλλαγήν ἀπό τοῦ  Ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου, τόν ὁποῖον θείᾳ βοηθείᾳ, εἰς διάστημα τριῶν καί δέκα ἐτῶν τό κατά δύναμιν ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς ἐκυβέρνησα, διακελεύοντος δέ προχειρισθῆναι ἀντ’ ἐμοῦ  ὡς Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου τόν Πανοσιολογιώτατον Ἅγιον Ἔξαρχον τοῦ  Ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ Κύριον Ἰωαννίκιον καίτοι μηδέν πλημμέλημα ἐμαυτῷ συνειδώς, ἀλλά τῷ προσκυνητῷ βασιλικῷ θεσπίσματι πειθόμενος, παραιτοῦμαι ἐκουσίως καί παραχωρῶ διαδοχικῶς τόν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς θρόνον πρός τόν διαληφθέντα Ἅγιον Ἔξαρχον Κύριον Ἰωαννίκιον...

 

Μετά την παραίτησή του — θέλοντας και μη — ο Πανάρετος απεσύρθη στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου και, αργότερα, στο χωριό του το Όμοδος όπου και πέθανε ύστερα δυο χρόνια, το 1842.

 

Τόσο στη γραπτή παραίτηση του Παναρέτου, όσο και στο πρακτικό της συνέλευσης που έγινε την επομένη, 14 Οκτ. 1840, για σύνταξη του υπομνήματος της «εκλογής» του Ιωαννικίου, αναφέρεται με σαφήνεια ότι η όλη διαδικασία αναρρίχησής του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο είχε επιβληθεί με σουλτανική εντολή που διέτασσε νά διαδεχθῇ εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν θρόνον [τον Πανάρετο]   ὁ  Ἅγιος Ἔξαρχος ... 'Ιωαννίκιος... (Κώδικας Α', Αρχιεπισκοπής, σ. 259).

 

Σαν αρχιεπίσκοπος, ο Ιωαννίκιος απεδείχθη αρκετά ικανός σε θέματα επιβίωσής του, αλλά όχι συνετός. Συνέδραμε στην ανέγερση εκκλησιών σε διάφορα μέρη της Κύπρου, ενώ παρέσχε οικονομική βοήθεια στο οικουμενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως για συντήρηση και συνέχιση της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Με δική του φροντίδα έγιναν και έρανοι στη Ρωσία. Στην Κύπρο, βοήθησε να γίνει μεγάλος έρανος το 1848 προς οικονομική ενίσχυση του μοναστηριού της Μεγίστης Λαύρας (στο Άγιον Ορος). Ο έρανος έγινε με την παρουσία στο νησί του απεσταλμένου της Μεγίστης Λαύρας Καισαρίου, που είχε φέρει μαζί του και άγια λείψανα. Επέδειξε επίσης ευτολμία στη διεκδίκηση διαφόρων πολιτικών του δικαιωμάτων. Το 1842 απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη εκπροσώπους του για να υποβάλουν αιτήματα υπέρ των Κυπρίων, ενώ το 1848 πήγε ο ίδιος εκεί για παρόμοιο σκοπό.

 

Παρά τις σχετικές ικανότητες που επέδειξε σε μερικούς τομείς, και παρά το γεγονός ότι είχε ισχυρούς προστάτες στην Κωνσταντινούπολη, το έργο που κατέλιπε δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, πράγμα που αποδίδεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε πολιτική οξυδέρκεια. Ωστόσο κατόρθωσε να επιβιώσει, παρά το ότι αντιμετώπισε σφοδρή πολεμική στο εσωτερικό από τους οπαδούς του Παναρέτου που δυο τουλάχιστον φορές επιχείρησαν να τον εκδιώξουν από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η εναντίον του πολεμική ήταν σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας στις πολιτικές και άλλες προσπάθειές του. Το 1842 οι αντίπαλοί του διατύπωσαν παράπονα εναντίον του, που το οικουμενικό πατριαρχείο διαβίβασε στην Υψηλή Πύλη. Εστάλη τότε επιτροπή στην Κύπρο για να εξετάσει τα παράπονα, όμως τίποτε δεν προέκυψε εναντίον του αρχιεπισκόπου ή, τουλάχιστον, τίποτε δεν άφησαν οι ισχυροί φίλοι του να προκύψει. Η πολεμική όμως εναντίον του συνεχίστηκε εντονότερη, και ήταν τέτοια κατά το 1845, ώστε ο Γερμανός καθηγητής Ludwig Ross που επεσκέφθη τότε την Κύπρο είχε προβλέψει στο άρθρο του για το νησί που έγραψε, ότι οι ημέρες του αρχιεπισκόπου Ιωαννικίου «ήσαν μετρημένες».

 

Εντούτοις ο Ιωαννίκιος παρέμεινε στον θρόνο του άλλα τέσσερα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του που συνέβη ύστερα από αποπληξία, στις 3 Απριλίου του 1849, που ήταν η Κυριακή του Πάσχα.

 

Διάδοχός του εξελέγη ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Α'.

 

ΣΗΜ: Για ένα δεύτερο Ιωαννίκιο που επεβλήθη για σύντομο διάστημα ως αρχιεπίσκοπος αλλά δεν εξελέγη κανονικά, βλέπε λήμμα Ιωαννίκιος ηγούμενος (Μαχαιρά).