Καντζελλιέρης Ιωακείμ

Image

Κύπριος αρχιμανδρίτης, συγγραφέας δημώδους αφηγηματικού κειμένου του 17oυ αιώνα, που έχει σαν θέμα του τον Κρητικό πόλεμο των ετών 1645 – 1669. Ο πλήρης τίτλος του κειμένου είναι: 

«Περί της περιφήμου νήσου Κύπρου- Βιβλίον ονομαζόμενον Πάλη, ήγουν μάχη των Τούρκων μετά του ευλαβεστάτου και εκλαμπροτάτου μεγάλου αυθέντου και πριντσίπου της λαμπροτάτης Βενετίας». Το κείμενο πραγματεύεται δηλαδή τον πόλεμο των Οθωμανών για κατάληψη της Κρήτης, που τότε κατεχόταν από τη Βενετία. Σώζεται δε στον κώδικα 37 της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Επιστημών της Ρουμανίας στο Βουκουρέστι.

           

Όπως πληροφορούμαστε από διάφορες βιογραφικές σημειώσεις που περιλαμβάνονται στο κείμενό του, ο Ιωακείμ καταγόταν από την Κύπρο και είχε διατελέσει μοναχός στη Μονή Κύκκου την περίοδο που ηγούμενός της ήταν ο παπά Λεόντιος, δηλαδή περί το 1609 – 1610. Αργότερα ο Ιωακείμ πραγματοποίησε προσκυνηματικό ταξίδι στους Αγίους Τόπους και κατόπιν εγκαταστάθηκε στο Βελιγράδι. Εκεί καταπιάστηκε και με τη συγγραφή του κειμένου για την ιστορία του Κρητικού πολέμου, το οποίο κείμενο αποτελείται από 10.500 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και ένα πεζό πρόλογο τριών φύλλων. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ιωακείμ άρχισε να γράφει το έργο του το 1648 και το ολοκλήρωσε με τη λήξη του Κρητικού πολέμου.

 

Απόσπασμα από το Κείμενο

 

Πολλά δεινά ’ναι οι πτωχοί οι τοπικοί Κυπριώτες,

μα οι ξένοι όσοι βρίσκονται άδειαν έχουν τότες

και όσοι τύχουν με τιμήν τούς έχουν σε ρεπόσο 

και αυτείνοι οι Τούρκοι τους τιμούν οι τοπικοί καμπόσο.

Μα οι πτωχοί εντόπιοι, σαν πάροικοι που είναι,

σαν σκλάβοι ανελεύθεροι σε δουλοσύνην είναι.

Τους ασεβείς δουλεύουσιν χωρίς ελευθερίαν

και το ψωμί τους το αρπούν με δίχως ευσπλαχνίαν. 

Και είναι λύπη περισσή όποιος αυτά θυμάται,

οπού ’δεν με τους οφθαλμούς από καρδιάς λυπάται,

και σε παράπονον ευθύς κινάται ν’ αρχινήσει

και εισε βρύχισμα πολύ να κλαύσει και θρηνήσει.

Και διατούτο και εγώ οπού τα γράφω τούτα 

μετά μεγάλων πόνων της καρδιάς τα συλλογούμαι τούτα.

Να ξεθυμάνω βούλομαι, να κλαύσω μετά βίας,

να βγάλω τα παράπονα εκ βάθους της καρδίας.

Να κλαύσω όσον δύνομαι ’πομέσα στην καρδιάν μου

και να τραβήξω δυνατά όλην την πολιάν μου.

Να χύσω δάκρυα πολλά όσο κι αν ημπορήσω,

κάτω στο έδαφος της γης αυτά να περιχύσω.

Να θυσιάσω και εγώ σαν πρόβατα και σκύμνους

δεήσεις τε και προσευχάς, εις δάκρυα τους ύμνους.

Να κλαίω απαρηγόρητα Κύπρον ευλογημένην, 

οπόχει χάρες άξιες, στον κόσμον ακουσμένη,

που την ευλόγησεν ο Κύριος πέρα από την Σιδώνα,

όταν εκεί σωματικώς, εκείνον τον αιώνα,

απέστειλεν τους μαθητάς αυτείνην ν’ αγιάσουν,

γλυκύτατόν Του όνομα οι Κύπριοι δοξάσουν. 

Έκτοτε και έως του νυν έχει την ευλογίαν

εκ στόματος του Ιησού, την μόνιμον και θείαν.

Και διατούτο είναι άξιες αι χάρες οπού έχει,

και τόσον επιτήδειες κόσμος άλλος δεν έχει.

Και όποιος θέλει αυτά καλά να εξετάσει 

εν λόγω και εν έργω τε, ως θέλει, ας δοκιμάσει.

Από φαγία και ποτά και μέταλλα του τόπου,

οπού εις κόσμον άπειρον ο οφθαλμός ανθρώπου

δεν είδεν ουδέ γεύτηκεν τέτοιες νοστιμάδες

εις πάσαν την υφήλιον, εις άπειρες ιντράδες.

Κάστρη και μοναστήρια, θαυμάσιες εκκλησίες,

που έως άρτι γίνονται αι άγιες θυσίες.

Δεν πορά λέγω τα πολλά, χάρες και ευλογίες,

της Κύπρου τες ιντράδες της εκείνες τες αξίες,

και τα τερπνά και αγαθά, κείνα τα μυρισμένα, 

κάμπους, λαγκάδια, τα βουνά τα μυροανθισμένα˙

από την ευωδίαν τους και από την θεωρίαν

πολλήν χαράν στον άνθρωπον του φέρνουν εις την καρδίαν.

Αυτάνα όποιος τα χάρηκεν και ύστερα τα ’χάσεν,

νέος αν είναι, παρευθύς το γήρας τον εφθάσε 

και μετά λύπης βρίσκεται, εις όπου και αν είναι,

μες στην Κωνσταντινούπολιν μακάρι και αν είναι.

Εις αύτα οπού γράφομεν όλον αρχήν ποιούμεν,

της Κύπρου τα τερπνότατα άπειρα, πώς να πούμεν.

Πρέσβυς   να ’ναι ο άνθρωπος εις εκατόν τα έτη, 150

πάντοτε την νεότητα έχει ως υψιπέτην

από τα ευωδέστατα άνθη της γης εκείνης,

ασθενημένον άνθρωπον εγείρουν από κλίνης.

Εις τον κόσμον όλον γίνεται χαρά και ευφροσύνη,

όταν το έαρ έρχεται και καλοκαίρι γίνει, 

η οικουμένη αγάλλεται και όλη η ανθρωπότης

από της αγαθότητος πόκαμεν η θεότης.

Αμή της Κύπρου είν’ εξαίρετα και θαυμαστά όσα ’χει

και εις την ανθρωπότητα πολλά χαρίσματά ’χει,

με διδασκάλους και σοφούς, ψάλτας και ασκητάδες, 

που με χορτάρια θρέφονται όλες τις εβδομάδες.

Τούτα τα κάλλη τα πολλά και αγαθά που είπα

οι ασεβείς τα όρισαν όλα, καθώς προείπα.

[…]

Και διατούτο και ημείς που γράφομεν ετούτα

σε θλίψιν αμετάθετον είμασθεν διά τούτα

και διά την πατρίδα μας πονούμεν και λαλούμεν

με πόνους και με δάκρυα, δεν την αλησμονούμεν.

Διότις μας ανάθρεψεν με περισσά κανάκια

από μικρόθεν που ’μασθεν μειράκια  παιδάκια.

Και περί τούτων γράφοντας δεν ημπορά ’ποφέρω,

αλλά με δάκρυα πολλά την κεφαλήν να δέρω

και να φωνάξω δυνατά, όσον και αν ημπορήσω,

εις τον αέρα υψηλά φωνήν μακράν ν’ αφήσω: 

«Ω, γλυκυτάτη μου πατρίς, ω Κύπρος τιμημένη,

ω Κύπρος ωραιότατη, μυριοχαριτωμένη,

ω ευγενέστατη πατρίς, Κύπρος ευλογημένη,

στον κόσμον εις τα πέρατα βρίσκεσαι ακουσμένη

εις κάλλη και εις αγαθά οπού ’σαι πλουτισμένη,

εις τον αιώνα πανταχού να ’σαι επαινεμένη.

Ήξευρε τούτο βέβαια, δεν σε αλησμονούμεν,

αλλά εμείς, τα τέκνα σου, διατ’ εσέν πονούμεν.

Με δάκρυα, με στεναγμούς εκ βάθους της καρδίας

εσένα ενθυμούμασθεν στας ξένας παροικίας. 

Και όπου και αν είμασθεν, δεν σου αλησμονούμεν,

με όλον μας το συνειδός εσένα ιστορούμεν.

Αν και εξεμακρύναμεν σωματικώς ’πό σένα,

αλλ’ η διάνοια και η ψυχή πάντα είναι με σένα.

 

 

(Λέξεις: 

δεινά: (εδώ ως επίρρημα) σε άσχημη, σε φοβερή κατάσταση, άδεια, η: ασφάλεια, ελευθερία να κάνει

κάποιος ό,τι θέλει, ρεπόσο, το: ανάπαυση, ξεκούραση, τους ασεβείς: εν. τους Οθωμανούς Τούρκους, αρπώ: αφαιρώ διά της βίας, αρπάζω, βρύχισμα, το: θρήνος, οδυρμός, πολιά, η: τα λευκά μαλλιά της κεφαλής, σκύμνος, ο: το νιογέννητο λιοντάρι, επιτήδειος: όμορφος, χρήσιμος, καλός, ιντράδα, η: σοδειά, μακάρι και αν είναι: ακόμη και αν είναι, πρέσβυς: γέροντας, ηλικιωμένος, υψιπέτης: αυτός που βρίσκεται ή πετά στα ύψη, αμετάθετος: σταθερός, που δεν μπορεί να φύγει, κανάκια, τα: χάδια, θωπείες, μειράκιον, το: νεανίσκος, παλικαράκι)

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Τόμος Α', σελ. 103-106

 

 

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image