Αρχαϊκή Εποχή

Επαγγέλματα κατά την Αρχαϊκή Εποχή

Image

Κατά τα αρχαϊκά χρόνια (700–525 π.Χ) ασκούνταν διάφορα επαγγέλματα που κάλυπταν τους διάφορους παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας.  Υπήρχαν, λοιπόν, επαγγέλματα που είχαν σχέση με τη γεωργία, τη κτηνοτροφία, την εξόρυξη και την κατεργασία του χαλκού, το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τη ναυτιλία.  Έχουμε ακόμη μαρτυρίες για την ύπαρξη επαγγελμάτων – κοινωνικών λειτουργημάτων, όπως είναι π.χ. η ιατρική και η μαντική.

 

 Στον τομέα της βιοτεχνίας υπήρχε αρκετά μεγάλη εξειδίκευση ήδη από την Εποχή του Χαλκού.  Μερικοί από τους επαγγελματίες βιοτέχνες της Κυπροαρχαϊκής εποχής, γνωστοί από πρωτογενείς ιστορικές πηγές, ήταν οι κεραμείς, οι υφαντές, οι αρωματοποιοί, οι μεταλλοτεχνίτες, οι χρυσοχόοι, οι λιθοξόοι, οι ξυλουργοί, οι ναυπηγοί, οι τεχνίτες των σφραγίδων.

 

Υφαντές

Η υφαντική ήταν μια τέχνη με μακρά παράδοση στην αρχαία Κύπρο.  Η αρχή της τοποθετείται στη Νεολιθική εποχή.  Σπουδαίοι Κύπριοι υφαντές που έδρασαν κατά τα αρχαϊκά χρόνια ήταν ο Ακεσάς και ο γιος του, Ελικών.  Η φήμη τους ήταν εξαιρετική και απλωνόταν σε όλη την Ελλάδα.  Είχαν προμηθεύσει με υφαντά τους διάφορα ελληνικά ιερά, όπως π.χ. τους Δελφούς.  Λέγεται ότι έφτιαξαν  και το πέπλο της θεάς Αθηνάς για τα Παναθήναια και ότι ένας πέπλος του Ελικώνα είχε φυλαχτεί στη Ρόδο και προσφέρθηκε από τους Ροδίους στο Μ. Αλέξανδρο μετά την πολιορκία της Τύρου.

 

Κεραμείς

Η κεραμική ήταν μια από τις τέχνες που γνώρισαν εξαιρετική άνθηση κατά την Αρχαϊκή εποχή στην Κύπρο.  Η ευημερία του νησιού αλλά και το θρησκευτικό αίσθημα των Κυπρίων έδωσαν ώθηση τόσο στην κατασκευή ωραίων και πρωτότυπων αγγείων όσο και στην κατασκευή πολλών και ποικίλων έργων κοροπλαστικής.  Τα κυπριακά πήλινα ειδώλια ήταν περιζήτητα στις ξένες αγορές, κυρίως τον 6ο αι. π.Χ. και εξάγονταν τόσο στην Ανατολή όσο και σε πολλές ελληνικές πόλεις και αποικίες.  Μπορούμε, λοιπόν, να φανταστούμε τους κεραμείς να δουλεύουν εντατικά μέσα στα πολυάριθμα εργαστήριά τους, αλλά και να αυξάνουν τα εισοδήματά τους από την πώληση των προϊόντων τους. 

 

Αγγειογράφοι

Οι αγγειογράφοι της Κυπροαρχαϊκής εποχής ήταν χωρίς άλλο ικανοί καλλιτέχνες.  Ο χρωστήρας τους φανερώνει τεχνίτες με φαντασία, ταλέντο και καλαισθησία και πολλές φορές ανθρώπους με χιούμορ.  Τι άλλο από αίσθηση του χιούμορ φανερώνει για παράδειγμα η παράσταση του ταύρου που μυρίζει άνθος λωτού σε οινοχόη της εποχής;  Οι καλλιτέχνες αυτοί δημιούργησαν αξιόλογα έργα, όμως είχαν να συναγωνιστούν τα ανώτερης ποιότητας ελληνικά αγγεία της εποχής και προπαντός τα μελανόμορφα αττικά αγγεία.  Στην προσπάθειά τους να τα αντιγράψουν δεν τα κατάφεραν, αν κρίνουμε από τις προσπάθειες που έγιναν από τους αγγειογράφους της Αμαθούντας, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία ούτε την πρωτοτυπία της κυπριακής παραγωγής.

 

Μεταλλοτεχνίτες

Η παράδοση που δημιουργήθηκε στον τομέα της μεταλλοτεχνίας στα χρόνια της Εποχής του Χαλκού διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε στα αρχαϊκά χρόνια στην Κύπρο και με τη συμβολή των Φοινίκων.  Μαρτυρίες σχετικά με το επάγγελμα του μεταλλοτεχνίτη έχουν έρθει στο φως από αρχαιολογικές ανασκαφές.  Για παράδειγμα, σε συλλαβικές επιγραφές από το Μάριον αναφέρεται το επάγγελμα του «χαλκοτρίβου» και σε αρχαίες πόλεις (όπως το Κίτιο, την Ταμασό και αλλού) έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας.  Επιπρόσθετα, τα προϊόντα αρχαϊκής μεταλλοτεχνίας που διασώθηκαν στην Κύπρο (κυρίως σκεύη και εργαλεία) παρά το μικρό αριθμό τους είναι πολύ αξιόλογα και εντυπωσιάζουν για την τέχνη των κατασκευαστών τους.

 

Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε τους αρχαίους Κύπριους χαλκουργούς την ώρα της δουλειάς.  Οι τεχνίτες αυτοί  σφυρηλατούσαν το μέταλλο πάνω στο αμόνι είτε το χυτεύουν σε καλούπια, για να φτιάξουν ελάσματα, καρφιά, εργαλεία, καθώς και άλλα αντικείμενα όπως λέβητες (καζάνια), λαβές, διακοσμητικά εξαρτήματα για τα αμαξώματα των αρμάτων, τις ιπποσκευές των αλόγων και των επίπλων, πανοπλίες πολεμιστών, θυμιατήρια, καθρέφτες κ.ά.

 

Λιθοξόοι (γλύπτες) 

Στα αρχαϊκά χρόνια αρχίζουν να εμφανίζονται στην Κύπρο τα πρώτα μεγάλα λίθινα γλυπτά της αρχαιότητας.  Οι Κύπριοι λιθοξόοι καλλιέργησαν αυτή την τέχνη και την οδήγησαν σε πλήρη ανάπτυξη κατά τον 6ο αι. π.Χ.  και παρά το γεγονός ότι η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν ο ασβεστόλιθος – υλικό που θέτει αρκετούς περιορισμούς στον καλλιτέχνη – εντούτοις κατασκεύασαν πολύ αξιόλογα έργα. Μαρτυρούνται τα ονόματα δύο γνωστών γλυπτών της Κυπροαρχαϊκής εποχής.  Ο ένας είναι ο Ερμείας, που έζησε τον 7ο αι. π.Χ. και ο δεύτερος ο Σίκων, ο οποίος έδρασε τον 6ο αι. π.Χ.

 

 Χρυσοχόοι

Τα χρυσά κοσμήματα που σώθηκαν από την Κυπροαρχαϊκή εποχή, καθώς και οι απεικονίσεις κοσμημάτων στα αγάλματα της ίδιας εποχής φανερώνουν μεγάλο πλούτο και ποικιλία στην τέχνη της χρυσοχοΐας.  Οι χρυσοχόοι με επιδεξιότητα αλλά και γούστο χρησιμοποιούσαν διάφορες τεχνικές, όπως η συρματερή (φιλιγκράν), η εμπιεστική και άλλες για την κατασκευή των έργων τους.

 

Μια εικόνα του τρόπου εργασίας των αρχαίων Κύπριων χρυσοχόων παίρνουμε από το βιβλίο του Πωλ Φωρ Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες 

 

...«Θαυμάζουμε στα μουσεία όλου του κόσμου, κι ιδιαίτερα στη Λευκωσία, τα χρυσά διαδήματα, τα περιδέραια, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια που προέρχονται από τις αρχαϊκές νεκροπόλεις της Κύπρου.  Μας κάνουν να διακρίνουμε αχνά, καθισμένους στο τραπέζι τους, με μια ποδιά απλωμένη στα γόνατα για να μαζεύουν τα ψήγματα, αμέτρητους χρυσοχόους την ώρα της δουλειάς ... Κοντά τους στερεωμένη σε μια ψηλή σχάρα, μια στενή φουφού με χόβολη στηρίζει μια χοάνη από αμμόλιθο για το χύσιμο του μετάλλου, ή ένα μικρό κύπελλο από πυρίμαχο πηλό για το ραφινάρισμα, που προοριζόταν για τους πλούσιους και τους θεούς.  Μερικά ψήγματα από καθαρό χρυσάφι προέρχονται από την άμμο του Ορόντη και των παραπόταμών του, όπου οι Σύριοι συνεχίζουν ακόμα να την κοσκινίζουν.  Λιώνουν σε θερμοκρασία λίγο μεγαλύτερη από 1050ο .  Ο χύτης προτιμάει τα μίγματα, γιατί είναι πιο άκαμπτα και λιώνουν σε πιο χαμηλή θερμοκρασία.  Για να καθαρίσει ένα πολύ φτωχό σε χρυσό μετάλλευμα , του προσθέτει ένα κράμα με βάση το μολύβι και το αλάτι, που έχει την ιδιότητα να παρασύρει τις ακαθαρσίες.  Ένας σύντροφός του ζωηρεύει τη φλόγα φυσώντας με δυο δερμάτινα ασκιά.

 

Ο αρχιτεχνίτης σφυρηλατεί τον κρύο χρυσό πάνω σε ένα μικρό αμόνι, με χάλκινα σφυριά που έχουν λίγο πολύ στρογγυλέψει την άκρη τους και τον δουλεύει με τον αποκρουστήρα.  Μπορεί να φτιάξει μ’  αυτόν ελάσματα, που έχουν πάχος τρίχας.  Δίνει σχήμα σύρματος και σπείρας στο χρυσάφι χρησιμοποιώντας τανάλιες, το κόβει με ψαλίδι, το χαράσσει με κοπίδι, το κοιλαίνει πάνω σε μήτρες με το ζουμπά, το λεπίδι και το στενόμακρο σφυρί.  Πάνω στον πάγκο του, μερικά φύλλα από δέρμα και μέταλλο τον βοηθούν στη σφυρηλάτηση.  Βλέπουμε ακόμα λίμες, ένα μικροσκοπικό πριόνι, στίλβωστρα, λυδίες λίθους και μια μικρή ζυγαριά.  Οι δύο βασικές μέθοδοι του είναι: η σφυρηλάτηση, με την οποία κατασκευάζει ελάσματα και σύρματα ή ανάγλυφα με το ζουμπά κι η συναρμολόγηση με θηλυκώματα ή συστροφή, που τα συμπληρώνουν χαράζοντας την περιφέρεια, και τέλος κατασκευάζει ελάσματα και σύρματα ή ανάγλυφα με το ζουμπά κι η συναρμολόγηση με θηλυκώματα ή συστροφή, που τα συμπληρώνουν χαράζοντας την περιφέρεια, και τέλος κατασκευάζει μικρές σφαίρες, που έχουν συχνά διάμετρο μικρότερη από ένα χιλιοστό, χύνοντας το λιωμένο χρυσάφι σε μια σήτα και στη συνέχεια κυλώντας τις μικρές σταγόνες ανάμεσα σε δυο μεταλλικές πλάκες.  Για να κολλήσει τους κόκκους ή το φιλιγκράν στη μάζα που θα διακοσμήσει, χρησιμοποιεί μία κόλλα κι ένα διαλυτικό που τα κρατάει και τα δυο μυστικά.  Η κόλλα είναι πότε κάποια ρητίνη – ποια ωστόσο; –  πότε ήλεκτρο, ακόμα και μέλι.  Το διαλυτικό είναι θεωρητικά «η χρυσόκολλα».  Στην πράξη είναι ένα μίγμα, με άγνωστες αναλογίες από άλας χαλκού, θαλασσινό αλάτι και οργανικές ουσίες.  Ο χρυσοχόος δεν είναι απλά και μόνο πολύ επιδέξιος μεταλλουργός και καλλιτέχνης: πρέπει να είναι και χημικός και, όπως ο θεός Κουσόρ της Βίβλου, πολύ πονηρός...» 

    

Χαράκτες λίθων

Η τέχνη της σφραγιδογλυφίας άνθησε ιδιαίτερα κατά τον 6ο αι. στην Κύπρο.  Έχουν διακριθεί αρκετά τοπικά εργαστήρια αυτής της τέχνης π.χ. στα Πυργά.  Οι Κύπριοι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν σκληρούς λίθους, όπως ο μαύρος οφίτης και ο πράσινος ίασπις.  Μερικοί από τους σφαγιδόλιθους αυτής της εποχής ίσως να κατασκευάστηκαν από Φοίνικες που εργάζονταν στην Κύπρο.  Στην Κύπρο βρέθηκαν πολλές σφραγίδες που κατασκευάστηκαν από ένα σπουδαίο Έλληνα τεχνίτη του είδους, το Σήμωνα, που έδρασε ανάμεσα στο 500-480 π.Χ., και για το λόγο αυτό έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ίσως ο Σήμωνας να έδρασε στην Κύπρο για κάποια χρόνια.

 

Μυρουργοί (αρωματοποιοί)

Μια επιγραφή του 6ου αι. π.Χ. από το Ραντίδι στην Παλαίπαφο αναφέρει το όνομα ενός μυρουργού, δηλαδή αρωματοποιού με το όνομα «Φυλότιμος».   Τα αρώματα πρέπει να ήταν περιζήτητα κατά την Κυπροαρχαϊκή εποχή, γιατί παράλληλα γίνονταν και εισαγωγές μυροδοχείων από το εξωτερικό.  Τα αρώματα, όπως και τα καλλυντικά από παράγωγα του χαλκού,  χρησιμοποιούνταν για τον καλλωπισμό.  Σίγουρα πρέπει να χρησιμοποιούνταν και για λατρευτικούς σκοπούς στα ιερά, στις γιορτές και τα συμπόσια των βασιλέων και πιθανόν για την ταφή των νεκρών.

 

Η Κύπρος διέθετε μια σειρά από αρωματικά φυτά όπως χειλανθή, φασκομηλιά, δυόσμο, θυμάρι, βασιλικό, γιασεμί, μυρτιά κ.ά.  Οι μυρουργοί μάζευαν τις γόμμες, τα ρετσίνια, τις σχίζες και τους καρπούς από τους θάμνους και τα δέντρα, τα ετοίμαζαν, τα κατεργάζονταν και υπολόγιζαν τις αναλογίες τους.

 

Τα συστατικά ενός υγρού αρώματος ήταν μια ουσία αποσταγμένη από το χυμό κάποιου φυτού, ένα λάδι που χρησίμευε σαν βάση και σαν διαλυτικό, π.χ. μια ρητίνη ή γόμμα.  Τα εργαλεία των μυρουργών ήταν πέτρινοι μύλοι, γουδιά και καζάνια.  Στους μύλους θρυμμάτιζαν τα αρωματικά μέρη των φυτών και στα γουδιά τα κοπάνιζαν.  Στα καζάνια ζέσταιναν ή έβραζαν τους βολβούς, τα κοτσάνια, τα φύλλα ή τα αρωματισμένα πέταλα.  Μετά μάζευαν από την επιφάνεια του υγρού τα στερεοποιημένα αιθέρια έλαια ή άφηναν τα φυτά να μουλιάζουν στο λάδι και τα ανανέωναν αδιάκοπα.

 

Τα πιο συνηθισμένα αρώματα, που προϋπήρχαν από την εποχή των Μυκηναίων, ήταν το τριαντάφυλλο, η κύπερη, η φασκομηλιά, η ίρις και ο αρωματικός σχοίνος.  Τα αρώματα αυτά τα χρωμάτιζαν, για να ικανοποιούν τα βλέμματα και τα αλάτιζαν επίσης, για να μην ταγγίζουν.

 

Ελεφαντουργοί

Η ελεφαντουργία ήταν μια από τις τέχνες που είχαν μακρά παράδοση στην αρχαία Κύπρο.  Ο ελεφαντουργός επεξεργαζόταν το ελεφαντόδοντο είτε σε πλάκες τις οποίες σκάλιζε ή τρυπούσε είτε σε συμπαγείς όγκους οπότε μορφοποιούσε το υλικό του με το κόψιμο και το σκάλισμα.  Τα εργαλεία δουλειάς του ήταν μερικά κοπίδια, από τα οποία μερικά είχαν κυρτή λεπίδα, μια λίμα, ένας κυλινδρικός τρίφτης, ένα τρυπάνι, ένα μικρό πριόνι και διάφορα ξέστρα.  Ο ελεφαντουργός έπρεπε να γνωρίζει και άλλα πράγματα εκτός από την τεχνική επεξεργασίας του ελεφαντοστού, όπως π.χ. να σμαλτώνει, να επιχρυσώνει, να δουλεύει το ξύλο κ.λπ.

 

Γιατροί

Η χάλκινη ενεπίγραφη πινακίδα του Ιδαλίου, μαρτυρεί την ύπαρξη γιατρών οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην πόλη του Ιδαλίου για την περίθαλψη τραυματισμένων από πολεμική σύγκρουση με τους Μήδες και τους Φοίνικες.  Η πινακίδα αυτή χρονολογείται στο τέλος της Κυπροαρχαϊκής εποχής και την αρχή της Κυπροκλασικής (γύρω στο 470 π.Χ.)  Φαίνεται ότι ίσως το επάγγελμα αυτό να ήταν κληρονομικό ή κατά κάποιον τρόπο οικογενειακό προνόμιο, διότι στην πινακίδα του Ιδαλίου εκτός από το γιατρό Ονάσιλο αναφέρεται ότι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους  και οι αδελφοί του Ονάσιλου και θα αμειφθούν για αυτές.

 

 

 Πηγές:

  1. Στυλιανού Παναγιώτης (1997): «Τα αρχαία βασίλεια» σ. 465-618 εις Ιστορία της Κύπρου, τόμος Β΄: Αρχαία Κύπρος, Επιμ. Παπαδόπουλλου Θ., Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ –  Γραφείο Κυπριακής Ιστορίας, Λευκωσία.
  2. Καραγιώργης Β. (2002): Κύπρος, το σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου, 1600-500 π.Χ., Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image